Γενεύη 1973. Στη μέση ο Χατζής και δίπλα του η Αρχοντούλα Διαβάτη.

Γενεύη 1973. Στη μέση ο Χατζής και αριστερά του η Αρχοντούλα Διαβάτη.

Πόση σχέση είχαμε με τους πρώτους εκείνους μεταπολεμικούς υπότροφους του Ματαρόα εμείς, που, από αεροπλάνα κι από τρένα αποβιβαστήκαμε, τον Σεπτέμβριο του 1973, σε… ευρωπαϊκό έδαφος, στη Γενεύη, με προορισμό ένα θερινό κύκλο μαθημάτων για τη σύγχρονη Ελλάδα. Κάτι στις συγκυρίες –απελπισία και πάθος– εξομοίωνε ίσως τις παράλληλες πορείες μας.

  Ήταν καλοκαιράκι όταν διάβασα στα Νέα για την Ένωση  Ελλήνων Πανεπιστημιακών Δυτικής Ευρώπης και λοιπά. Μπορούσα να πάω; Ήθελα σαν τρελή και με δανεικά λεφτά ξεκίνησα, μια και δεν είχα φάκελο στην Ασφάλεια, μόνη μου, εν μέσω μαύρης Χούντας, να κατακτήσω το… «κατακτησάρι».

  Κάποια εξαιρετικά παιδιά, τότε, σφράγισαν την εμπειρία της Γενεύης και σφραγίστηκαν απ’ αυτήν. Ο Σάββας, η Μαρία, ο Ανταίος, ο Μιχάλης.

  Ένα σεμινάριο πανεπιστημιακό, στην αναβροχιά χαλάζι, μια βαθιά πολιτική κι όχι μόνο αντιχουντική εκδήλωση τελικά, μια και οι πανεπιστημιακοί αυτοί είχαν αναπτύξει πλούσια αντιδικτατορική δράση στις πρωτεύουσες του κόσμου όπου δίδασκαν. Ο λόγος τους ήταν το φιτίλι που άναβε συζητήσεις, τοποθετήσεις, φτου ξελευτερία για όσους από μας έρχονταν από την Ελλάδα των υπαινιγμών και της μαυρίλας.

  Από τους πενήντα περίπου, δυο-τρεις από τη Θεσσαλονίκη, μερικοί από την Αθήνα και την Κύπρο, αρκετοί από τα πανεπιστήμια της Ευρώπης, αλλά και ξένοι φοιτητές, που είχαν επιλέξει ελληνικές σπουδές. «Οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα», «Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Κοινότητα», «Νεοελληνική γλώσσα και Λογοτεχνία». Παρακολούθησα όλα τα μαθήματα, αλλά κρατώ στο μυαλό και στην καρδιά τη διδασκαλία του Δημήτρη Χατζή – ήταν γνωστό ήδη σε ορισμένους φοιτητές το μυθικό του βιβλίο Το τέλος της μικρής μας πόλης. Ερχόταν από τη Βουδαπέστη, με το παλιοκαιρίσιο σκούρο κοστούμι του, μόνον αυτός από το ανατολικό μπλοκ, γλυκός και σοβαρός, μια μορφή όλο μάτια, έχοντας «κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του» – τόσα χρόνια μακριά από την Ελλάδα.

  «Ανέστιος και ηττημένος», αριστερός στην ουτοπία της εμιγκράτσιας, ανάμεσα στη δημοσιογραφία άλλοτε, στην ακαδημαϊκή καριέρα αργότερα και στη γραφή πάντοτε, με νύχια και με δόντια συντηρώντας τον δεσμό με την Ελλάδα, ζεσταίνοντας μέσα του με αγωνία την άλλη ουτοπία του, τη νεοελληνική ιδεολογία, μια νέα αντίληψη του νεοελληνισμού, τη δική του επανάσταση. Ανένδοτος και πικρός, κρατώ το αδερφικό του αγκάλιασμα τότε κι αργότερα όταν ευοδώθηκε ο επαναπατρισμός του και γύρισε στην Ελλάδα, ακτινοβολώντας πνευματικότητα και ανένδοτη νεανικότητα. Πολεμώντας με το «Πρίσμα», τα συνέδρια, τη διδασκαλία, τις διαλέξεις, τα βιβλία, τους νέους φίλους, να ξοδευτεί το πάθος και η ευλογία της θηριώδους αγάπης που συντηρούσε τόσα χρόνια.

  «Είσαι ντροπαλή γιατί είσαι δειλή. Κι είσαι δειλή γιατί είσαι περήφανη», είχε σχολιάσει ο δάσκαλός μας τη νεανική μου εσωστρέφεια, ένα βράδυ σ’ έναν περίπατο οι δυο μας, μετά από ένα εξουθενωτικό εκπαιδευτικό τετράωρο στη Ρεζιντάνς. Δεν είχα διαβάσει ακόμα τον «Άι-Γιώργη» των Ανυπεράσπιστων, ούτε την «Ιζαμπέλα Μόλναρ» ή τη «Μαργαρίτα Περδικάρη». Δεν ήξερα τη διεισδυτική ματιά και το θερμό ανθρώπινο αγκάλιασμα που ήταν η συναναστροφή με τον «αμείλιχτο φίλο», όπως ονομάζει κάποτε τον εαυτό του ο Τάκης Χατζής.

Φωτογραφία του Βασίλη Κουτσαβέλης

Φωτογραφία του Βασίλη Κουτσαβέλη

  Στα μαθήματα του Αντώνη Μυστακίδη-Μεσεβρινού από το Πανεπιστήμιο του Λουντ – παρούσα. Αργότερα, με τα Τετράδια του Ρήγα που εξέδιδε, δεθήκαμε περισσότερο. Το πάθος του για τη γλώσσα είχε πάρει σάρκα και οστά, είχε μπει σε λέξεις, μορφασμούς, ήχο φωνής. Μαγευτικός. Παρούσα και στα μαθήματα του καθηγητή μου του Συνταγματικού στη Θεσσαλονίκη, του Αριστόβουλου Μάνεση, που δίδαξε αργότερα στην Αμιένη, μετά το θυελλώδες μάθημα που μας είχε αφιερώσει στην αρχή της Χούντας στη Θεσσαλονίκη –18 Ιανουαρίου του 1968– το οποίο, άλλωστε, είχε αποβεί μοιραίο και για τη σταδιοδρομία του και για την ψυχή μας. Παρουσίασε –θυμάμαι– στη Γενεύη τα Συντάγματα της νεότερης Ελλάδας. Μεθοδικά, γλαφυρά, με γνώση και με χιούμορ. Σχολίαζε την εσωτερική αντίφαση που υπάρχει στον κοινοβουλευτισμό, που τον παρομοιάζει με μουλάρι. Ένα μπάσταρδο είδος, ούτε άλογο αλλά και γαϊδούρι oύτε, που έχει ωστόσο τα μειονεκτήματα και των δύο.

  Τα μαθήματα του Ντίνου Γεωργούδη, ενός νέου ευαίσθητου διανοούμενου –μαύρο χιούμορ και κριτική σκέψη– η επιτομή της γοητείας του δασκάλου, που δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Τουρ, ήταν ξεχωριστά, κυρίως για τις συζητήσεις και τα πηγαδάκια που τροφοδοτούσαν μετά.

  Υπήρχαν ακόμη μαθήματα για το δημοτικό τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι, του Σαμουέλ Μπω-Μποβύ του Πανεπιστημίου της Γενεύης, όπως και του Μπουβιέ, από το ίδιο Πανεπιστήμιο, για τον Κάλβο. Όσο για τον Μπουβιέ, μας εντυπωσίαζε κυρίως η συνήθεια του όμορφου καθηγητή να πηγαινοέρχεται στη φοιτητική εστία των μαθημάτων με το ποδήλατό του.

  Στα μαθήματα του Γιάννη Ξενάκη, που ήρθε από το Παρίσι για να μας διδάξει σε ένα ειδικά εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας υπόγειο χώρο της Γενεύης την ηλεκτρονική του μουσική, σχεδόν κανείς δεν έκανε σκασιαρχείο – όπως σωστά μας θύμισε ο φίλος μου ο Σάββας σ’ ένα δημοσίευμά του στην Καθημερινή.

  Από τις 29 Αυγούστου ως τις 29 Σεπτεμβρίου, χτυπούσαμε περίπου οχτάωρα καθημερινά, αν λογαριάσεις και τις οργανωμένες συζητήσεις. Ήταν και οι εκδρομές στην Ιβουάρ και την Γκρυγέρ, και τα δείπνα στο σπίτι του Μπουβιέ και του Σιώτη, κατά το ανωτέρω δημοσίευμα πάντα. […]

    Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο –τραγουδούσαμε συγκινημένοι τη ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ– βίωμα νέο, δοξαστικό. Όταν χαμογελάνε, ένα μικρὸ χελ(ι)δόνι φεύγει μέσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους…, κι ο Βασίλης, συνοδεύοντας επικά το τραγούδι, σταμάταγε λίγο στο επίμαχο σημείο και χαμογελώντας δρομολογούσε μέσα απ’ τα δικά του σκούρα γένια  και μαλλούρες τη φορά του πετάγματος ενός αθέατου ακόμα χελιδονιού…

  «Αχ, αυτό το παιδί, ίδιος ο Οδυσσέας…», ενθουσιασμένη μαζί του η κυρία Ελένη Σαμίου, παρούσα κι αυτή στο σεμινάριο – σύγκρινε τον Βασίλη με ένα πρόσωπο της οικογένειάς της θα ’λεγε κανείς, το συγγραφικό ήρωα του Καζαντζάκη βέβαια.

  Ήταν η Γενεύη μας ένα πολύπλοκο πυκνό βίωμα, κυρίως για τις φιλίες που ξεφύτρωσαν, τις αγάπες, τα γέλια, τη χαρά, τη γνώση, τις εκλεκτικές συγγένειες, τα όνειρα, τα σχέδια, πρωτόγνωρα πράγματα, που θα φέρναμε στις αποσκευές μας στην Ελλάδα.

  Δεν ξεχνώ σε ένα οργανωμένο ελληνικό γλέντι τη χαρά, την ευφορία, το Νίκο Π. να απαγγέλλει με στόμφο από το Άξιον εστί: Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; / Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως / Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους θυσία στην καθαρότητα των ουρανών / Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών / Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα…

  Κι ο Μιχάλης δίπλα του να κοροϊδεύει σοβαρά-σοβαρά: «Είναι κιόλα τριάντα χρονώ; Ε, καλή ψυχή». Κάτι από το καθαρὸ διαμάντι της ευτυχίας και κάτι σαν περηφάνια μαζί…

  Μετά γυρίσαμε, και ο καθένας πήρε τον δρόμο του.

  Στις 16 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, η Μαρία είχε πει: «Πάμε στο Πολυτεχνείο; Έχει από ώρα μαζευτεί κόσμος μέσα…» Ήταν αργά το απόγευμα. Εγώ είπα: «Μπαμπά, θα μπω στο Πολυτεχνείο». Εκείνος είπε: «Να πας, αλλά να προσέχεις…» […]

(Απόσπασμα από το βιβλίο Το αλογάκι της Παναγίας, μυθιστορίες, εκδόσεις Νησίδες 2012.)

IMG_2501

Υστερόγραφο:  Η πρώτη και τελευταία φορά που είδα το δάσκαλο μετά τη Γενεύη, από το Σεπτέμβριο του ’73,ήταν όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένος από τα μέλη της ΤΕΧΝΗΣ στην Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, για την περίφημη διάλεξή του, Ο θρυμματισμός του έργου του Σολωμού, το φθινόπωρο, του ‘79.

«Μέσα στο σπασμένο έργο του Σολωμού καθρεφτίζεται το σπασμένο πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού». Το πρόβλημα της αποσπασματικότητας έχει να κάνει «με την έλλειψη εθνικής νεοελληνικής κουλτούρας». Ήταν η θεωρία του για την  «ασυνέχεια», – απέναντι στα δικά μας τεύχη της «Συνέχειας» που έδιναν φτερά και στήριζαν τις κουτσές μας μέρες στη διάρκεια της εφταετίας. Είναι η ίδια ασυνέχεια της εθνικής μας λογοτεχνίας «που συναντάει και τη δική του κομματιασμένη ζωή, μικρογραφία της διαμελισμένης εικόνας ενός τόπου», όπως γράφτηκε στις κριτικές για το Διπλό του βιβλίο.

Το επόμενο συνέδριο στη Γενεύη που αναγγέλθηκε για το ’74 δεν έγινε ποτέ, μια και ακολούθησε η μεταπολίτευση. Όλο αυτόν τον καιρό από το ’75 του επαναπατρισμού του, αφιερώματα και συνεντεύξεις κατακλύζανε εφημερίδες και περιοδικά και ειδήσεις για ανοιχτά πανεπιστημιακά μαθήματα του Δημήτρη Χατζή στην Αθήνα και στην Πάτρα, σε κατάμεστα ακροατήρια, ανάμεσα στην αγάπη των νέων φίλων και των παλιών εχθρών. Αυτός ο διανοούμενος της αριστερής παράδοσης, διωκόμενος, και άπατρις, φύσει και θέσει εξόριστος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ,βάλθηκε μέσα σε νεανικό πυρετό να αναπληρώσει τα εικοσιεφτά χρόνια απουσίας, δημιουργώντας. Στο Αντί και στο Πρίσμα πολεμούσε για τη δική του επανάσταση: της  νεοελληνικής ιδεολογίας και της νεοελληνικής ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού που χρωστούσε να κάνει επιτέλους σύνθεση και υπέρβαση, χωρίς εσωστρέφειες και εθνικισμούς.

Το λογοτεχνικό έργο του Δημήτρη Χατζή, ένα έργο διαχρονικό στην λαϊκότητά του, γράφτηκε από έναν κοινωνικό συγγραφέα «ρεαλιστή και μεταμοντέρνο», που κοιτάει εμάς και τον καιρό μας στο αδιέξοδο και την κρίση παγιδευμένους, να ξεφτίζουμε κάθε συλλογικότητα, αλλοτριωμένους και εύκολα έτοιμους να ενδώσουμε στον ατομικισμό, μέχρι και στον κοινωνικό κανιβαλισμό, «ανυπεράσπιστους», μέχρι να ξυπνήσουμε και  να υπερασπιστούμε «το ουσιώδες». «Να αρχίσουμε πάλι απ’ το μηδέν, από των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη»,  όπως έλεγε εκείνος.