Βράδυ, αρχές του φετινού Οκτώβρη σε φιλικό σπίτι. Υπήρχαν πάρα πολλά βιβλία, κυρίως λογοτεχνίας. Τα χαζεύω χωρίς να ξέρω τι ψάχνω, θέλω μόνο κάτι για να διαβάσω πριν κοιμηθώ. Σταματώ στο βιβλίο Ανυπεράσπιστοι του Δημήτρη Χατζή χωρίς να ξέρω γιατί, κάτι είχα διαβάσει πριν χρόνια γι’ αυτόν, μάλλον με αφορμή την επανέκδοση του έργου του, αλλά όλα είναι θολά στο μυαλό μου. Συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω τίποτα για τη ζωή και το έργο του. Ξενυχτώ διαβάζοντας το βιβλίο· συγκλονίστηκα, συγκλονίστηκα και θύμωσα με τον εαυτό μου που τόσα χρόνια τον αγνοούσα.
Το πρωί πήγα στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων «Το Ροδακιό», το είπα στην Τζούλια, «τυχερός είσαι γιατί έχεις να διαβάζεις, να αυτά εδώ είναι τα βιβλία του, εξακόσιες σελίδες όλες κι όλες, αλλά δεν πετάς τίποτα». Μου πρότεινε το Διπλό βιβλίο, Το τέλος της μικρή μας πόλης και τις Σπουδές.
Την επόμενη μέρα επέστρεψα στο χωριό μου στη Χίο, τα διάβασα τις πρώτες μέρες, δεν μπορούσα να τα συγκρίνω με οτιδήποτε άλλο είχα διαβάσει. Πολλές από τις ιστορίες των ανθρώπων και των τόπων, μου θύμιζαν την ακινησία του δικού μου περίκλειστου τόπου, στις σελίδες διάβαζα και τις δικές μου λειψές σκέψεις να μπαίνουν σε μια σειρά, γραμμένα όλα με καθαρότητα και αγάπη γι’ αυτούς τους τυραννισμένους ανθρώπους με τη φλόγα στην καρδιά· γι’ αυτούς τους αχθοφόρους της μοναξιάς, γι’ αυτό το χάος που μέσα του πλέουμε, όλοι μας.
Πριν λίγες μέρες γύρισα στην Αθήνα, πήρα τη Φωτιά. Θυμήθηκα ανθρώπους που γνώρισα ταξιδεύοντας εδώ και κει, στην Ήπειρο, την Ευρυτανία, την ορεινή Φθιώτιδα, δωρικές μορφές, απομεινάρια αυτής της εποχής που περιγράφει το βιβλίο, που σαν μακρινό όνειρο έρχονταν οι ιστορίες στο στόμα τους αλλά η σκληρότητά τους δεν τους άγγιζε πια· έχουν ησυχάσει και μοιάζει να απολαμβάνουν τα μικρά πράγματα, το τσίπουρο, το φαγητό, τον ήλιο. για τα μεγάλα ό,τι ήταν να γίνει έγινε.
Τώρα διαβάζω το Πρόσωπο του νέου ελληνισμού.