Ο ιστορικός οφείλει να παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα παραγωγής ιστορικής κουλτούρας; Πρέπει να αρθρώνει ένα κριτικό λόγο για τα διλήμματα, τα ζητήματα που γεννά η συγκυρία; Ο καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης απαντάει με τις πράξεις του. Πέρα από την επιστημονική εργασία και τα συγγράμματά του, με την αρθρογραφία, τις δημόσιες παρεμβάσεις, τις ομιλίες του επιμένει να είναι ένας από τους πλέον μαχητικούς και αλληλεπιδραστικούς επιστήμονες.
Παρουσιάζοντας την προβληματική της πρωτοβουλίας Rethinking Europe, του ελληνικού παραρτήματος του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ, πριν από την διάλεξη της καθηγήτριας κοινωνιολογίας Σάσκια Σάσεν (στις 8 Ιουνίου), μίλησε για το χρόνο στην Ελλάδα, που έχει συρρικνωθεί «σε ένα διαρκές παρόν» και καθορίζεται από τα ασφυκτικά ορόσημα των διαπραγματεύσεων, του επόμενου Eurogroup, της επόμενης Συνόδου Κορυφής, της επόμενης ημερομηνίας αποπληρώμης του δανείου στο ΔΝΤ, βάζοντας αυτομάτως την γνωστή ξένη προσκεκλημένη, που κρατούσε διαρκώς σημειώσεις, στο σωστό κλίμα. Συνέχισε αναφερόμενος στην έντονη συζήτηση που έχει ανακύψει για το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε, στην τελική αυτονόμηση των μηχανισμών της Ε.Ε πέρα από το δημοκρατικό έλεγχο των πολιτών, στην τιμωρητική πολιτική των θεσμών. «Τίθεται επί τάπητος όχι μόνο το μέλλον της Ελλάδας στην Ε.Ε», κατέληξε, «αλλά και το τι μέλλον οικοδομείται. Ο τρόπος επίλυσης του ελληνικού ζητήματος θα είναι και η ένδειξη στο μέλλον για το πού οδεύει η Ευρώπη».
Το θρίλερ ή, αν θέλετε, κύριε Βόγλη, ο Γολγοθάς των διαπραγματεύσεων δεν λέει να τελειώσει. Είμαστε, όπως περιγράψατε και πριν από την ομιλία της Σάσκια Σάσκεν, σε ένα αφόρητο διαρκές παρόν που διαστέλλεται μέχρι την επόμενη συμφωνία, που ποτέ δεν κλείνει στην ώρα της. Οι Ευρωπαίοι διαφωνούν μεταξύ τους, η συμφωνία με τη χώρα είναι ακόμη μια φορά στον αέρα, ενώ ο Σόιμπλε για πρώτη φορά δηλώνει αισιόδοξος για την Ελλάδα. Εδώ και μήνες υπάρχει η έντονη αίσθηση εγκλωβισμού σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις. Σε μεγάλο βαθμό αυτό απορρέει από την ίδια την συνθήκη της επιτροπείας που έχει επιβληθεί από τους δανειστές στη χώρα λόγω Μνημονίου. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο, που επιτείνει την αίσθηση εγκλωβισμού. Είναι η απουσία προοπτικής, μέλλοντος και αυτό δεν έχει να κάνει με τις θετικές ή αρνητικές δηλώσεις του τάδε ή του δείνα Γερμανού ή Ολλανδού, με την α ή β αλλαγή στο Ασφαλιστικό ή το Φορολογικό. Δεν υπάρχει εικόνα του μέλλοντος που θέλουμε για την ελληνική κοινωνία, ένα μέλλον που να μας εμπνέει σήμερα. Δεν μιλώ για υποσχέσεις, αλλά για όραμα για την ελληνική κοινωνία. Ένα τέτοιο όραμα χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να προσανατολίσουμε τη σκέψη, τη δράση, τις πρωτοβουλίες, τα σχέδια μας ως κοινωνία. Ένα τέτοιο όραμα χρειαζόμαστε, επειγόντως.
Το προσφυγικό είναι εκτός ελέγχου. Οι εικόνες της Ειδομένης, του Ελληνικού, του Πειραιά έχουν ιστορικό αντίστοιχο; Έχει γίνει κοινός τόπος στα ΜΜΕ να παρουσιάζουν την άφιξη των Σύρων προσφύγων στο ευρωπαϊκό έδαφος ως τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση που αντιμετώπισε η σύγχρονη Ευρώπη. Αυτό απλά δεν ισχύει, είναι λάθος ή ψέμα. Η Ευρώπη αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τότε αριθμοί των προσφύγων δεν μπορούν με κανένα τρόπο να συγκριθούν με τους σημερινούς.
Δηλαδή; Δώδεκα εκατομμύρια Γερμανοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, μεταξύ 1945 και 1947. Εκατομμύρια ανθρώπων είναι πρόσφυγες με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια Ευρώπη κυριολεκτικά κατεστραμμένη. Άρα, όντως οι εικόνες της Ειδομένης δεν έχουν ιστορικό αντίστοιχο –ποτέ η Ευρώπη δεν έκανε τόσο λίγα για τους πρόσφυγες. Η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στο τότε και το σήμερα είναι η εθνική ταυτότητα των προσφύγων. Οι Σύροι είναι ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη όχι γιατί είναι πάρα πολλοί ή πολύ εξαθλιωμένοι, αλλά επειδή είναι εθνικά και πολιτισμικά «άλλοι».
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, χαρακτήρισε «νίκη της σκοπιμότητας επί στοιχειωδών ευρωπαϊκών αξιών» τη συμφωνία για το προσφυγικό. Συμφωνείτε; Νομίζω ότι έχει δίκιο. Είναι μια συνολικά απαράδεκτη συμφωνία, η οποία κλείνει την πόρτα της Ευρώπης. Επικράτησαν οι ξενοφοβικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Όλοι έχουμε δει εικόνες από τη Συρία -γιατί υπάρχουν εικόνες και από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τις οποίες ωστόσο δεν βλέπουμε. Το Ιράκ είναι διαλυμένη χώρα. Στο Αφγανιστάν ένα μεγάλο μέρος της χώρας ελέγχεται από τους Ταλιμπάν. Δεν είναι κι όσοι έρχονται από τις χώρες αυτές πρόσφυγες πολέμου; Κι όμως, μόνον οι Σύροι απολαμβάνουν το « προνόμιο» να έχουνε την προσοχή μας ή την προσοχή της Ευρώπης. Από εκεί και πέρα, το πρόβλημα είναι η «κλειστή» Ευρώπη, μια Ευρώπη η οποία δεν θέλει να ανοίξει τις πόρτες της σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη και, αν το δεις κι από μια άλλη σκοπιά, και η ίδια τους έχει ανάγκη. Η Ευρώπη είναι μια γηρασμένη ήπειρος, που χρειάζεται να ανανεωθεί ηλικιακά και πληθυσμιακά. Το προσφυγικό προφανώς δεν θα λυθεί με την πρόσφατη συμφωνία. Αυτό που θα συμβεί είναι να χειροτερέψει η θέση, η ζωή κι η μοίρα των προσφύγων.
Μετά από τις κραυγές και τις προσφυγές κατά του Νίκου Φίλη για την τοποθέτησή του αναφορικά με την Γενοκτονία των Ποντίων, τα αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά μας αναζωπυρώθηκαν με το «Mακεδονία» του Γιάννη Μουζάλα. Μεταξύ άλλων, αναδύθηκε εκ νέου το αδιέξοδο της εξωτερικής ελληνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Μια χώρα, η οποία έχει αναγνωριστεί από πάρα πολλές άλλες -117, αν δεν απατώμαι, χώρες, με το ακατονόμαστο όνομα, η Ελλάδα επιμένει να την ονομάζει διαφορετικά, τηρώντας το γράμμα και όχι την ουσία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και πολύ μεγάλη υποκρισία για μια λέξη ένας από τους πιο συνεπείς, εργατικούς, αποδοτικούς ανθρώπους σε ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, να βρεθεί στο απόσπασμα. Και πάλι, αυτό έχει να κάνει με τη δυσανεξία της ελληνικής κοινωνίας.
Δηλαδή; Με τα αντανακλαστικά που έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά επί χρόνια και έχουν μετατρέψει μια σειρά από ζητήματα σε ταμπού. Ορισμένα πράγματα δεν πρέπει να λέγονται, και όποιος δεν συμμορφώνεται φορτώνεται τη ρετσινιά του προδότη, του μειοδότη. Έχουμε δει τις αρνητικές συνέπειες σε αυτό το πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και την εξωτερική πολιτική από το 1992. Παρόλα αυτά έχει παραμείνει ταμπού. Συγχρόνως, παρατηρούνται γραφικά φαινόμενα, όπως η εξαφάνιση του ονόματος της χώρας στις αθλητικές συναντήσεις. Είναι, δηλαδή, σα να εθελοτυφλούμε, να μην αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Υπήρξε η ευκαιρία πριν αρκετά χρόνια να λυθεί το ζήτημα με το λεγόμενο «Πακέτο Πινέιρο» του 1992 και την ονομασία «Νέα Μακεδονία». Ήταν μια ευκαιρία να εξομαλυνθούν κι οι σχέσεις των δυο χωρών. Βεβαίως, δεν γνωρίζω εάν θα λυνόταν το υπαρκτό πρόβλημα του εθνικισμού και του αλυτρωτισμού στην γείτονα χώρα. Αλλά κι η διαιώνιση αυτής της εκκρεμότητας το έχει λύσει;
Θα ήθελα ένα σχόλιο, το επιμύθιο, αν θέλετε, από τη δίκη Ρίχτερ. Την παρακολουθήσατε στενά. Νομίζω ότι το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου για την αθώωση του Χάιντς Ρίχτερ είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί αφορά το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού νόμου γενικότερα. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις της Βουλής για τον χαρακτηρισμό γεγονότων ως γενοκτονιών και εγκλημάτων πολέμου είναι αντίθετες τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, διότι μόνο εθνικά ή διεθνή δικαστήρια έχουν αυτήν την αρμοδιότητα. Επιπλέον, το δικαστήριο έκρινε ότι το συγκεκριμένο άρθρο παραβιάζει την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτό δηλαδή που πολλοί ιστορικοί είχαμε υποστηρίξει από την αρχή της δίκης του Ρίχτερ. Είναι ένα ζήτημα η διαφωνία με τον τρόπο προσέγγισης και τα συμπεράσματα του συγκεκριμένου ιστορικού και είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα να παραπεμφθεί σε δίκη γι’ αυτά.
«Η ιστορική συνείδηση δεν διαμορφώνεται από τους ιστορικούς αλλά από τα σχολικά εγχειρίδια, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα μουσεία κλπ. Άρα ο ιστορικός πρέπει να παρεμβαίνει σε αυτή τη δημόσια σφαίρα παραγωγής ιστορικής κουλτούρας. Όσο διατηρεί μια επιφυλακτική στάση απέναντι στη δημόσια ιστορία, τότε σε αυτήν θα κυριαρχούν οι μύθοι και οι διαστρεβλώσεις. »
Από την πρώτη στιγμή αντιδράσατε. Ναι. Εξαρχής πολλοί ιστορικοί είχαμε επισημάνει τους κινδύνους για την ελευθερία της έκφρασης και την ακαδημαϊκή ελευθερία που ελλόχευαν στο άρθρο 2 του νόμου 4285 του 2014. Επιβεβαιωθήκαμε, δυστυχώς, πολύ γρήγορα τόσο στη δίκη του Χ. Ρίχτερ όσο και στις μηνύσεις που έγιναν κατά του υπουργού Παιδείας Ν. Φίλη για τις δηλώσεις του σχετικά με τη γενοκτονία των Ποντίων. Μετά από αυτά ελπίζω να αντιληφθεί η Πολιτεία ότι ούτε μπορεί ούτε πρέπει να θέτει περιορισμούς και απαγορεύσεις στη μελέτη και την έρευνα του παρελθόντος. Οι διαμάχες για το παρελθόν και την Ιστορία δεν μπορούν να διεξάγονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, ούτε η ιστορική έρευνα να γίνεται με το φόβο της άσκησης ποινικής δίωξης. Πάντως, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει η βούληση από την κυβέρνηση για την κατάργηση του επίμαχου άρθρου.
Σε αντίθεση με την δυναμική παρουσία σας στην υπόθεση Ρίχτερ, επικρατεί η αίσθηση ότι οι ιστορικοί μάλλον αποφεύγουν να τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα. Ο ιστορικός είναι πολύ εύκολο να αποτραβηχτεί στη βιβλιοθήκη, στη μελέτη ή στα μαθήματά του. Πρέπει όμως να έχει δημόσια παρουσία και λόγο. Όσο σημαντικά και εάν είναι η έρευνα και η διδασκαλία, κατά τη γνώμη μου, δεν αρκούν, ειδικά για τους ιστορικούς. Εννοώ ότι η αντίληψη για την Ιστορία, η γνώση για το παρελθόν διαμορφώνονται από ένα ευρύτερο πεδίο, αυτό που ονομάζουμε δημόσια ιστορία. Η ιστορική συνείδηση δεν διαμορφώνεται από τους ιστορικούς αλλά από τα σχολικά εγχειρίδια, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα μουσεία κλπ. Άρα ο ιστορικός πρέπει να παρεμβαίνει σε αυτή τη δημόσια σφαίρα παραγωγής ιστορικής κουλτούρας. Όσο διατηρεί μια επιφυλακτική στάση απέναντι στη δημόσια ιστορία, τότε σε αυτήν θα κυριαρχούν οι μύθοι και οι διαστρεβλώσεις.
Τελευταία παρακολουθούμε εμβρόντητοι μια σχεδόν συντονισμένη επίθεση από ιστορικούς, συγγραφείς και δημοσιογράφους, αφενός ιστορικής αποκατάστασης του Μεταξά και των Ταγμάτων Ασφαλείας, αφετέρου δαιμονοποίησης της Αριστεράς (ΕΛΑΣ-Δημοκρατικός Στρατός κ.ά.). Χαρακτηριστικότατο είναι το παράδειγμα του βιβλίου των Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη “Εμφύλια Πάθη-23 Ερωτήσεις και Απαντήσεις”, όπου αποσιωπάται η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Ειδικής Ασφάλειας κ.α., δικαιολογείται η «λευκή τρομοκρατία» κατά της Αριστεράς, ενώ μετά την Απελευθέρωση οι Ταγματασφαλίτες εμφανίζονται κι ως «απαραίτητοι». Η «επιχείρηση» αυτή συμπίπτει με την «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση. Είναι τυχαία, συγκυριακή, στοχευμένη; Η εκστρατεία αποκατάστασης φαινομένων που έχουν καταδικαστεί στην ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, όπως η μεταξική δικτατορία ή τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι κάτι που συνέβη τους τελευταίους μήνες. Η ιστοριογραφική διαμάχη για τη δεκαετία του 1940 ξεκίνησε το 2004, ενώ η προσπάθεια αποκατάστασης του Μεταξά ξεκίνησε πιο πρόσφατα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμπερίληψή του στη σειρά «Ηγέτες» της εφημερίδας Καθημερινή, δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Παράλληλα, υπήρξε η συστηματική προσπάθεια απαξίωσης της Αριστεράς στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και ταύτισης της δράση της με τη βία. Αλλά, όμως, θα συμφωνήσω ότι η εκστρατεία εντάθηκε τους μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά. Αυτό που είναι ανησυχητικό δεν είναι μόνο η διαστρέβλωση της ιστορίας αλλά η νομιμοποίηση και «κανονικοποίηση» απεχθών φαινομένων, όπως η δικτατορία. Και, πάντως, δεν φαίνεται να προβληματίζει όσους ανέλαβαν να αποκαταστήσουν τον Μεταξά ή τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών, ότι είναι τα πρόσωπα που έχουν μετατραπεί στους «ήρωες» της Χρυσής Αυγής, κατέχοντας προνομιακή θέση στην πολιτική ταυτότητα και ρητορική της.
Η πανευρωπαϊκή άνοδος της Ακροδεξιάς, με το πρόσφατο σοκαριστικό ποσοστό της στον α’ γύρο των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία, σε ποιο βαθμό μπορεί να σχετίζεται και με το εκπαιδευτικό σύστημα; Τι διδάσκεται επισήμως στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια για το Φασισμό; Τι ισχύει στην Ελλάδα; Δεν νομίζω ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς σχετίζεται άμεσα με το εκπαιδευτικό σύστημα. Περισσότερο συνδέεται με την γενικότερη ενίσχυση του εθνικισμού κάτω από την διπλή επίδραση αφενός της ξενοφοβίας και αφετέρου της απογοήτευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς τα πανεπιστήμια, η μελέτη του Ναζισμού, γενικά, και η εξόντωση των Εβραίων, ειδικότερα, αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια αντικείμενο μελέτης, έρευνας και διδασκαλίας -τουλάχιστον στη Δυτική Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, αλλά είναι μια εξέλιξη των τελευταίων χρόνων. Ωστόσο, στα σχολεία η κατάσταση είναι διαφορετική.
Τι εννοείτε με αυτό; Δεν δίνεται η απαραίτητη έμφαση και τα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (Κατοχή, Αντίσταση, θηριωδίες των Ναζί, γενοκτονία των Εβραίων κλπ.) «συνθλίβονται» στο γενικότερη ύλη και το αναλυτικό πρόγραμμα. Για παράδειγμα, στο Εγχειρίδιο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, συνολικής έκτασης 250 περίπου σελίδων, η γενοκτονία των Εβραίων καταλαμβάνει 5 σελίδες, ενώ η Αντίσταση μόλις και μετά βίας 2! Εάν οι μαθητές γνώριζαν και είχαν συνειδητοποιήσει τα εγκλήματα που διέπραξε ο Ναζισμός στη χώρα μας και σε όλη την Ευρώπη, τότε μάλλον η έλξη που θα ασκούσε ο Νεοναζισμός σήμερα να ήταν σαφώς μειωμένη.
Το πρόβλημα εντοπίζεται μεμονωμένα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Στην τριτοβάθμια έχει γίνει τα τελευταία χρόνια μια πολύ σημαντική στροφή. Υπάρχουν πολλοί νέοι ιστορικοί που διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο. Η δεκαετία του ’40, ο Μεσοπόλεμος, η άνοδος του Φασισμού και του Ναζισμού έχουν καταστεί αντικείμενα πιο συστηματικής μελέτης κι έρευνας. Δεν είναι ίδια η κατάσταση στη Μέση Εκπαίδευση. Ανοίξτε, για παράδειγμα, το σχολικό βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου. Βασίζεται στη λογική της συγκέντρωσης όγκου πληροφοριών. Η αντίληψη είναι: «να τα πούμε όλα». Αυτό οδηγεί στην υποβάθμιση κάποιων γεγονότων, τη στιγμή που το ενδιαφέρον του μαθήματος, του καθηγητή και των μαθητών θα έπρεπε να εστιάζει στην ανάδειξη των μειζόνων στιγμών. Από εκεί και πέρα, πιστεύω υπάρχει και μια σειρά από, εντός εισαγωγικών, ταμπού. Η περίοδος της Αντίστασης και του Εμφυλίου πολέμου θεωρείται ότι είναι ευαίσθητη και επομένως καλό είναι να μην πολυμιλάμε γι’αυτή. Κάτι, κατά τη γνώμη μου, που είναι λάθος. Οι μαθητές πρέπει να μαθαίνουνε όχι μόνο τις ένδοξες στιγμές της ελληνικής ιστορίας αλλά και τις πιο σκοτεινές κι αμφιλεγόμενες. Πρέπει να διδάσκονται περισσότερα πράγματα και για τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η στάση του σχολικού εγχειριδίου για τον Εμφύλιο είναι ουδέτερη; Για την περίοδο αυτή το σχολικό βιβλίο διατηρεί γενικότερα μια πολύ ουδέτερη στάση, αλλά ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα είναι ότι οι μαθητές μαθαίνουν ελάχιστα πράγματα. Η περίοδος του Εμφυλίου καταλαμβάνει μόλις μισή σελίδα στο βιβλίο. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μαθητές δεν μπορούν να κατανοήσουν τι ήταν ο Εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες καμπές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Επίσης, το ζητούμενο σε ένα σχολικό εγχειρίδιο δεν είναι πάντα η ουδετερότητα. Για παράδειγμα, το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά αναφέρεται στο βιβλίο ως «κυβέρνηση». Η έμφαση εδώ θα έπρεπε, παραδείγματος χάριν, να δοθεί στην ανάδειξη του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Πρέπει οι μαθητές να καταλαβαίνουν ότι η Δικτατορία είναι ένα καθεστώς καταπιεστικό, ανελεύθερο, το οποίο είναι καταδικασμένο στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία γενικώς και ειδικώς στη συγκυρία που ζούμε. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι τι γνώσεις και τι συνείδηση θέλουμε να αποκτήσουν οι μαθητές. Δεν είναι να αφηγηθούμε τα γεγονότα μόνο.
Πρόσφατα ζήσαμε ένα περιστατικό πρωτοφανούς λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας την ίδια στιγμή. Αναφέρομαι στο κατέβασμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου με αποσπάσματα από βιβλίο του Σάββα Ξηρού. Γιατί στην Ελλάδα του 2016 είναι αδύνατο να παρουσιαστεί ως υλικό δραματουργίας το βιβλίο ενός τρομοκράτη; Το κύμα αντιδράσεων που προκάλεσε η εν λόγω παράσταση δείχνει κατά τη γνώμη μου δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η δυσανεξία ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας – ή ίσως, πιο σωστά, εκείνου του τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που διαμορφώνει τη δημόσια σφαίρα- απέναντι σε οτιδήποτε δεν ευθυγραμμίζεται με την κυρίαρχη αφήγηση. Η δυσανεξία δεν αφορά τον αντίλογο –προφανώς κάποιος μπορεί να διαφωνεί με μια παράσταση ή ένα βιβλίο και να προκαλεί δημόσια συζήτηση- αφορά την απαίτηση να κατέβει η παράσταση ή να αποσυρθεί το βιβλίο. Η δυσανεξία αφορά την επιθυμία της λογοκρισίας, να φιμωθεί ο «αντίπαλος». Το δεύτερο πράγμα που αφορά περισσότερο το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει και να αφηγηθεί ένα δύσκολο, και τραυματικό για τις οικογένειες των θυμάτων, παρελθόν, όπως αυτό της τρομοκρατίας. Χρειάζεται χρόνος, έρευνα και δημόσια συζήτηση για να μπορέσει να γίνει κατανοητό το φαινόμενο της τρομοκρατίας και να ιστορικοποιηθεί.
Δημόσια συζήτηση για την τρομοκρατία και την πολιτική βία μπορεί να γίνει όμως σε αυτή τη χώρα; Σίγουρα δεν χρειάζεται να περάσουν 50-60 χρόνια για να κουβεντιάσει η ελληνική κοινωνία ώριμα για την τρομοκρατία, όπως συνέβη με την περίοδο της Κατοχής. Πάντως, όσες φορές μέχρι σήμερα επιχειρήθηκε να γίνει συζήτηση για την τρομοκρατία, οι όροι με τους οποίους έγινε ήταν απαγορευτικοί για την κατανόηση του φαινομένου.
Ο λόγος; Επικρατεί η απαίτηση «να καταδικαστεί» το φαινόμενο. Προφανώς η τρομοκρατία είναι καταδικασμένη στη συνείδηση του κόσμου. Απλώς δεν αρκεί πια να πεις ότι η τρομοκρατία είναι κάτι αρνητικό. Μπορεί να προχωρήσει η συζήτηση στο επόμενο στάδιο; Τι γεννά την επιθυμία σε κάποιους να πάρουν τα όπλα στη δεκαετία του ’70, του ’80 και του ’90, να γίνουν οι ίδιοι τιμωροί, να εκτελέσουν ανθρώπους; Εκτός κι αν υιοθετήσεις ανόητες απόψεις, όπως ότι ήταν παρανοϊκοί, αλλοπρόσαλλοι κλπ. Αυτό όμως δεν είναι ιστορική συζήτηση, ούτε καν πολιτική συζήτηση δεν είναι.
Στην προεκλογική αμερικανική πολιτική σκηνή, ανεξαρτήτως του ποιος τελικά θα επικρατήσει, έχουν αναδυθεί δυο εκ διαμέτρου αντίθετα φαινόμενα, με μεγάλες δυναμικές αμφότερα. Ο Τραμπ και ο Σάντερς. Είναι οι δυο αντίθετες όψεις της Αμερικής, που αποκαλύπτουν την πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας, το πόσο βαθιά διαιρεμένη αρχίζει να γίνεται. Έχεις αφενός έναν υποψήφιο με το Δημοκρατικό Κόμμα, ο οποίος είναι πάρα πολύ Αριστερός για τα δεδομένα του συγκεκριμένου κόμματος, αφετέρου έναν υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο οποίος είναι ό,τι πιο αντιδραστικό, λαϊκιστικό, ξενοφοβικό έχει εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Τράμπ εκφράζει την πιο συντηρητική, αντιδραστική Αμερική -είναι πιο συντηρητικός ακόμη κι από το Tea Party της Σάρα Πέιλιν. Δεν νομίζω ότι ο Μπέρνι Σάντερς θα καταφέρει να πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών. Από εκεί και πέρα, εύχομαι να μην επικρατήσει ο Τραμπ στις εκλογές. Όλοι τον θεωρούσαμε αρχικά μια μειοψηφική, περιθωριακή, λίγο γραφική φιγούρα. Τελικά, έχει πολύ μεγάλο ρεύμα. Αν επικρατήσει θα είναι μια εξέλιξη εφιαλτική.