Πάντοτε μια μετάφραση –οποιουδήποτε κειμένου, ακόμη κι ενός ξερού ρεπορτάζ- είναι ένα ανοικτό ερώτημα. «Ποια λέξη από τις δυο; Σε ποια κλίση; Γιατί όχι δοτική;». Όταν πρόκειται μάλιστα για λογοτεχνία, τα ερωτήματα γίνονται βασανιστικότερα -αν όχι αναπάντητα-, φτάνοντας μέχρι τα «Μπορεί η μετάφραση να συναγωνιστεί το πρωτότυπο; Πότε;» και « Τι νομιμοποιεί την τάδε τολμηρή επιλογή; Μπορεί η μετάφραση να είναι μέρος της ερμηνείας τού πρωτοτύπου;». Όταν η Τζένη Μαστοράκη μού έστειλε τη βελτιωμένη μετάφραση τού «Φύλακα στη Σίκαλη», βιβλίου που έχει ταυτιστεί στη χώρα μας μαζί της εξίσου με τον Σάλιντζερ, με εντελώς νέο και εντελώς απρόσμενο τίτλο «Στην Σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης», παρέδωσα τα όπλα!
Και να ένας δάσκαλος με Δ κεφαλαίο, ο οποίος επιμένει να προτάσσει το δασκαλίκι ως κυρίαρχη ταυτότητά του, ο Δ.Ν.Μαρωνίτης, φιλότεχνος φιλόλογος που «θαλασσοπνιγόταν» δεκαετίες με τη μετάφραση των ομηρικών ετών και πολύ πρόσφατα μας παρέδωσε τον «Αίαντα», που ξαφνικά έρχεται και βάζει, χωρίς μεγαλοστομίες, τα πράγματα στη θέση τους.
Προτού ξεκινήσει η πρώτη δημόσια και άκρως συναρπαστική ακροαματική ανάγνωση τού «Αίαντά» του στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων, με τον ίδιο να πρωτοστατεί, και ενώ ακόμα στο φουαγιέ, ανάμεσα από τα κομμάτια του σκηνικού του «Φαέθοντα» του Δημητριάδη που μόλις ανέβηκε, συνέρρεε ο κόσμος (από τον Λάκη Παπαστάθη και τη Ρένη Πιττακή μέχρι τον Σταύρο Πετσόπουλο, τον Γιώργο Κουρουπό και τον Δημήτρη Καραντζά), ο Δ.Ν.Μαρωνίτης καθόταν ιεροτελεστικά σε ένα γραφείο μέσα στη σκηνή του θεάτρου. Εκεί που ο Λευτέρης Βογιατζής έφτυνε αίμα προετοιμάζοντας κάθε παράσταση του: «Είναι ένας χώρος ιδεώδης για τον “Αίαντα”, λόγω της οικειότητας που αποπνέει , κάτι μεταξύ δικού μου και ξένου», μου είπε ο δάσκαλος μόλις τρύπωσα πίσω από την πλάτη του κοινού βρίσκοντάς τον απορροφημένο με θρησκευτική ευλάβεια από το κείμενο του «Αίαντα», που φιλοτέχνησε και σε λίγα λεπτά, μέσα από μια «τραυματισμένη», βιωμένη προφορικότητα, θα έκανε κοινό τμήμα («Έτσι θα ήταν όταν θα διάβαζε κι ο Σοφοκλής το έργο του», παρατήρησε την ώρα που αποχωρούσαμε ο Παπαστάθης) .
«Μετάφραση και φράση στις καλές τους ώρες φτάνουν σε ισοτιμία», σχολίασε στο ημίφως ακόμη της σκηνής με νηφαλιότητα και συγκρατημένο πάθος ο Μαρωνίτης. «Δεν θεωρώ ότι η μετάφραση είναι ασυναγώνιστη απέναντι στο πρωτότυπο κι ό,τι επομένως το υπηρετεί. Είναι ισότιμη πράξη». Δικαιούται να γίνει ισότιμη με έναν όρο παρ΄’όλα αυτά: «Να κουνηθεί κάθε ένας (φράση και μετάφραση) από τη γωνιά που βρίσκεται και να βρουν που μπορούν να σμίξουν, να συμφιλιωθούν, να δώσει η φράση στη μετάφραση ό,τι μπορεί να δώσει και η φράση να της ανταποδώσει ό,τι μπορεί στο τώρα».
Κάτι που έκανε πράξη η εργασία του πάνω στον «Αίαντα» (έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης), την «πιο αρχαία και παθιασμένη σοφόκλεια τραγωδία» κι «ένα περίεργο έργο», αφού είναι το μοναδικό με αυτοκτονία επί σκηνής και αλλαγή σκηνικού χώρου.
Έχοντας αρωγούς συναναγνώστες Στάσιμων και μονολόγων της Τέκμησσας, του Αίαντα και του Τεύκρου την αισθαντική Αμαλία Μουτούση και τον Γιώργο Γάλλο ( πίσω απ΄το laptop του με μια φλογέρα υπογράμμιζε μουσικά την ποιητική πρόζα ο Δημήτρης Καμαρωτός), ο Μαρωνίτης μας θύμισε ότι «οι αρχαίοι διαβάζαν πάντα φωναχτά»:«Ισως είναι καλό να το θυμηθούμε γιατί κοντεύουμε να βουβαθούμε», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι η βραδιά υψηλής ποίησης, που βιώσαμε σαν δώρο, ήταν αφιερωμένη στο Λευτέρη Βογιατζή: « Η σκέψη του Λευτέρη είναι σχεδόν ανά πάσα στιγμή μπροστά στα μάτια μου», μου τόνισε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια ο κορυφαίος φιλόλογος. «Δεν μπορώ να τον ξεχάσω». Όταν διάβασε ο κορυφαίος σκηνοθέτης μας την μετάφραση του «Αίαντα» τού είχε πει επί λέξη:«Με δαιμονίζει». Σχεδίαζε να την ανεβάσει με τον Γ.Γάλλο-Αίαντα. Ο Μαρωνίτης προτιμούσε πα’όλα αυτά για τον ήρωα τον Γ.Τσορτέκη. Τελικά, το καλοκαίρι, θα τον δούμε στην Επίδαυρο ενσαρκωμένο από τον Ν.Κουρή.