Η ιστορία μπορεί να ξεκινήσει τόσο κοινότυπα όσο ίσως φαντάζεσαι. Είσαι στο γραφείο, μπαινοβγαίνεις στο insta για καμιά νέα καλοκαιρινή πόζα, κάνεις απλωτές στον καημό του facebook κάπως ανόρεχτα, συγκεντρώνεις τα νέα της μέρας στο twitter μπας και βοηθήσεις λίγο το εργασιακό μυαλό σου, όλα οκ, κοινώς δεν δουλεύεις αλλά χαζεύεις, αλλά να που, όπως κάνεις ότι (δεν) κάνεις, πέφτεις πάνω σε μια… ζαβολιά. Δηλαδή στο art work του Αντώνη Γλυκού, φοβερού γραφίστα και υπερπροέδρου του φαν κλαμπ «η Kate Bush θα είναι νούμερο ένα, με το Running up that hill. έως το 2030», για ένα νέο μαγαζί, κάπως μπαρ, κάπως εστιατόριο, ξεκάθαρα στέκι, εκεί στην παλιά σου γειτονιά, στα Άνω Πετράλωνα, στα στενά δηλαδή που αγαπούσες όταν ήσουν νεότερος και συγκατοικούσες με προσήνεμο ερωτικό, πριν γίνουν δηλαδή τα Πετράλωνα, αυτά τα Πετράλωνα που όλοι ξέρουν πια.
Αναστατώνεσαι λίγο, γιατί αυτά τα παλιά τα θυμητικά έχουν ένα περίεργο τρόπο να τρυπώνουν και να σου γαργαλούν το συναίσθημα, αλλά είπαμε… πάνω από όλα η περιέργεια. Γιατί το χαρούμενο art work της Ζαβολιάς, έτσι σκανδαλιάρικα όπως κυκλοφόρησε στην οθόνη μου, μου φώναξε έλα. Και βρες με. Και δες το πώς και το γιατί. Και πήγα και είδα. Και το πώς και το γιατί. Και έκανα και πολύ καλά.
Η Ζαβολιά βρίσκεται στην καρδιά των Άνω Πετραλώνων. Όπου καρδιά, εγώ λέω, όπως έλεγα πάντα, αυτό το σημείο που η Κυδαντιδών συναντά την Τρώων, αυτό το σημείο από το οποίο αν κοιτάξεις θα δεις τον λόφο του Φιλοπάππου ψηλά, τις γραμμές του τρένου κάτω και τα αληθινά Πετράλωνα τριγύρω. Την αρχοντιά τους, τις ξαφνιασμένες βουκαμβίλιες που την αγκαλιάζουν σφιχτά και απλόχερα και τα ωραία διώροφα που ξέφυγαν από την κακογουστιά της οικογενειακής αντιπαροχής που τσάκισε τη μισή Αθήνα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο κλασικό «Θεραπευτήριο» και τον ακόμη πιο κλασικό «Οικονόμου», ήρθε μια Ζαβολιά να παιχνιδίσει στη θέση του Θείου Τραγιού, να προτείνει άλλες γεύσεις, πιο ζεστές, πιο οικείες, πιο κανονικές και να τραγουδήσει τα δικά της. Γιατί δεν ξέρω αν στο είπα, αλλά της αρέσει πολύ να τραγουδά. Κομμάτια που διηγούνται ιστορίες για ζεστές νύχτες. Και καλοκαιρινούς έρωτες.
Η ζαβολιά είναι γένους θηλυκού. Παραβιάζει κανόνες, μη φανταστείς, συνήθως σε παιχνίδια μεταξύ παιδιών, αν έχει όμως κέφι κάνει το ίδιο και μεταξύ μεγάλων. Η ιστορία λέει πως αρχικά θα λεγόταν Κοπερτί. Υποθέτω πως αυτό θα ήταν ένα respect στη στιχουργό Μαριενίνα Κριεζή. Και στη Λένα Πλάτωνος. Λίγες μέρες όμως πριν ανοίξουν με το λογότυπο τους έτοιμο (βάλε δηλαδή ένα και μισό μήνα πριν), ανακάλυψαν ένα wine bar με το ίδιο όνομα, στην ίδια περιοχή. Bingo! Σύσκεψη και νέο όνομα. «Αυτό που έγινε είναι σκέτη ζαβολιά» είπε κάποιος. Σωστά έγνεψαν οι άλλοι. Ιδού και το νέο όνομα!
Ο Ανδρέας Χαρίσης που κρύβεται πίσω από τη Ζαβολιά, μάγειρας στο Αίγιο παλιά, νοιώθει πως απογαλακτίστηκε με το που ήρθε στην Αθήνα. Εδώ και εφτά χρόνια. Πριν κάνει το μεγάλο βήμα, πέρασε από το Περιστέρι, τον Βύρωνα και φυσικά κάποια νησιά. Κάθομαι στο μπαρ, εγώ απέξω αυτός μέσα, λέξεις πολλές, επικοινωνιακός τύπος, ρώτα τον για το σωστό ρούμι, μου βάζει angostura 1824 ή για τον Φοίβο Δεληβοριά, την Αλέκα Κανελίδου και την Αρλέτα. Θα σου πει πολλά. Γιατί αγαπά το καλό ποτό και τα ωραία ελληνικά ακούσματα, από αυτά που συνοδεύουν το ταξίδι σου στη γεύση, πειράζοντας ταυτόχρονα την χαλαρή ευθυμία σου.
Είναι ωραία να πετυχαίνεις φάσεις από την αρχή, που κοιτούν με ανοιχτές κεραίες, που βάζουν τα δικά τους «μ’ αρέσει» δίπλα σε αυτά των άλλων. Μου εξηγεί πως ένα μήνα τώρα, μέσα στο καλοκαίρι το πρώιμο, δοκιμάζει μαζι με τον Δημήτρη και τον Γιάννη, τους μαέστρους της κουζίνας, διαφορετικές γεύσεις. Και μετά επιλέγει τα κατάλληλα κρασιά από ελληνικούς, γαλλικούς και ισπανικούς αμπελώνες για να δώσει στη wine list τον χαρακτήρα που της ταιριάζει. Και μετά τις μουσικές που θα τα αναδείξουν όλα.
Το ντεκόρ το ‘χουμε. Ξεκάθαρα μια ζαβολιά παντού. Στους τοίχους που θυμίζουν παιδική χαρά. Στα lego που συνθέτουν φωτιστικά. Στον υπέροχο ανοιχτό φεγγίτη που κλέβει εικόνες από την λαϊκή γειτονιά. Στα έξυπνα σουπλά – διαλέγεις αυτό που θέλεις από τα έξι και τρως με κέφι. Στο απίθανο βιτρό του WC που τελικά δεν είναι βιτρό αλλά genius αφίσα κολλημένη πάνω σε πλεξιγκλάς. Στη στριφογυριστή πόρτα που ενώνει σάλα με κουζίνα. Στο τζουκμπόξ το παλιό το καλό το 50’ς που, κοίτα να δεις, λειτουργεί.
Το ντεκόρ το ‘χουμε. Όπως και τις γεύσεις στην κουζίνα. Η λέξη που θα ακούσεις ξανά και ξανά είναι comfort food. Σε μια περιοχή γεμάτη με ουζερί, μεζεδοπωλεία και γκουρμέ εστιατόρια η Ζαβολιά επιλέγει να πάει με την οικειότητα στη γεύση και την αυτοσυγκράτηση στο πορτοφόλι. Τα πιάτα είναι γευστικά και δεν θα χρειαστείς να τα πληρώσεις από την καβάντζα που έχεις στην άκρη για να ξεχρεώσεις τη ΔΕΗ. Θα δεις πολλά ωραία να ταξιδεύουν ανάμεσα στις λέξεις του καταλόγου.
Σαλάτα με τσαλαφούτι, ντοματίνια, κρέμα avocado και παξιμάδι χαρουπιού μαριναρισμένα σε νερό ντομάτας και βασιλικού, κρύες καλοκαιρινές σούπες της ημέρας (προσωπικά ξετρελάθηκα με αυτή που είχε σαν βάση το πεπόνι), πένες με μοσχάρι ραγού, ριζότο με καραμελωμένο λεμόνι και κατσικίσιο confit και μοτσαρέλa.
Και άλλα, το ίδιο γευστικά. Bao Bun με γαρίδες, avocado, iceberg, chilli και σαφράν, σισάρ με μπέικον και γαρίδες, fish and chips, το σουξέ του μαγαζιού μαζί με τα μανιτάρια portobello που ξεκουράζονται δίπλα σε έναν αδιανόητο αφρό γραβιέρας. Και βεβαίως τα πιο κυρίως πιάτα, όπως burger με μπιφτέκι από μοσχαρίσιο κιμά Black Angus Αυστραλίας με αφρό cheddar, bacon, ντομάτα, μαρούλι, sauce tartar και τραγανές πατάτες.
Η Ζαβολιά μετά τη μία χαλαρώνει και κερνάει μουσικές που πνίγουν λυγμούς και συναίσθημα. Δέχεται και παραγγελιές. Έναν ωραίο Χατζιδάκι, με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα, για παράδειγμα. Just saying. Και μετά από ένα καλοκαιρινό διάλειμμα, το αγαπημένο μαγαζί των Πετραλώνων ανοίγει και πάλι το Σάββατο 03/09 με ανανεωμένο μενού όπως «πειραγμένη» carbonara, παντζαροσαλάτα με σούπα γιαουρτιού και σεβίτσε λαβράκι με mango. Σταθερές αξίες το μοσχαρίσιο burger, οι πατάτες bravas και τα spring rolls με αρνίσιο κιμά.