Το κατάστημα παραμένει στην ίδια θέση από το 1922, όταν μεταφέρθηκε εκεί από το αρχικό κατάστημα της Πανεπιστημίου με Σανταρόζα που ιδρύθηκε το 1892. Σε έναν τοίχο θα δείτε μάλιστα ανηρτημένο τον κατάλογο που υπήρχε στο αρχικό κατάστημα, εκείνο που έφτιαξε ο Βασίλειος Βάρσος.
Από το πρωί η μυρωδιά του ελληνικού καφέ, που κατά κόρον προτιμούν οι θαμώνες του Βάρσου –κυρίως Κηφισιώτες τις καθημερινές από όλη την Αττική τα Σαββατοκύριακα- και τον φρέσκων κουλουριών που αναδύονται από το υπόγειο εργαστήριο, εκεί που κατασκευάζονται καθημερινά όλα τα προϊόντα του Βάρσου, γίνεται αντιληπτή σε όποιον μπει μέσα για να ψωνίσει ή να κάτσει.
Η κ. Νίκη που εργάζεται εδώ 25 χρόνια λέει ενώ παράλληλα συσκευάζει κουλουράκια «βλέπουμε οικογένειες με τα παιδιά τους και μετά βλέπουμε τα παιδιά να μεγαλώνουν και να κάνουν τα δικά τους παιδιά. Έχουμε σταθερούς πελάτες που εμπιστεύονται τα υλικά μας κι όσοι είναι καινούριοι έρχονται με καλή διάθεση. Φεύγουν πολύ τα τσουρέκια, τα γαλακτομπούρεκα, οι κουραμπιέδες όλο τον χρόνο όχι μόνο τις γιορτές. Πολλοί έρχονται για να ψωνίσουν και να στείλουν στα παιδιά τους που σπουδάζουν ή ζουν στο εξωτερικό. Από τους παλιότερους πολιτικούς ερχόταν σταθερά ο Κουτσόγιωργας για να πιει καφέ παρέα με τον σκύλο του, ο παππούς ο Μητσοτάκης για να διαβάσει την Καθημερινή του, ο Ράλλης ο πρωθυπουργός ήταν επίσης πολύ τακτικός. Από τους καινούριους έρχονται επίσης διάφοροι, να τις προάλλες εξυπηρετήσαμε τον κ. Τσακαλώτο».
Ενώ μιλάμε βλέπω τον ηθοποιό Δημήτρη Καλλυβωκά να μπαίνει και να πηγαίνει κατευθείαν να ψωνίζει τα μόλις φουρνισμένα κουλουράκια. «Δεν είναι στέκι μόνο πολιτικών», συνεχίζει η κ. Νίκη «έχουν περάσει από εδώ η Ρίτα Σακελλαρίου, η κ. Χαρούλα Λαμπράκη και πολλοί άλλοι γνωστοί αλλά και άγνωστοι που έρχονται ειδικά τα Σαββατοκύριακα για να κάνουν βόλτα στην Κηφισιά και να κάτσουν στον Βάρσο για γλυκό ή για καφέ».
Χαζεύοντας κανείς τις βιτρίνες με τα γλυκά με τα ρετρό ονόματα αισθάνεται κανείς ότι βρίσκεται σε ελληνική ταινία των ‘60ς τότε που τα ζευγάρια έβγαιναν ραντεβού σε ζαχαροπλαστεία και στα σπιτικά πάρτι σε ρωτούσαν «θα πάρετε ένα ντρινγκ;». Μεταξύ άλλων θα δείτε Σαβαρέν ή αλλιώς Μπαμπάς, σοκολατίνα γκανάζ, σεράνο και πυραμίδα.
Καθώς η ώρα περνάει και οι δείκτες του ρολογιού, από τη δεκαετία του ’50, κυλούν ο κόσμος ανανεώνεται στον χώρο του καφέ, στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο αλλά και στην πίσω, ευρύχωρη αυλή. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κάθεται αντικριστά, εκείνος τρώει νουγκατίνα, εκείνη σοκολατίνα, δεν μιλούν, η κυρία παίρνει μια κουταλιά από τη νουγκατίνα του και εκείνος μια κουταλιά από τη σοκολατίνα της. Δεν μιλούν, καταπίνουν το τελευταίο κομμάτι και χαμογελούν ο ένας στον άλλο. Η γλύκα δεν είναι πια στο πιάτο, είναι στο βλέμμα.