Αν δεν είσαι Καλλιθεώτης, είναι σχεδόν αδύνατο να πέσεις πάνω του(ς) τυχαία. Ενώ βρίσκεται λίγα μόλις τετράγωνα από την κεντρική αγορά της Καλλιθέας, δεν είναι σε πέρασμα, αλλά πρόκειται για ένα μικρό γωνιακό μαγαζί από αυτά που λέμε «της γειτονιάς». Μα ακόμη κι αν κάπως ο δρόμος σε βγάλει εκεί, αν δεν είσαι υποψιασμένος, μάλλον δεν θα καταλάβεις από την old school ταμπέλα «Σουβλάκια Πιροσκί» ότι πρόκειται για τις περίφημες «Ρωσίδες» ή αλλιώς «το πιο νόστιμο και διάσημο σουβλάκι της Καλλιθέας» που τόσοι και τόσες έχουν υμνήσει πολλάκις, αφού έχει ταΐσει γενιές και γενιές πεινασμένων μερακλήδων για δεκαετίες.
Για την ακρίβεια, πέντε δεκαετίες, όπως μου αφηγείται ένα απόγευμα η ιδιοκτήτρια, τυλίχτρια και «πρόσωπο» του μαγαζιού, Άννα Στεφανίδου. Είμαι της γειτονιάς και την θυμάμαι στο πόστο της απ’ όσο θυμάμαι την Καλλιθέα (δηλαδή πάντα), ενώ συχνά αναρωτιόμουν γιατί λέμε «Οι Ρωσίδες», αφού είναι η μόνη και ξεκάθαρη πρωταγωνίστρια. Καλοδιάθετη, ροδαλή και με χαμόγελο σπεύδει να μου εξηγήσει πως πριν από εκείνη το μαγαζί είχαν δύο κυρίες από το Ουζμπεκιστάν και κάπως έτσι όλα βγάζουν λίγο περισσότερο νόημα.
Ανήκει και αυτή στους παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση και ήρθε στην Ελλάδα το 1978 από το Καζακστάν. Έφυγε από την πολυμελή της οικογένεια κι εγκαταστάθηκε από την πρώτη στιγμή στην Καλλιθέα και από τότε βρίσκεται στην ίδια γειτονιά που είναι και το μαγαζί (ίσως πράγματι και να ήταν «πάντα εκεί»…). Την ρωτάω αν της έλειψε ποτέ το Καζακστάν, αν σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Με ένα χαλαρό μισοχαμόγελο, μου λέει όχι. Όταν φεύγει από κάπου «ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω της». Μοιάζει με άνθρωπο που δεν είναι δύσκολος, τη θυμάμαι άλλωστε πάντα ανοιχτή και φιλόξενη στο τιμόνι του μαγαζίού που πέρασε στα χέρια της το 1990, τη νέα χρονά θα κλείσει αισίως τρεις δεκαετίες.
Για να φτάσουμε στο δια ταύτα όμως: στις Ρωσίδες θα βρείτε λίγα και καλά. Δηλαδή πιροσκί με πατάτα, κιμά ή τυρί και τυλιχτά σουβλάκια με μπιφτέκι ή χοιρινό καλαμάκι. Όλη η μαγεία του τυλιχτού όμως κρύβεται πίσω από δύο λέξεις: κόκκινη σάλτσα. Στις Ρωσίδες δεν θα βρείτε το πατροπαράδοτο τζατζίκι ή κάποια άλλου είδους σως (ή αλοιφή, αν την προτιμάτε έτσι…), αλλά μια χειροποίητη, ελαφρώς καυτερή κόκκινη σάλτσα που κάνει όλη την διαφορά, βρέχοντας το κρέας που έχετε επιλέξει, τομάτα και κρεμμύδι – τίποτα άλλο. Μην προσπαθήσετε όμως να εκμαιεύσετε το μυστικό της συνταγής της από την κυρία Στεφανίδου μιας και το κληρονόμησε από τις προηγούμενες ιδιοκτήτριες και το κρατάει επτασφράγιστο μυστικό για τα σουβλάκια και τον ουρανίσκο σας.
Περνώντας από την μικρή νόστιμη γωνιά, οι ντόπιοι θα δείτε γνώριμες καλλιθεάτικες φυσιογνωμίες αλλά και την κόρη της κυρίας Άνναςνα είναι στα μέσα-έξω. Για την ώρα όπως λέει η ιδιοκτήτρια δεν έχει ενεργή συμμετοχή στο μαγαζί, αλλά έχει μάθει όλα όσα χρειάζεται από την μαμά, ώστε όταν μια μέρα το κληρονομήσει να συνεχίσει να μοιράζει ακάθεκτη τη νοστιμιά.
Ωστόσο η κυρία Άννα με ξαφνιάζει όταν μου λέει ότι «το 90% της πελατείας της έρχεται από άλλες περιοχές». Είναι ένα από τα γαστρονονικά μυστικά που έχουν ταξιδέψει και σε άλλα αθηναϊκά εδάφη. Αν περάσετε από το μαγαζί θα γίνετε μια μεγάλη όρθια παρέα με τους υπόλοιπους πελάτες που απολαμβάνουν το γεύμα τους όρθιοι ή καθιστοί σε κάποια από τα γύρω σκαλάκια, μιας και το μαγαζί είναι κυριολεκτικά μια σταλιά -όσο χρειάζεται για να στηθούν τα κάρβουνα κι εσείς να παραγγείλετε. Το μικρό, στρατηγικό τραπέζι εντός του μαγαζιού είναι συνήθως πιασμένο από κάποιον της γειτονιάς.
Την κυρία Άννα Στεφανίδου την βρίσκετε κάθε μέρα εκεί από το απόγευμα μέχρι το βράδυ. Μην κάνετε έκπτωση στον αριθμό των τυλιχτών γιατί έτσι κι αλλιώς θα ξαναπαραγγείλετε κι άλλο.
Και πριν φύγετε, ρωτήστε την το δεύτερο -και σπάνιο- όνομά της. Γιατί έχει και άλλα μυστικά πέρα από την σάλτσα…