Τα τραπέζια που στρώθηκαν στα εστιατόρια το 2014 ήταν λιγότερο εφετζίδικα. Τα πιάτα είχαν λιγότερους αφρούς, λιγότερα κονφί και πιο σύντομη εξήγηση στον κατάλογο. Τα μενού στήθηκαν με το κλισέ της «έμφασης στις πρώτες ύλες». Είχαν, ως επί τω πλείστον, προϊόντα που τιμούν τον τόπο που παράχθηκαν, είχαν ονομασία προέλευσης και ταμπέλα «μικρής παραγωγής», «ελευθέρας βοσκής», «χειροποίητο». Ακόμη και όσα δεν ήταν ακριβώς αυτό που υπόσχονταν, αυτή η προσέγγιση είναι μια ελπίδα πως οι εστιάτορες και οι μάγειρες έχουν πιάσει το νόημα, γνωρίζουν τις προτιμήσεις των πελατών και τους το δίνουν. Τα σιφόν βγήκαν από τις κουζίνες για να μπουν πίσω από τα μπαρ. Καλώς. Η μιξολογία εξελίχθηκε σε τέχνη, κατάφερε να διεκδικήσει μια θέση δίπλα στην μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Το τζιν τόνικ δεν μπορεί παρά να κάνει ένα βήμα πίσω, για να μην ανταγωνιστεί το κοκτέιλ με νερό ντομάτας και χώμα ελιάς. Πίνουμε φαγητό (;).
Στα wine bars όλης της χώρας ήπιαμε όλο τον κρητικό αμπελώνα, μάθαμε να ζητάμε βηλάνα, βιδιανό και μοσχάτο σπίνας. Η Νεμέα και τα υπόλοιπα πελοποννησιακά κρασιά συνοδεύτηκαν από κυκλαδίτικα τυριά, με φρουτένιες μαρμελάδες και τσάτνεϋ, αποξηραμένα σύκα και ξηροκάρπια. Nice combo. Σε μπαρ και εστιατόρια ήπιαμε μπίρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες, ήπιαμε αναψυκτικά από μικρά εργοστάσια από Τεμένια όρη, τη Ρόδο, το Βόλο, την Πάτρα, ήπιαμε καφέ που φτάνει εδώ πράσινος και ωμός από μια φάρμα της Ρουάντα και ψήνεται στην Αθήνα, το Περιστέρι, τον Άγιο Στέφανο. Aνακαλύψαμε τον τόπο μέσα από το φαγητό. Περίπτωση win win.
Φάγαμε (και τρώμε) μπράντς. Τα αυγά αντικατέστησαν το γιουβέτσι, είναι τα sine qua non του Κυριακάτικου τραπεζιού. Αυγά μπενεντίκτ, αυγά α λα φλορεντίν, αυγά με μαγιονέζα, με σάλτσα ολαντέζ και μπερνέζ, δηλαδή αυγά με σάλτσες από αυγά (ιδιαιτέρως νόστιμη υπερβολή, όταν πρόκειται για πετυχημένη εκδοχή του συνδυασμού). Φάγαμε πολύ σούσι, οικονομικό, καθισμένοι σε σκαμπό, ή στο χέρι, ή σε delivery στο γραφείο ή στο σπίτι. Κάτω από το Σύνταγμα χτίστηκε η δική μας Chinatown. Φάγαμε πολύ έθνικ, άνοιξαν ταϊλανδέζικα και ινδικά. Γίναμε μάστερ στα μπέργκερ, αναλύσαμε τη διαφορά τους από τα μπιφτέκια. Επιστρέψαμε στο παραδοσιακό σουβλάκι, το παλιό, που ψήνεται με όλο το περιεχόμενο της αφράτης πίτας πάνω στην γερασμένη ψησταριά. Γράφτηκαν χιλιάδες λέξεις για τα καλύτερα, επισκεφθήκαμε ξανά τα σουβλατζίδικα της γειτονιάς. Ψάξαμε τροφές που τρώγονται στα όρθια, κάπως πρόχειρα, αλλά κρύβουν νοστιμιά διαρκείας.
Άνοιξαν ταβέρνες, που έκαναν τάση το φαγητό της μαμάς, μαγειρευτά και όσπρια, χωρίς καμία δηθενιά. Ξαναφάγαμε ρεβύθια και φάβα, ντολμάδες και σπανακόπιτα. Και μετά άνοιξε και η Cookoovaya των έξι, μισή ντουζίνα μάγειρες κάνουν ολοζώντανη αγροτική και αστική κουζίνα, ψήνουν σε σούβλες και μαγειρεύουν μεδούλι, έχουν άποψη και τεχνική, σερβίρουν καθαρό, φωτεινό φαγητό. Χωρίς καμία βιάση, πρέπει, όταν το τρώμε να είμαστε παρόντες. Αυτό να κάνουμε για κάθε είδους τροφή την χρονιά που έρχεται. Να τρώμε με συνείδηση.