Στην οδό Σαρρή βρίσκεται από το 1994 η ιδιότυπη ταβέρνα του Γιώργου Αναστασίου. Μια μεγάλη ταμπέλα γράφει Αναψυκτήριο με πορτοκαλί χρώμα και από κάτω έχει ζωγραφισμένους καφέδες, σάντουιτς και χυμούς. Εικόνα που θυμίζει ταξίδι αναψυχής, μιας που είναι συνυφασμένη με Εθνικές οδούς και μακρινούς προορισμούς. Ακριβώς από κάτω βρίσκεται η ταμπέλα Καπνοπωλείο και η πόρτα του ψιλικατζίδικου. Εφημερίδες, τσιγάρα, παγωτά, ένα λούτρινο μαιμουδάκι κολλημένο στην πόρτα και στο βάθος μια ξύλινη κουρτίνα απ’ αυτές που έχουν συνήθως τα εξοχικά. Η κουρτίνα οδηγεί στο μαγειρείο που σήμερα έχει κοτόπουλο κοκκινιστό και το μαγείρεψε η αδερφή του Γιώργου, Ρίτσα.
Ο χώρος είναι απλός και απέριττος, τους τοίχους διακοσμούν δύο κάδρα που το καθένα έχει την ιστορία του. Στη μια πλευρά είναι μια φωτογραφία του σκύλου του, που τραβήχτηκε στην πλατεία Κουμουνδούρου το 1986 και στον άλλο ένας πίνακας που του χάρισε ένας φίλος παλαιοπώλης, λίγο πριν ανοίξει το 1994. Στη γωνία υπάρχει μια μεγάλη τηλεόραση που δείχνει σε απ’ ευθείας σύνδεση τί γίνεται μπροστά, στο ψιλικατζίδικο. Ο Γιώργος δεν θέλει να πει πολλά, σκέφτεται πώς θα ανταπεξέλθει αν αρχίσει να μαζεύεται πολύς κόσμος στο μαγαζί. Δεν έχει μάθει έτσι. Τα δυο αδέρφια δεν στηρίζουν τη μαζική παραγωγή. Θέλουν λίγους και καλούς πελάτες, θαμώνες που να νιώθουν μαζί τους άνετα και οικεία. Να μαγειρεύουν μια κατσαρόλα φαγητό κάθε μέρα και να πηγαίνουν οι ενημερωμένοι να τρώνε. Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ένας κύριος και απολαμβάνει το μεσημεριανό του. ” Εδώ νιώθουμε σα να μπαίνουμε σε σπίτι, σα μια οικογένεια. Εγώ έρχομαι κάθε μέρα απ’ τα Πατήσια”.
Το μενού αλλάζει με τις μέρες και τις εποχές αλλά η τιμή μένει σταθερή. Μια μερίδα, 3,50 ευρώ και η μπύρα 1,50. Ρακή και τσίπουρο δεν προσφέρει το μαγειρείο γιατί ο Γιώργος δεν θέλει να βλέπει τους πελάτες να πίνουνε με τις ώρες και να μεθάνε. Οι τιμές είναι πολύ χαμηλές και το αναγνωρίζουν όλοι αυτό εκτός από τον ίδιο που θεωρεί ότι είναι φυσιολογικές για την εποχή. ” Ο κόσμος δεν έχει λεφτά τώρα, πρέπει να προσαρμοστούμε και εμείς. Δουλεύουμε με χαμηλό ποσοστό ώστε να επιβιώνουμε αλλά και να μην γινόμαστε δέσμιοι του χρήματος. Αν έρθει ένας πελάτης κακότροπος που αφήνει πολλά λεφτά, το σκέφτεσαι για να τον διώξεις. Στη δική μας περίπτωση όσοι κάθονται είναι και όσοι συμπαθούμε”. Μακαρόνια με κιμά, κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες, όσπρια, λαδερά και φρέσκα ψάρια, είναι συνήθως το εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Κάθε Σάββατο ο Γιώργος φτιάχνει τη σπεσιαλιτέ του που είναι φιλέτο κοτόπουλο στην πλάκα. Πολλοί έρχονται κάθε Σάββατο φανατικά γι’ αυτό το πιάτο. Συνήθως οι πελάτες παίρνουν τηλέφωνο, ενημερώνονται για το μενού και πηγαίνουν στο Γιώργο και την Ρίτσα για φαγητό και κουβεντούλα. Η Ρίτσα καταπίνει γρήγορα γιατί πήρε το μάτι της έναν πελάτη στην τηλεόραση και σε δευτερόλεπτα μπαίνει και η ίδια στο κάδρο.
“Η άδεια του περιπτέρου βγήκε το 1926. Έχει περάσει από εποχές και εποχές”, λέει ο Γιώργος. Ο Γιώργος ξέρει πολλές ιστορίες για την πόλη. Είναι παιδί του κέντρου, γέννημα θρέμμα. Τα απογεύματα που κλείνει το μαγειρείο δουλεύει στα μπριζολάκια του Τέλη στην Ευριππίδου. Θυμάται πώς άνοιξε ο Μινώταυρος ακριβώς δίπλα στον Τέλη. ” Ήταν φίλοι αυτοί οι δύο. Ο Μινώταυρος είχε τσαγκαράδικο δίπλα στον Τέλη και ο Τέλης του έδινε τριφασικό ρεύμα. Καμιά φορά ο Μινώταυρος τον βοηθούσε στο μαγαζί, αλλά ποτέ δεν υπήρξε υπάλληλός του. Αφού λοιπόν έβλεπε και μάθαινε, έκλεισε το τσαγκαράδικο και το έκανε Μινώταυρο. Στην ουσία αντέγραψε την συνταγή του και δεν ξαναμίλησαν. Τώρα έκλεισε, το πήρε κάποιος άλλος”. Η Ρίτσα επιστρέφει και συνεχίζει το γεύμα της. Ο κύριος απ’ τα Πατήσια σηκώνεται να πληρώσει και ο Γιώργος συνεχίζει τις ιστορίες απ’ το κέντρο που δεν τελειώνουν ποτέ.