Θυμάμαι στο BIOS να βλέπουμε πρώτη φορά live στην Αθήνα τους Moderat και να μας παίρνουν τα κεφάλια πολύ πριν γίνουν το συναυλιακό γκαραντί που είναι σήμερα. Σε εκείνο το BIOS festival του 2010 με το ασφυκτικό sold out και την εφιαλτική, από κάθε άποψη, εμφάνιση των Autechre. Θυμάμαι όμως και λιγότερο πλήθος, ας πούμε ένα βράδυ Κυριακής που ήσυχα κάτσαμε στις καρέκλες μας κι ακούσαμε τους Books. Ή τη σιγή ιχθύος όταν ο Murcof μας καθήλωσε με τα καλώδια και τα μηχανήματά του. Κι, αντίθετα, το κρεσέντο του μπάσου εκείνο το Σαββατόβραδο που ο Jamie Vex’d έκλεψε την παράσταση από τον Flying Lotus. Θυμάμαι ακόμα ένα υπνωτικό σετ του Andrew Weatherall, ένα διονυσιακό του Greg Wilson, μερικά επιληπτικά drum ’n’ bass και κάποια σκοτεινά techno. Θυμάμαι τον John Maus στο υπόγειο να τραγουδά ανάμεσά μας χτίζοντας το αθηναϊκό του cult και τον Josh T. Pearson να κυκλοφορεί στο χώρο μετά το live του συνοδεία δύο δίμετρων μοντέλων.
Κι αυτά είναι μόνο ελάχιστα από τα στιγμιότυπα που είναι φορμαρισμένα στον δικό μου σκληρό δίσκο, «εξερευνώντας τη νεανική κουλτούρα» στο νούμερο 84 της οδού Πειραιώς – όπως λέει το μότο του χώρου –εδώ και πάνω από 15 χρόνια. Στο BIOS έχω κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές, έχω συμμετάσχει σε γυρίσματα, έχω διαλέξει με αρκετή, ελάχιστη και καθόλου επιτυχία τη μουσική κάποιο βράδυ, κι όπως κι εσείς έχω πιεί (γι’ αυτό και ίσως οι αναμνήσεις να μην είναι πάντα ακριβείς), έχω χαζέψει την Αθήνα από ψηλά στην ταράτσα – success story, έχω δει πράγματα που με συγκλόνισαν και πράγματα με τα οποία βαρέθηκα. Α, κι έχω σταθεί δίπλα σε μια έξαλλη νεαρά που ουρλιάζει «παίξτε λίγο πανκ» σε μια συναυλία των Raining Pleasure.
Αλλά, αυτό που σίγουρα δε θυμάμαι –ούτε εγώ, ούτε κι εσείς – είναι να έχω βάλει το BIOS στην ίδια πρόταση με τη λέξη φαγητό.
Η Σάρον Μπρένερ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σαν Φρανσίσκο. Είναι δικηγόρος που εργάζεται πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα και η έκρηξη του προσφυγικού ζητήματος την έφερε στην Αθήνα πριν 2.5 χρόνια. Η Αθήνα της ταίριαξε. Η καλιφορνέζικη χαλαρότητα κούμπωσε με την αντίστοιχη μεσογειακή, ο καιρός είναι κι εδώ καλός –αν όχι καλύτερος, και η Σάρον γνώρισε όλους τους σωστούς ανθρώπους για να μπορεί να γυρίζει την πόλη σαν βέρα Αθηναία. Να πηγαίνει σε μουσεία άγνωστα στο ευρύ κοινό, να μη χάνει τις καλές συναυλίες, τις ενδιαφέρουσες εκθέσεις και τα δυνατά πάρτυ. Να αναβάλλει συνεχώς μια αναχώρηση για το Λος Άντζελες που την προγραμματίζει εδώ και καιρό αλλά δε λέει να την εκτελέσει. Οι Αθηναίοι φίλοι της λένε «να σε κάνουμε σεφ να μείνεις για πάντα εδώ». Γιατί στη Σάρον αρέσει πολύ να μαγειρεύει και να τρώει σε τούτη τη γωνιά του κόσμου που την έφερε η ζωή, όπως μπορεί κανείς να καταλάβει από το δικό της ορμητήριο στην γαστρονομική μπλογκόσφαιρα (το Records in the Den που ποστάρει με μινιμαλιστικό τρόπο τις συνταγές της) και τον λαχταριστό λογαριασμό της στο Instagram.
H κουζίνα στο όμορφο σαλόνι του πρώτου ορόφου του BIOS είναι εδώ και κάποιους μήνες ένα κοινό (;) αθηναϊκό μυστικό. Κάποιοι έχουν ακούσει, κάποιοι έχουν δοκιμάσει, οι ίδιοι οι άνθρωποί του συντηρούν το μυστήριο είτε επειδή είναι σε δοκιμαστική περίοδο είτε γιατί επέλεξαν την στρατηγική «από στόμα σε στόμα» έναντι της παραδοσιακής μιντιακής δημοσιότητας. Κι έτσι κάθε φορά που προτείναμε στον Βασίλη Χαραλαμπίδη να το παρουσιάσουμε, εκείνος συνιστούσε υπομονή αποκρούοντας το πρέσινγκ.
Έφτασε όμως η ώρα για τα αποκαλυπτήρια. Για τα δύο επόμενα διιήμερα (Πεμπ.-Παρ.. 20-21/7 και 27-28/7), η Σάρον επιμελείται το μενού μπλέκοντας την αγάπη της για την κουζίνα της Μέσης Ανατολής με το γαστρονομικό αποτύπωμα της πατρίδας της και φυσικά την τοπική επιρροή και τις δικές μας πρώτες ύλες. Έτσι κι αλλιώς, όπως λέει η ίδια, αποδίδοντας στον παππού της το μικρόβιο της μαγειρικής που κληρονόμησε, οι τρεις κουζίνες (καλιφορνέζικη, μεσανατολίτικη, μεσογειακή) έχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες απ’ ότι διαφορές. Η Σάρον βρέθηκε στη θερμοκοιτίδα του Ρομάντσου, εκεί αντάλλαξαν γαστρονομικά tips με τον Βασίλη, το φωτογραφικό food porn έπαιξε το ρόλο του και κάπως έτσι η κουζίνα της ανήκει για τέσσερις μέρες – έτσι κι αλλιώς μέρος της pop-up λογικής του χώρου θα είναι η επιμέλεια του μενού για «περιορισμένες εμφανίσεις» από ανθρώπους που δεν είναι απαραίτητο να είναι επαγγελματίες σεφ. Αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι τα καταφέρνουν στην κουζίνα.
Συναντήσαμε τη Σάρον ένα καυτό απομεσήμερο, μόνη της στην ανοιχτή κουζίνα να προσπαθεί να κουμαντάρει σακουλες με ψώνια, προσθαφαιρώντας ταψιά στον «φούρνο-ρομπότ» και κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε μπολ που παντρεύονται λαχανικά για να ζήσουν μαζί ως σαλάτες ή δένονται διάφορα υλικά με αισθήματα πρόσκαιρης φιλίας για να σερβιριστούν ως σος. «Ο σκοπός μου είναι να φτιάξω ένα μενού που να βασίζεται στα λαχανικά, αλλά να έχει παράλληλα κι από μια επιλογή κρέατος και ψαριού για να είναι πιο πλήρες. Θα πάω με συνταγές μου που είναι δοκιμασμένες και ξέρω ότι έχουν δουλέψει σε μεγάλα τραπέζια. Θέλω απλά να ξεχωρίσω ποιες θα λειτουργήσουν καλύτερα όταν πρέπει να ετοιμαστούν για περισσότερα άτομα απ’ όσα συνήθως καλώ σπίτι μου, αυτό είναι το στοίχημά μου για τη βραδιά και πάνω σε αυτό προετοιμαζόμστε κάνοντας πρόβες για να λειτουργήσουν όλα άψογα».
Την «σπιτική ατομόσφαιρα» του πρότζεκτ δεν τη συνεπάγεται μόνο το, συμμετρικά όμορφο και χρωματικά αλάνθαστο, σαλόνι του α’ ορόφου του BIOS (σαν να έκανε διακοπές ο σκηνογράφος του Wes Anderson στην Αθήνα ή, τέλος πάντων, κάποιος που θέλει πολύ αυτή τη δουλειά), αλλά κι ο τρόπος που θα κυλήσει η βραδιά. Όχι περισσότερα από 30-35 άτομα κάθε φορά, με ένα μενού 7 πιάτων (3 ορεκτικά, 3 κυρίως -χοιρινό, ψάρι, veggie – και γλυκό) που θα σερβίρεται στη μέση, «σέντρα» όπως λέμε στην πατροπαράδοτη αργκό του ελληνικού μεζεδοπωλείου. Μην ανησυχείτε, οι μερίδες θα είναι γενναίες για να φύγετε χορτάτοι, κάναμε την ερώτηση πριν από σας για σας.
Πάμε να δούμε καρέ καρέ το μενού (…αφήνοντας και κάποιες εκπλήξεις)
Το μενού συμπληρώνει ένα πειραγμένο χούμους (με φυστίκι ανάμεσα στ’ αλλά), ένα κυρίως πιάτο με κεφτεδάκια ψαριού σε γλυκόξινη σάλτσα ντομάτας κι ένα γλυκό-έκπληξη με ανατολίτικες υπαρξιακές αναζητήσεις.
Τελικά, το BIOS έχει φαγητό για να απαντήσουμε στην ερώτηση του τίτλου. Που θα μπορούσε να είναι κάτι σαν «πήγαμε για dubstep και βγήκαμε χορτασμένοι»…