Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ctrl-Alt-Delete: Τι Συμβαίνει στην Αθηναϊκή Μονάδα Απεξάρτησης από το Ίντερνετ;

Το 1969, η Μονάδα Απεξάρτησης Αλκοολικών – Τοξικομανών «18 ΑΝΩ» του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ξεκίνησε τη λειτουργία της, εστιάζοντας σε δύο είδη εθισμού που αντιμετώπιζε η κοινωνία σχεδόν μισόν αιώνα πριν. Ακριβώς 40 χρόνια μετά, γεννήθηκε η ανάγκη για ένα ακόμη τμήμα που στεγάζεται στο στενό της Βουρνάζου, κοντά στον σταθμό «Αμπελόκηποι» του αθηναϊκού μετρό. Εκεί απευθύνονται άνθρωποι που δεν αντιμετωπίζουν το ίντερνετ ως ένα μέσο εύκολης πρόσβασης στην ενημέρωση και σε ορισμένα είδη ψυχαγωγίας, ή ως ένα εργαλείο για την εργασία τους. Είναι εκείνοι που φτάνουν κάποια στιγμή, μέσα από διαφορετικές διαδρομές και με διαφορετικούς προορισμούς, να μην μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό.

Tα online games ήταν και παραμένουν το βασικό μας αντικείμενο, πλέον όμως ερχόμαστε αντιμέτωποι με περιπτώσεις ανθρώπων που εθίζονται στον διαδικτυακό τζόγο και την πορνογραφία

Από το 2009 μέχρι σήμερα οι ταχύτητες με τις οποίες «σερφάρουμε» έχουν αυξηθεί όπως και οι συσκευές με τις οποίες μπορούμε να έχουμε εύκολη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο δυναμικό που διαρκώς εξελίσσεται, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση που έχουμε μαζί του η Στέλλα Χρηστίδη,  ψυχίατρος και επιστημονική υπεύθυνη του τμήματος Θεραπείας και Αντιμετώπισης Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου για Ενήλικες υποστηρίζει πως όσα γνώριζε για αυτού του είδους την εξάρτηση πριν από μερικά χρόνια έχουν αλλάξει άρδην, κάτι που είναι βέβαιη πως συνεχίσει να συμβαίνει και στο προσεχές μέλλον. «Τα πρώτα χρόνια ο βασικός μας πληθυσμός ήταν νεαροί ενήλικες μεταξύ 18 με 25, πλέον δεν μας ξαφνιάζει καμιά ηλικία. Tα online games ήταν και παραμένουν το βασικό μας αντικείμενο, πλέον όμως ερχόμαστε αντιμέτωποι με περιπτώσεις ανθρώπων που εθίζονται στον διαδικτυακό τζόγο και την πορνογραφία, κυρίως μεταξύ 30 και 50 ετών. Επίσης, υπήρξε ένας κύριος 70 ετών που ζήτησε τη βοήθεια μας καθώς ισχυριζόταν πως έχει κολλήσει με το facebook».


Πάνω από 200 άτομα ετησίως ζητάνε τη βοήθεια του τμήματος ωστόσο, οι περισσότεροι είναι γονείς ενηλίκων που εντοπίζουν το πρόβλημα στα παιδιά τους. Συνεπώς, από αυτά τα θεραπευτικά αιτήματα ένα πολύ μικρότερο ποσοστό θα φτάσει σε θεραπεία κάθε χρόνο. «Αρχικά, γίνεται η υποδοχή από την ψυχολόγο του τμήματος και η εξέταση υπό τη μορφή ερωτηματολογίων προκειμένου να εκτιμήσουμε το βαθμό της εξάρτησης και την υφέρπουσα ψυχοπαθολογία. Στη συνέχεια γίνεται ψυχιατρική εκτίμηση από μένα και εφόσον υπάρξει αίτημα και κίνητρο για θεραπεία από το άτομο ξεκινάει η πρώτη φάση της ευαισθητοποίησης. Διαρκεί γύρω στους δύο με τρεις μήνες και περιλαμβάνει εβδομαδιαία ατομική ψυχοθεραπεία αλλά και ομαδική, αφού ένας από τους βασικούς μας στόχους είναι να μπει το άτομο στη διαδικασία να κοινωνικοποιηθεί. Η απεξάρτηση διαρκεί συνήθως έναν χρόνο, μερικές φορές παραπάνω. Όταν ολοκληρωθεί, ξεκινάει η φάση του follow up που διαρκεί μέχρι άλλο ένα έτος».

O Π. με διαβεβαιώνει πως αν αναζητώ ανθρώπους πορωμένους με υπολογιστές και gadgets βρίσκομαι στο σωστό μέρος. Και πως αν είχα βρεθεί εκεί πριν από ένα χρόνο δεν θα μου πρότειναν να μιλήσω μαζί του αφού ήταν ιδιαιτέρως νευρικός. Ξεκίνησε να εθίζεται όταν προτιμούσε να ξοδεύει τις ώρες του σε ένα internet cafe παίζοντας LAN games παρά στα ροκάδικα που αγαπούσε. «Λίγα χρόνια πριν έρθω εδώ υπήρξα άρρωστος online παίχτης, σε πολλούς διαφορετικούς τίτλους δράσης ταυτόχρονα. Δεν παραδεχόμουν πως είμαι εξαρτημένος, αντιθέτως, αντιδρούσα και έλεγα ότι το ελέγχω. Ομολογώ ότι είχα χάσει την προσωπική μου ζωή, αραιά και που πήγαινα για κανέναν καφέ. Έπαιζα 7 με 8 ώρες τη μέρα. Όταν σπούδαζα δεν είχα τόσο χρόνο για παιχνίδι, όταν τα παράτησα όμως βρήκα περισσότερο».

Σύμφωνα με την ψυχίατρο, φαίνεται πως η διαφορά ανάμεσα στην προβληματική χρήση και τον εθισμό είναι μια λεπτή, ποιοτική γραμμή. «Αν κάποιος βρίσκεται έξι ώρες καθημερινά εντός μιας διαδικτυακής εφαρμογής, χωρίς να το απαιτεί η δουλειά του, τότε σαφώς αυτό είναι ένα γεγονός που μας προβληματίζει. Αν αυτές οι ώρες λειτουργούν έναντι άλλων δραστηριοτήτων και υποχρεώσεων του ατόμου τότε μιλάμε για εθισμό, όταν δηλαδή κάποιος βρίσκεται στο διαδίκτυο και αυτό λειτουργεί εις βάρος του πανεπιστήμιου, της σχέσης, της εργασίας, των φίλων του».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν κι αισθάνεται τυχερός που βρέθηκε στο τμήμα, ο Α. ήταν εθισμένος σε εφαρμογές που ακόμη και σήμερα δεν νιώθει άνετα να κατονομάσει. Κάποτε πίστευε πως δεν θα καταφέρει να ολοκληρώσει την θεραπεία του, αφού υπήρξαν περίοδοι που υποτροπίασε επιστρέφοντας για πολλές ώρες μπροστά στην οθόνη, πλέον προσμετρά σαν μια νίκη το γεγονός πως πηγαίνει γυμναστήριο, κάτι που δεν θα έκανε πριν λίγο καιρό αφού αισθανόταν ανήμπορος να βγει έξω από τους τοίχους του σπιτιού του. «Πλέον δεν μπαίνω στο ίντερνετ για να σκοτώσω την ώρα μου παρά μόνο όταν χρειάζεται να ψάξω κάτι ή να ενημερωθώ. Προσπαθώ να διατηρώ σχέσεις με άτομα που είναι θετικά, έχω ολοκληρώσει το στάδιο της απεξάρτησης και θέλω να συνεχίσω την ψυχοθεραπεία. Δεν πιστεύω πως αυτό που μου συνέβη είναι μια αδυναμία μου, πέρασα από κάτι δύσκολο και κατάφερα να το ξεπεράσω ζητώντας βοήθεια. Τι με βοήθησε; Η αγάπη των ειδικών. Μπορούσα να θυμώσω, να τσακωθώ, και από τη μεριά τους αντιλαμβανόμουν το ενδιαφέρον τους. Τώρα ψάχνω το επόμενό μου βήμα προς την αυτονομία. Βλέπω ανθρώπους που έχουν μικρότερα προβλήματα και τα αγνοούν γιατί δεν αναζητούν τη λύση τους. Ξέρεις πως ήταν για μένα; Έχεις νιώσει ποτέ να κάνεις γιατί δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς αυτό; Στο τέλος, μοιάζει με την αίσθηση του να τρως πολύ ενώ δεν το χρειάζεσαι».

Ομολογώ ότι είχα χάσει την προσωπική μου ζωή, αραιά και που πήγαινα για κανέναν καφέ. Έπαιζα 7 με 8 ώρες τη μέρα.

Παρότι το τμήμα του «18 ΑΝΩ» απευθύνεται σε ενήλικους, η Στέλλα Χρηστίδη γνωρίζει περιπτώσεις έφηβων που σταμάτησαν το σχολείο εξαιτίας αυτού του εθισμού ενώ παρατηρεί πως οι γονείς ζητούν συχνά βοήθεια όταν συνειδητοποιούν πως οι φοιτητές ολοκληρώνουν τα έτη σπουδών τους χωρίς να έχουν περάσει τα ανάλογα μαθήματα. «Συναντάμε και τους γονείς καθώς ο ρόλος τους είναι κρίσιμος για τη δημιουργία του προβλήματος. Τα άτομα που τελικά θα εθιστούν ζουν μέσα σε δυσλειτουργικές οικογένειες, που κάπου έχασαν τον ρόλο τους. Θέλουμε να δημιουργήσουμε στο δικό μας τμήμα ένα είδος σχολής γονέων προκειμένου να κατανοήσουν τι σημαίνει διαδίκτυο. Υπάρχουν εκείνοι που υποτιμούν τις ώρες που το παιδί τους ασχολείται με αυτό, υπάρχουν όμως και αυτοί που το υπερτιμούν επειδή δεν ξέρουν το αντικείμενο και δεν έχουν επαφή μαζί του». Ωστόσο, ξεκαθαρίζει πως δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε το ίντερνετ. Άλλωστε, το Τμήμα Θεραπείας και Αντιμετώπισης Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου δεν απαγορεύει την πρόσβαση στους θεραπευόμενους αλλά θέτει έναν στόχο των δύο με τριών ωρών ώστε να βρίσκονται καθημερινά στο διαδίκτυο, αποφεύγοντας όμως -κατά τις οδηγίες- τη διαδικτυακή εφαρμογή στην οποία είχαν εθιστεί.

Το 2014 μια έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ), που διενεργήθηκε σε πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 4.141 εφήβων έδειξε πως το 54,5% περνά κατά μέσο όρο τουλάχιστον πέντε ώρες την ημέρα μπροστά σε κάποια ηλεκτρονική συσκευή με οθόνη, ενώ δύο στους πέντε 15χρονους φαίνεται πως έχουν στοιχηματίσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους online. Κατά την ψυχίατρο, η πρόληψη απέναντι σε αυτού τον είδος τον εθισμό είναι σημαντική πριν την ενηλικίωση. «Σίγουρα δίνουμε συμβουλές στους γονείς για το πως να χειριστούν το ζήτημα την περίοδο της θεραπείας από τη στιγμή που μένουν μαζί με τον θεραπευόμενο και έχουν καλή σχέση, ωστόσο έχουμε να κάνουμε με ενήλικες. Ένας έφηβος που δεν έχει κάποια ψυχοπαθολογία και ζει εντός μια λειτουργικής οικογένειας μετά τα 18 είναι πιο πιθανό να μειώσει τη χρήση εκτός κι αν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του ενήλικα. Τότε, συνήθως συνεχίζει την χρήση της εφαρμογής στην οποία έχει εθιστεί κι αυτά τα περιστατικά τελικά είναι τα πιο δύσκολα. Σε ένα μεγάλο ποσοστό, πίσω μια τέτοια συμπεριφορά κρύβεται η κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές ενώ έχει ενοχοποιηθεί αρκετά η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, εκεί όπου εμείς βάζουμε ένα ερωτηματικό».

Σε πανελλήνιο δείγμα 4.141 εφήβων, το 54,5% περνά κατά μέσο όρο τουλάχιστον 5 ώρες την ημέρα μπροστά σε κάποια ηλεκτρονική συσκευή με οθόνη, ενώ 2 στους 5 15χρονους φαίνεται πως έχουν στοιχηματίσει τουλάχιστον 1 φορά στη ζωή τους online

Το να ψάχνεις σύντροφο μέσω διαδικτύου δεν είναι κάτι καινούργιο, γινόταν από τα chat rooms της προηγούμενης δεκαετίας, απλώς σήμερα φαντάζει ακόμη πιο εύκολο. Για την επιστημονική υπεύθυνη του τμήματος το να βρίσκεται κάποιος διαρκώς σε ένα app γνωριμιών χωρίς να καρπώνεται τις διαδικτυακές γνωριμίες με ραντεβού στην πραγματική ζωή είναι κάτι που ξεφεύγει από την αρμοδιότητά της αφού υπάγεται στο sex addiction. Συχνά, το διαδίκτυο απλώς εντείνει έναν εθισμό εξυπηρετώντας τον γρηγορότερα, προσφέροντας ανωνυμία, εύκολη πρόσβαση, το χαμηλό κόστος, διευκολύνοντας την άρση των αναστολών. «Όσον αφορά τον τζόγο, πόσες φορές θα πάει κάποιος στο πρακτορείο προκειμένου να παίξει; Κι ακόμη και αν πάει μπορεί να στοιχηματίσει σε περιορισμένα πράγματα που αφορούν τον αγώνα. Στο διαδίκτυο μπορείς να παίζεις συνέχεια, να ποντάρεις ακόμη και στα πόσα κόρνερ θα έχουν γίνουν μέχρι το εκάστοτε λεπτό και μάλιστα με πλαστικό χρήμα, κάτι που σε οδηγεί στο να χάνεις τον έλεγχο».

Την επόμενη μέρα, ο Π είχε ομαδική ψυχοθεραπεία. Θα περιέγραφε πως πέρασε τις μέρες του, θα μιλούσε για την συνάντησή μας, προβλέπει πως κάποιοι θα ένιωθαν άβολα με αυτό αλλά νιώθει πως γνωρίζει πλέον τον εαυτό του μέσα από τις αντιθέσεις του με τους άλλους. «Πριν έρθω εδώ είχα διαρκώς νεύρα, θυμάμαι να σπάω πράγματα όταν κάτι δεν πήγαινε καλά σε ένα παιχνίδι. Όταν ψάχνεις αυτόν που σε έφαγε λάχανο σε ένα παιχνίδι και ασχολείσαι αποκλειστικά με αυτό για μέρες, βάζεις ακόμα και τους φίλους σου να τον κυνηγούν διαδικτυακά, τότε υπάρχει πρόβλημα κι όλοι οι δικοί μου άνθρωποι το είχαν καταλάβει για μένα. Επιπλέον, παρατήρησα πως όσοι έχουν τέτοιου είδους εξάρτηση δεν προσέχουν την εμφάνισή τους. Άλλοι παραλείπουν το γεύμα τους κι άλλοι παχαίνουν, όπως εγώ που μπροστά από τον υπολογιστή έτρωγα μόνο junk, ενώ πριν αρχίσω να παίζω μανιωδώς ήμουν μια χαρά παλικάρι».

Όπως συμβάινει με όλες τις  εξαρτήσεις, οι εθισμένοι στον ιστό αποζητούν μια διέξοδο από την πραγματικότητα που τους φαίνεται δύσκολη. Νεαροί ενήλικες που ζώντας με τους γονείς τους φορούσαν τα ακουστικά και στρέφονταν στον υπολογιστή προκειμένου να αποφύγουν τις εντάσεις, άλλοι που ως έφηβοι δεν ήταν ιδιαιτέρως κοινωνικοί ή υπήρξαν θύματα bullying, εκείνοι που νιώθουν πως εκεί που δεν υπάρχει router δεν έχουν την ίδια δύναμη. Φαίνεται πως το διαδίκτυο σαν εθισμός είναι ένας ρυθμιστής της διάθεσης, όπως συμβαίνει με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Τέτοιου είδους περιπτώσεις έχει συναντήσει η Στέλλα Χρηστίδη από το 2012 που βρίσκεται στο τμήμα. «Αυτό που δεν τους ικανοποιεί στην πραγματικότητα το συναντάνε στον ψηφιακό κόσμο. Διοχετεύουν όλη τους την ενέργεια και τα όνειρα στον υπολογιστή. Όταν οποιαδήποτε εφαρμογή φτάνει για να διαμορφώσει το συναίσθημα τότε τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα. Όταν είσαι αγχωμένος και ξέρεις πως παίζοντας ένα παιχνίδι είναι η μόνη λύση για να χαλαρώσεις, τότε μιλάμε για τη βάση του εθισμού». Κατά την ίδια, μόλις βγαίνουν από τον υπολογιστή αισθάνονται ενοχές, μια είδους αποστροφή  για τις ώρες που ξόδεψαν, σκέφτονται να κλείσουν τον υπολογιστή αλλά δεν μπορούν χωρίς αυτόν με συνέπεια το να εμφανίζουν κατάθλιψη, αν αυτή δεν προϋπήρχε. Και πως νομίζουν ότι θα γίνουν καλά; «Ξαναμπαίνοντας. Και φυσικά όταν δεν επιτυγχάνουν καλές επιδόσεις σε κάποιον άλλον τομέα το πιο εύκολο πράγμα που μπορούν να κάνουν είναι να γυρίσουν εκεί».

Το διαδίκτυο σαν εθισμός είναι ένας ρυθμιστής της διάθεσης, όπως συμβαίνει με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ.

Συνειδητοποίησε πως πρέπει να ζητήσει βοήθεια όταν χάλασε ο υπολογιστής του και όντας άνεργος δεν μπορούσε να τον φτιάξει. Ο Π. είχε ήδη πάρει 30 κιλά μόνο και μόνο επειδή αδιαφορούσε για το τι καταναλώνει, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε επικοινωνίες που δεν απαιτούσαν πληκτρολόγιο. «Έφτασα σε ένα σημείο τρομερής εξάντλησης, η μητέρα μου δεν μπορούσε να με διαχειριστεί καθόλου και μέσα σε όλα αυτά χαλάει ο υπολογιστής και εκείνη δεν με χρηματοδοτούσε με τίποτα. Την τρίτη μέρα offline βγήκα έξω μαζί της και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να παρακολουθήσω όσα μου έλεγε. Είναι ένα πολύ περίεργο συναίσθημα, το να σου μιλάει κάποιος και να μη μπορείς να επικεντρωθείς σε αυτόν γιατί νιώθεις σα να σου λείπουν τα χέρια. Μπορεί να ακούγεται αλληγορικό αλλά ουσιαστικά τα χέρια σου και τα μάτια σου ανήκουν στην οθόνη, εκεί όπου υπήρχε για μένα εκείνη τη στιγμή ένας κόσμος στον οποίο δεν είχα πρόσβαση. Ήρθα τρέχοντας στο τμήμα, βρίσκομαι εδώ δύο χρόνια και κάτι ψιλά κι αυτό που με έχει βοηθήσει περισσότερο είναι οι άνθρωποι και η θέληση μου. Με βοήθησαν επίσης τα βιβλία, ότι ανοίχτηκα και πλέον δεν με βρίσκεις σπίτι ενώ σε όλους λέω “καλύτερα πάρε με στο κινητό” αφού δεν θα με πετύχουν σε chat ή στο σταθερό. Θέλω να πιάσω δουλειά, ένα σπίτι μόνος μου, να κάνω μια φυσιολογική σχέση, απλά πράγματα, δεν αποζητώ κάτι παράλογο».  

Περισσότερες πληροφορίες για το Τμήμα και Αντιμετώπισης Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου για Ενήλικες «18 ΑΝΩ» θα βρείτε εδώ.
Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.