Είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες στην Ευρώπη. Ένας από τους 2-3 καλύτερους γκαρντ που εμφανίζονται στα γήπεδα όλου του κόσμου εκτός NBA. Ο μοναδικός Έλληνας, από τους αληθινά μεγάλους των τελευταίων 30 χρόνων, που το what if που συνοδεύει τη σύντομη θητεία του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι αληθινό και όχι πατριωτικό, όλοι ξέρουμε ότι μπορούσε εκεί. Είναι ο αρχηγός πια της εθνικής ομάδας με την οποία έχει έρθει πρώτος στην Ευρώπη και δεύτερος στον κόσμο. Ένας τύπος που κέρδισε τα πάντα με τον Παναθηναϊκό και πήρε τη μέγάλη απόφαση να μετακομίσει στον αιώνιο αντίπαλο, πρωταγωνιστώντας στα ευρωπαϊκά του 2012 και του 2013, αλλάζοντας για πολλούς την ιστορία του Ολυμπιακού – μην ξέχναμε το προπέρσινο εγχώριο πρωτάθλημα, πρώτο μετά από 15 χρόνια εξοντωτικής φαγούρας. Είναι χαρισματικός, θεαματικός, ηγέτης που μετράει απίθανα buzzer beaters και έχει δώσει συγκλονιστικές παραστάσεις σε ματς χωρίς αύριο (ας πουμε του 22 πόντους με 5 τρίποντα σε ένα ημίχρονο πέρυσι στο Λονδίνο με τη Ρεάλ).
Κι όμως αυτός ο παίκτης, ο Βασίλης Σπανούλης, είναι σκιά του εαυτού του στα μεγάλα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, αρχής γενομένης από τους περσινούς τελικούς του πρωταθλήματος. Δεν είναι ότι δεν παίζει καλά, είναι αγνώριστος, σχεδόν πρόβλημα για μια ομάδα που στα συγκεκριμένα ματς μάλλον παίζει καλύτερα χωρίς αυτόν. Σε 10 παιχνίδια φέτος με τον Παναθηναϊκό (4-6 ο απολογισμός υπέρ των πράσινων) είχε 68 πόντους (μέσος όρος μόλις 6.8), σπάζοντας τις μπασκέτες σε ΣΕΦ και ΟΑΚΑ με 21/98 σουτ και κάνοντας 28 λάθη. Αριθμοί δραματικά χειρότεροι από τους κανονικούς του που αν προσθέσουμε και τις μέτριες εμφανίσεις στα αντίστοιχα περσινά παράγουν τη διαπίστωση: «ποτέ ξανά ένας τόσο μεγάλος παίκτης δεν ακυρώθηκε τόσο πολύ από μια ομάδα».
Η πτώση αυτή μοιάζει μεταφυσική, αλλά επειδή σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση ρωτήσαμε τρεις ειδικούς να μας την εξηγήσουν. Να προσέξετε τα λόγια τους, οι Δημήτρης “Hoopfellas” Κατσιώνης, Στέφανος Τριαντάφυλλος, Βασίλης Παπανδρέου δεν μετράνε απλά τα καλάθια, βλέπουν μπάσκετ.
Είναι φανερό ότι ο Βασίλης Σπανούλης προσπαθεί να σπάσει το ψυχολογικό τείχος που έχει στήσει η άμυνα του Παναθηναϊκού απέναντι του, χωρίς επιτυχία μετά από 4 χρόνια πλέον. Η συγκεκριμένη μονομαχία (της άμυνας με τον παίκτη) περιβάλλεται από ένα ιδιάζον ψυχολογικό υπόβαθρο λόγω της ιδιαιτερότητας της «μετακόμισης» που αυτή τη στιγμή λειτουργεί κατά του παίκτη. Ο Σπανούλης σταδιακά έχει αλλάξει τον τρόπο που προσεγγίζει αυτά τα ματς, βάζοντας φρένο στον παρορμητισμό του (που στην ουσία τον οδηγούσε στο δίχτυ-παγίδα της πράσινης άμυνας), ψάχνοντας την καλή πάσα/κατάσταση για τον συμπαίκτη περισσότερο και περιμένοντας –σωστά- το παιχνίδι να έρθει σε αυτόν. Το θέμα είναι ότι η άμυνα του Παναθηναϊκού, όπως έχει δομηθεί, την τελευταία διετία κυρίως από τους Πεδουλάκη-Μανωλόπουλο, είναι φτιαγμένη για να κλειδώνει τέτοιους παίκτες δηλαδή τραχείς, σκληροτράχηλους slashers (που επιβάλλονται σε άλλες άμυνες με αυτά τα χαρακτηριστικά διεμβολίζοντας) με έφεση στο «κάθετο» μπάσκετ, με την switch all άμυνα που πατάει στην ικανότητα των δύο ροντβάιλερς (Λάσμε-Γκιστ) να σταθούν στην πρώτη γραμμή αυτής και την αντίστοιχη των περιφερειακών να αμυνθούν στην πίσω γραμμή άμυνας. Ο Σπανούλης ουσιαστικά πρέπει να δουλέψει πολύ για να βρεί τα σουτ του απέναντι τους έχοντας να αντιμετωπίσει ψηλότερα/δυνατότερα κορμιά με φτερά στα πόδια, αμυντικό IQ και σπάνια αμυντική αίσθηση, πακέτο που βγήκε από το «χημικό αμυντικό εργαστήριο» του ΟΑΚΑ και οραματιζόταν ο Πεδουλάκης όταν ανέλαβε την ομάδα ως εξέλιξη αυτού που είχε παρουσιάσει ο Ντούσαν Ίβκοβιτς την προηγούμενη σεζόν.
Σημείωση: Σημαντική κιόλας…
Οι πράσινοι συνολικά όλα αυτά τα χρόνια έχουν καταφέρει να κλείσουν συνολικά το γήπεδο, χαμηλώνοντας το τέμπο στα παιχνίδια αυτά που πηγαίνουν –σχεδόν αυστηρά- σε σετ επιθέσεις, στερώντας από τον Ολυμπιακό την ευκαιρία να αναπτύξει την transition offense του στην οποία ο Σπανούλης είναι «θεριστής». Δεν είναι τυχαίο ότι διαχρονικά ο Παναθηναϊκός –στα χρόνια του Διαμαντίδη- θεωρείται η καλύτερη “choosingtempo” ομάδα στην Ευρώπη..
Το θέμα σίγουρα όμως δεν είναι καθαρά τεχνικό. Είναι πολλές οι φάσεις που ο Σπανούλης δε μπορεί να «τελειώσει» σε καθαρά ένας με έναν καταστάσεις απέναντι στους διαλυμένους αχίλλειους του Ούκιτς αλλά και με αντιπάλους του Μαυροκεφαλίδη-Φώτση μετά από αλλαγή, «απομονώσεις» στις οποίες σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά ματς αμυντικοί με ανάλογα χαρακτηριστικά τρώνε σκόνη από τον αρχηγό των ερυθρολεύκων. Μετά τον 5ο τελικό του 2012 (όπου σκόραρε 24 πόντους δίνοντας τον τίτλο στην ομάδα) πίστεψα ότι δημιούργησε την αφετηρία για ρίξει αυτό το τείχος όμως κάτι τέτοιο δε συνέβη και οι defensive tactics του Πεδουλάκη επιδείνωσαν την κατάσταση.
Όπως έγραψα και στο Hoopfellas, όλη αυτή η αδυναμία διάσπασης της άμυνας του Παναθηναϊκού έχει μπεί για τα καλά μέσα στο κεφάλι του Σπανούλη και έχει επιφέρει ισχυρό χτύπημα στο mentality του παίκτη. Σε αυτή την κατάσταση που βιώνει θα πρέπει να κάνει κάτι ο ίδιος για να βοηθήσει τον ίδιο του τον εαυτό.. Ένα restart. Κάποια στιγμή στη ζωή τα δεδομένα γίνονται ζητούμενα. Από τα βασικά λοιπόν θα βρεί τη λύση και πάντα σε συνάρτηση με το καλό του συνόλου. Αυτό που έχει καταφέρει η άμυνα των πρασίνων δεν είναι και λίγο… Μη ξεχνάτε ότι το μεγαλύτερο «κατόρθωμα» του Μάικλ Τζόρνταν στη θητεία του στο ΝΒΑ δεν ήταν ούτε οι τίτλοι, ούτε τα απίστευτα ακροβατικά του. Ήταν ότι είχε επιβληθεί σε ένα ολόκληρο «σύστημα», κάνοντας τον αντίπαλο να νιώθει «χαμένος από χέρι» πριν πατήσει παρκέ. Γάτοι είστε, με πιάνετε..
Ο Δημήτρης Κατσιώνης διατηρεί το Ηoopfellas, τη σελίδα-ευαγγέλιο με τις πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις για την μπασκετική επικαιρότητα