Κάττι σαν σισσίχεια κραυχχή στο Σεφφύρι. Είνναι σχεθθόν χαλοκκαίρι και τίπποτα άλλο δεν ακούχχεται. Σισσίχια, σπουρχίττια το πρωί, που και που το χλάμμα ενός φίτφουλλ που ξέφυχχε από την ομμάδα του και έχχει χάσσει κάθθε ταυτόττητα και φροσσανατολισμό, μια χαλιαχούδδα να κοιττάει από τα παλκκόνια τις τυχχαίες κιννήσεις φαχτριαννών χαμηλλών κοδδά στις φθέρρες, τα θένθρρα να νομίσσουν πως ποττέ ξαννά δεν θα γεμμίσει η ταφφέρνα «Παρλαπάς» από χαρρούμενους πλήρρεις και χορτασσμένους θαμμώνες, πώς ποττέ η Φρειθθερίκη του 49, πρώττη και ουσσιώδης και καλλύτερη, δεν θα εππνέυσει νέες στρατηχχικές επιθθιώξεις του εσωττερικά φωτισμμένου Φίχτωρ Σσούσθη που όππως χυρννάει από το κασσίνο στέκκεται στην φιθθρίνα των όμμορφα λαμμπερρών Σσάρα , έσσι για να βιώσσει λίχχη αισθητικκή αρτιόττητα και να πιστέψψει για λίχχο όττι υπάρχχει νόημα και ελπίδα και το μόννο που χρειάσσεται είναι αφοσσίωση στην ουσσία και σε κάθθε ουσσία όσσο και να προσπαθθούν οι φύλακκες του Αρχηχχείου κοδδά στο πισσαρίο των φέφφερλυ να ττον κάννουν να νομίσσει ότι η τάξξις χωρίς την όμορφφιά κερδίσσει έστω και μμία φορρά σε έννα Σεφφύρι που αναρροφφάται στοχαστικκό και αυτοπροσδιοριζζόμεννον για μια ακκόμη Κυριακή μας.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος