Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι άνθρωποι ατένιζαν ανεμπόδιστα τη φύση μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι, σε κάποιο μεγάλο νησί του Βόρειου Ημισφαιρίου, ένας αρχαίος λαός γιόρταζε μεγαλοπρεπώς τον ερχομό του καλοκαιριού: Την 1η Μαΐου στο Beltane, οι Κέλτες άναβαν μεγάλες φωτιές, πηδούσαν από πάνω τους, χόρευαν τριγύρω, έστηναν γλέντι σωστό τρώγοντας και πίνοντας, διακοσμώντας πόρτες, παράθυρα, βουστάσια και ζώα με τα κίτρινα λουλούδια του Μάη, στολίζοντας αγκαθωτούς θάμνους. Θεωρούσαν ότι έτσι προστατεύονταν οι ίδιοι, τα ζώα και οι καλλιέργειες από το κακό κι εξευμενίζονταν πνεύματα και νεράιδες – τα «aos si». Πολύ αργότερα, ο Σαίξπηρ, θα έβαζε ξωτικά να πρωταγωνιστήσουν σε ένα από τα ωραιότερα έργα του. Ο Όμπερον, η Τιτάνια και ο Πουκ έρχονταν να συμφιλιώσουν την παγανιστική παράδοση με τον χριστιανισμό, Τι σχέση έχουν όμως οι Κέλτες και το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας με την Εργατική Πρωτομαγιά; Η σύνδεση είναι υπόγεια και τόσο βαθιά, όσο η ανθρώπινη ψυχή.
Γιατί δεν γιόρταζαν μόνο οι Κέλτες την εποχή που η ζωή εκρήγνυται και σκάει από χυμούς. Πώς θα μπορούσαν να λείπουν από τέτοιο γλέντι οι Αρχαίοι Έλληνες; Τέσσερις μεγάλες γιορτές είχαν για τον ερχομό της άνοιξης. Στα Ανθεστήρια, αρχές Απρίλη, έτρωγαν κι έπιναν, στεφάνωναν τα παιδιά με λουλούδια, διαγωνίζονταν στην οινοποσία, καθώς «αν δεν υπήρχε κρασί ούτε έρωτας, ούτε καμία χαρά οι άνθρωποι θα είχαν» (Ευριπίδης, Βάκχες). Οι Ρωμαίοι, αργότερα, στα Floralia, τέλη Απρίλη, τιμούσαν τη θεά των λουλουδιών, της βλάστησης και της γονιμότητας Flora. Θεατρικές παραστάσεις, αγωνίσματα, θεάματα, χορός – συμμετείχαν μέχρι κι οι ιερόδουλες χορεύοντας γυμνές. Το πιο σημαντικό; Σε αντίθεση με όλες τις άλλες, αυτή ήταν γιορτή των πληβείων.
Αναρίθμητες οι «Πρωτομαγιές» σε πολλούς λαούς.
Από πολύ παλιά λοιπόν οι άνθρωποι προϋπαντούσαν το ξύπνημα της φύσης με γλέντια και χαρά, όχι με μόχθο και δουλειά. Κι ύστερα ήρθε ο χριστιανισμός. Είναι γνωστό ότι καθιέρωσε γιορτές του επάνω σε παλαιότερες παγανιστικές γιορτές για να διευκολυνθεί η διάδοσή του, αλλά με την Πρωτομαγιά δεν τα πήγε καθόλου καλά. Το πνεύμα της ημέρας παραήταν ζωηρό κι ελεύθερο για να εκπροσωπηθεί από τους απόστολους Φίλιππο και Ιάκωβο, που καθιερώθηκε να τιμώνται αυτή τη μέρα τα πρώτα χριστιανικά χρόνια στη Βόρεια Ευρώπη.
Κι έτσι φθάνουμε στον Μεσαίωνα με την παλιά, καλή, παγανιστική Πρωτομαγιά να παραμένει «η αγαπημένη γιορτή σε πολλά αγγλικά χωριά», όπως έγραφε η Mary Godwin. «Δεν δούλευε κανείς, κορόιδευαν κι αγνοούσαν τις αρχές, επιδίδονταν σε ευκαιριακές σεξουαλικές πράξεις που δεν ενέκρινε η Εκκλησία και το κράτος, έπιναν ατέλειωτα και ξεφάντωναν. Μάζευαν λουλούδια για να διακοσμήσουν τα σπίτια τους και χόρευαν γύρω από ένα γαϊτανάκι ή ‘τοτέμ’ κρατώντας τις άκρες από τις κορδέλες που ξεκινούσαν από την κορυφή τους».
Αυτό δεν συνέβαινε μόνο στην Αγγλία. Αγρότες κι εργάτες κατά τον Μεσαίωνα είχαν αρκετές παρόμοιες καθιερωμένες γιορτές.
«Εξ ου και οι ‘Πρωτομαγιές’ δέχθηκαν επίθεση από την εξουσία», γράφει ο Αμερικανός ιστορικός Peter Linebaugh στο βιβλίο του «Μια ατελής, αληθινή, αυθεντική και υπέροχη ιστορία της Πρωτομαγιάς». «Η καταπίεση είχε ξεκινήσει με το κάψιμο γυναικών και συνεχίστηκε τον 16ο αιώνα όταν ‘ανακαλύφθηκε’ η Αμερική, ξεκίνησε το δουλεμπόριο, επινοήθηκαν τα έθνη-κράτη και ο καπιταλισμός», συνεχίζει. «Το 1550, ψηφίστηκε νόμος που απαιτούσε να καταργηθούν τα γαϊτανάκια και κατέστησε παράνομα τα αγωνίσματα. Το 1644, οι Πουριτανοί στην Αγγλία κατάργησαν μια κι έξω την Πρωτομαγιά. Γι’ αυτούς τους ηθικολόγους της εργασίας, η γιορτή ήταν αποκρουστική για τον παγανισμό και τον βιωματικό χαρακτήρα της». Αποκρουστική ή απλώς δεν εξυπηρετούσε; Γιατί σε μια Αγγλία που θα όδευε προς στη Βιομηχανική Επανάσταση, οι Πουριτανοί προπαγάνδιζαν ότι «ο μόχθος είναι του θεού, ενώ λιγότερος μόχθος, διαστροφή. Η υπεραξία μπορούσε να αυξηθεί μόνο αυξάνοντας τις ώρες εργασίας και καταργώντας τις γιορτές».
Τότε συνέβη κάτι μαγικό: οι άνθρωποι ονόμασαν τους (απαγορευμένους) αγώνες τους «Τα σπορ του Ρομπέν των Δασών», και βγήκαν στην παρανομία. Στη γιορτή της Πρωτομαγιάς προέδρευαν ο «Λόρδος της Αναρχίας», ο «Βασιλιάς του Παραλόγου» ή ο «Ηγούμενος της Ανυπακοής», αναφέρει ο Linebaugh. Και συμπληρώνει: «Καθώς οι κερδισμένοι και οι λαθρέμποροι προσπαθούσαν να επιβάλλουν ένα καθεστώς μονότονης εργασίας, οι άνθρωποι αντέδρασαν διατηρώντας τη γιορτή τους. Κι ειλικρινά έτσι ξεκίνησε η ιστορία της ‘κόκκινης’ Πρωτομαγιάς».
Οι σπόροι που είχαν πέσει θα κάρπιζαν κι αργότερα – στο Σικάγο και σε τόπους όπου εργάτες και αγρότες αντιμετωπίζονταν λίγο πολύ σαν δούλοι.
Κάπως έτσι, με τον χριστιανισμό να αλώνει σαν οδοστρωτήρας τον «παλιό κόσμο», βαπτίζοντας «αμαρτία» μεγάλες και φυσιολογικές χαρές της ζωής και ειδικά τους Πουριτανούς να γαλουχούν ένα πειθήνιο εργατικό δυναμικό σε μια λίγο πιο ήπια εκδοχή του «Arbeit Macht Frei», φθάνουμε στη Βιομηχανική Επανάσταση και την εδραίωση του καπιταλισμού. Κι από εκεί, στην αιματοκυλισμένη Πρωτομαγιά του Σικάγο το 1886, όταν οι εργάτες διεκδίκησαν μαζικά το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας – εν ολίγοις, το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή.
Ήταν το Ιδρυτικό Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι το 1889 (100ή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης) που πρότεινε να γιορταστεί η Πρωτομαγιά του Σικάγο με ταυτόχρονες διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο το 1890.
Φαίνεται πως δεν ήταν στο πρόγραμμα να καθιερωθεί η Πρωτομαγιά. Αυτό τελικά προέκυψε –ανακηρύχθηκε επίσημα σε ετήσια γιορτή των εργατών στο δεύτερο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς το 1891- επειδή το κάλεσμα για επετειακές διαδηλώσεις το 1890 είχε απροσδόκητα μεγάλη συμμετοχή, τουλάχιστον στη Δύση. Μόνο στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου συγκεντρώθηκαν 300.000 άνθρωποι.
Σε διάφορες χώρες, οι διοργανωτές διαφωνούσαν ως προς το πώς πρέπει να γιορταστεί η πρώτη εκείνη Πρωτομαγιά, γράφει ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ. Βασικό διακύβευμα ήταν αν θα απεργήσουν εκείνη την ημέρα, που έπεφτε Πέμπτη, ή αν θα μεταφερθεί ο εορτασμός την Κυριακή, ημέρα αργίας. «Μπροστά σε ακραία σπασμωδικές, κάποτε υστερικές αντιδράσεις για το πώς θα εξελιχθεί η ημέρα από κυβερνήσεις, την κοινή γνώμη της μεσαίας τάξης και εργοδότες που απειλούσαν με αστυνομική καταστολή και θυματοποίηση, υπεύθυνοι σοσιαλιστές ηγέτες συχνά προτίμησαν να αποφύγουν υπερβολικά προκλητικές μορφές αντιπαράθεσης. Στη Γερμανία, όπου το [σοσιαλιστικό] κόμμα μόλις είχε ξαναγίνει νόμιμο μετά από έντεκα χρόνια στην παρανομία, ο επικεφαλής του August Bebel έγραψε στον Ένγκελς: “Πρέπει να αποφύγουμε τις συγκρούσεις”. Κι ο Ένγκελς συμφώνησε».
Σήμερα, η Πρωτομαγιά έχει καθιερωθεί ως αργία σε πολλές χώρες, όχι όμως στον τόπο που γέννησε τα γεγονότα του Σικάγο – στις ΗΠΑ. Πιθανόν υπό τον φόβο ότι θα ενέτεινε τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Μια νοοτροπία την οποία εξέφρασε ατόφια κάποτε ο Βρετανός πολιτικός Sir John Hacket καλώντας για την κατάργηση της αργίας της Πρωτομαγιάς, «που φαίνεται ότι θεωρούσε κάποιας μορφής επινόηση των Σοβιετικών. Δεν έπρεπε, θεωρούσε, να επιβιώσει της πτώσης του Υπαρκτού Σοσιαλισμού», γράφει ο Χομπσμπάουμ.
Ο ιστορικός θεωρεί, βέβαια, πως και η προέλευση «της ανοιξιάτικης αργίας της Πρωτομαγιάς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι το αντίθετο του μπολσεβικισμού ή ακόμα και της σοσιαλδημοκρατίας. Ανιχνεύει τις ρίζες της στους αντι-σοσιαλιστές πολιτικούς, που, αναγνωρίζοντας πόσο βαθιά έχει ριζώσει η Πρωτομαγιά στο έδαφος της δυτικής εργατικής τάξης, θέλησαν να αντισταθμίσουν το γόητρο των εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων, οικειοποιούμενοι τη γιορτή τους και μετατρέποντάς τη σε κάτι διαφορετικό». Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ο ιστορικός, η κατά βάση αντι-σοσιαλιστική ΕΕ υιοθέτησε την Πρωτομαγιά για να μπορέσει να την αποσυνδέσει από τα κινήματα και την ταξική πάλη.
Οι βαθιές ρίζες της Πρωτομαγιάς στη λαϊκή ψυχή -γράφει ο Χομπσμπάουμ- έφεραν και ακραία παράδοξα: «Η κυβέρνηση του Χίτλερ ήταν η πρώτη μετά την ΕΣΣΔ που καθιέρωσε την Πρωτομαγιά ως Εθνική Εργατική Ημέρα. Η κυβέρνηση του Βισί του στρατηγού Πεταίν [σ.σ.: που συνεργάστηκε με τους ναζί] κήρυξε την Πρωτομαγιά ως Γιορτή της Εργασίας και της Ομόνοιας…».
«Οι ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς σαφώς ενθάρρυναν τη μετατροπή της Πρωτομαγιάς σε γιορτή… Αλλά η ιδέα μιας ταξικής αργίας, ταυτόχρονα αγώνα και καλοπέρασης, σίγουρα δεν ήταν αρχικά στο μυαλό τους. Από πού προέκυψε;» αναρωτιέται ο Χομπσμπάουμ, και παραδέχεται ότι η άνοιξη κι οι παραδόσεις της διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο.
Τα πρώτα χρόνια των εορτασμών, οι διαδηλώσεις ακολουθούνταν από κοινωνικοποίηση και ψυχαγωγία. Κι αυτός ο συνδυασμός συνέβαλε στην ενδυνάμωση της εργατικής τάξης: «Πόσο μάλλον που τα πανδοχεία και τα ταβερνεία ως σημεία συνάντησης του κινήματος ήταν πολύ σημαντικά», γράφει ο Χομπσμπάουμ. Επίσης, με την προσθήκη του ψυχαγωγικού σκέλους, στον εορτασμό συμμετείχαν γυναίκες και παιδιά, σε μια εποχή που η πολιτική ήταν «αντρική υπόθεση», συμπληρώνει. Οπότε με την καθιέρωση της Πρωτομαγιάς ως αργίας η εργατική τάξη ενωνόταν ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.
Εν πάση περιπτώσει, το να τιμάται η Πρωτομαγιά αυστηρά ως «ημέρα μαρτύρων», αν μη τι άλλο θα επιβεβαίωνε πόσο επιτυχημένη πλύση εγκεφάλου έκαναν στην εργατική τάξη οι Πουριτανοί που θέλησαν να εμφυσήσουν στους ανθρώπους την ενοχή για τη χαρά και την απόλαυση, να τους μετατρέψουν σε μίζερους υποτακτικούς της εκάστοτε εξουσίας.
Για ποιο λόγο όμως αγωνίστηκαν οι εργάτες του Σικάγο παρεκτός για να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη χαρά της ζωής; «Και γιατί άλλο, αλήθεια, θα την κάνετε την επανάσταση, ρε, αν όχι για να ξαναδώσετε στη ζωή τα δικαιώματά της, να την κάνετε χαρά, παιχνίδι, φαντασία, έρωτα; Πώς τη βλέπετε, δηλαδή, τη μελλοντική ευτυχία του ανθρώπου, με περισσότερα αγαθά;» όπως έλεγε ο «δικός μας» Χρόνης Μίσσιος. Γιατί αναδείχθηκε σε διαχρονικό σύμβολο η 18χρονη Maria Blondeau που χόρευε στην κεφαλή μιας διαδήλωσης το 1891 στο Fourmies της Γαλλίας, κρατώντας το ανθισμένο κλαδί που της είχε χαρίσει ο αρραβωνιαστικός της μέχρι που έπεσε νεκρή από τα πυρά της αστυνομίας; Γιατί η εικόνα του Μπελογιάννη με το κόκκινο γαρύφαλλο ήταν αυτή που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στη συλλογική μνήμη κι έγινε πίνακας του Πικάσο;
Κι ας αφουγκραστούμε προσεκτικά τον τεράστιο Μανώλη Γλέζο που έλεγε ότι «στις παραμονές των εκτελέσεων, στις παραμονές από κάθε μάχη μαζευόμαστε και κουβεντιάζαμε και λέγαμε “εάν εσύ ζεις μην με ξεχάσεις, εάν εσένα δεν σε βρει το βόλι όταν συναντάς ανθρώπους στο δρόμο, θα λες καλημέρα και από εμένα, και όταν πίνεις κρασί θα πίνεις κρασί και από εμένα, και όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων θα τον ακούς και για μένα, και όταν ακούς τον άνεμο να περνάει μέσα από τα φύλλα, όταν ακούς το θρόισμα των φύλλων, θα το ακούς και για μένα, και όταν χορεύεις θα χορεύεις και για μένα”».
Η λαχτάρα για τη ζήση, τη ζήση τη λέφτερη, την αξιοβίωτη, βρίσκεται στην καρδιά των πιο συγκλονιστικών στιγμών της ανθρωπότητας.
Οι πανάρχαιες Πρωτομαγιές που γιόρταζαν την Άνοιξη κατά πώς της πρέπει έφεραν τις σύγχρονες Πρωτομαγιές που διεκδικούν τη χαμένη μας Άνοιξη.
Και είναι μάλλον σ’ αυτό το μοιραίο αντάμωμα που συνοψίζεται το νόημα τούτης της ημέρας.