Categories: ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Στηρίζουν όντως οι Ρώσοι πολίτες τον Πούτιν – και γιατί;

Ήταν Δεκέμβριος του 1989, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, κι o αξιωματικός της KGB παρακολουθούσε ταραγμένος, αλλά χωρίς την παραμικρή σύσπαση στο κερένιο πρόσωπό του, το πλήθος να εισβάλλει στο μεγαλεπήβολο κτίριο της ανατολικογερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών Στάζι. Όταν ο όχλος όρμησε στα ενδότερα, στο «ιερό» της KGB, ο αξιωματικός θα ζητούσε ενισχύσεις, κανείς όμως δεν θα ενδιαφερόταν να στείλει. Τελικά, μπλόφαρε λέγοντας στους εξαγριωμένους Ανατολικογερμανούς ότι υπάρχουν ένοπλοι εντός του κτιρίου και θα ανοίξουν πυρ αν προχωρήσουν περισσότερο. Η μπλόφα πέτυχε. Ο κόσμος υποχώρησε. Ο αξιωματικός της KGB δεν ήταν άλλος από το σημερινό Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.

«Ένιωσα ότι η χώρα δεν υπήρχε πια. Ότι είχε εξαφανιστεί», θα έλεγε το 2000 σε συνέντευξή του γι’ αυτό το περιστατικό, φανερώνοντας ένα προσωπικό του τραύμα. Και το 2005, ενώ είχε επανεκλεγεί πρόεδρος, θα χαρακτήριζε την πτώση της ΕΣΣΔ ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα».

Αναμφισβήτητα, για τους Ρώσους η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένα σοκ, και δημιούργησε ένα βαθύ πολιτισμικό τραύμα που διήρκεσε δεκαετίες, όπως επισημαίνουν ειδικοί.

Κι αυτό δεν είναι απλώς μια «λεπτομέρεια» στην μετασοβιετική ιστορία της χώρας, αλλά ένα από τα καθοριστικά στοιχεία επάνω στα οποία έχτισε ο Βλαντιμίρ Πούτιν την εξουσία του.

Η λύση του προβλήματος «προϋποθέτει να αντιμετωπιστεί η ψυχολογική επιρροή που ασκεί στον λαό του», τονίζει ο συγγραφέας Πίτερ Πομεράντσεφ στον Guardian αναφερόμενος στον Βλαντιμίρ Πούτιν και την εισβολή στην Ουκρανία. «Εκτός από την ηδονή του βυθίσματος σε (συχνά φανταστικές) παλαιές δόξες, η προπαγάνδα που βασίζεται στη νοσταλγία είναι ψυχολογικά αποτελεσματική και με άλλους τρόπους: προωθεί την ιδέα ότι ο σπουδαίος ρωσικός λαός έχει ταπεινωθεί από μοχθηρές εξωτερικές δυνάμεις, και τώρα ο Πούτιν αποκαθιστά την υπερηφάνεια…»

Όσο αλήθεια είναι ότι καμία υπερηφάνεια κανενός λαού δεν αποκαταστάθηκε ποτέ με εισβολή σε ξένο κράτος, άλλο τόσο συνιστά στρουθοκαμηλισμό η άρνηση ότι ο ρωσικός λαός έχει αναπόφευκτα συνδέσει τον Πούτιν με την περίοδο που η Ρωσία στάθηκε στα πόδια της ξανά.

Ρίχνοντας αλάτι στην πληγή

Φανταστείτε λοιπόν έναν λαό, που ξαφνικά το 1991 από υπερδύναμη περιφέρεται πλέον ως ο κουρελής ηττημένος του Ψυχρού Πολέμου. Και μια Δύση, που για αρκετά χρόνια έριχνε αλάτι στην πληγή: το 1998, κι έχοντας προηγουμένως υπηρετήσει ως αναπληρωτής δήμαρχος της Αγίας Πετρούπολης, ο Πούτιν εργαζόταν για τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν στο Κρεμλίνο όταν τηλεφώνησε στον τελευταίο ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον για να του πει πως οι ΗΠΑ σκέφτονταν να βομβαρδίσουν τη Σερβία. Ο Γέλτσιν ούρλιαξε στον Κλίντον ότι αυτό είναι απαράδεκτο – και του έκλεισε το τηλέφωνο. Ωστόσο, οι ΗΠΑ απλώς προχώρησαν με τα σχέδιά τους. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δει εκ των έσω πόσο αδύναμη είχε γίνει η Ρωσία.  

Σε αυτή την ευαίσθητη στιγμή, ο Πούτιν βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό, και φαίνεται πως ορκίστηκε «να κάνει τη Ρωσία μεγάλη ξανά».

Λίγες ημέρες πριν γίνει πρόεδρος, στα τέλη του 1999, έγραψε ένα άρθρο στη ρωσική εφημερίδα Nezavisimaya Gazeta περιγράφοντας το όραμά του: «Για πρώτη φορά τα τελευταία 200-300 χρόνια, η Ρωσία κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας παγκόσμια δύναμη». Κάλεσε τους Ρώσους να ενωθούν για να σιγουρευτούν πως η χώρα θα παρέμενε δύναμη «πρώτης κατηγορίας».

Ακόμα βέβαια κι όταν ο ίδιος ηγούνταν της χώρας, το 2006, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Μόσχας για ανεφοδιασμό καυσίμων, και αρνήθηκε να τον επισκεφθεί στο Κρεμλίνο, αναγκάζοντάς τον να έρθει εκείνος στο αεροδρόμιο να τον συναντήσει. Και το 2014, ο πρόεδρος Ομπάμα αναφέρθηκε στη Ρωσία απλώς ως μια «περιφερειακή δύναμη».

Από τη χρεοκοπία στο οικονομικό «θαύμα»

Είναι κατανοητό γιατί οι Ρώσοι θεωρούν τον Πούτιν σωτήρα τους, θα έλεγε ο ακαδημαϊκός Μάρσαλ Γκόλντμαν του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ σε διάλεξή του στις 2 Ιουνίου 2008 στο Ινστιτούτο Κέναν. Η οικονομία της Ρωσίας είχε συρρικνωθεί κατά 40% στις αρχές του 1990 και κατέρρευσε το 1998. Από τότε που ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία ως πρωθυπουργός το 1999 και ως πρόεδρος το 2000, η ρωσική οικονομία αναπτυσσόταν κάθε χρόνο. Παρόλο που -όπως σημειώνει ο Γκόλντμαν- η ανάπτυξη αυτή θα είχε υπάρξει «με Πούτιν ή χωρίς». 

Ο πρώην αξιωματικός της KGB παρέλαβε μια χώρα που το 1998 ήταν χρεοκοπημένη και επί προεδρίας του έγινε η χώρα με τα τρίτα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα στον πλανήτη. «Υπήρχε πολλή διαφθορά και συγκέντρωση πλούτου, αλλά επίσης και πολλοί ανερχόμενοι (πλούσιοι). Μην ξεχνάτε ότι τη δεκαετία του ’90 ήταν όλοι πάμφτωχοι», θα πει στους New York Times ο ερευνητής του Carnegie Moscow Center Αλεξάντερ Γκαμπούεφ. Τώρα, η μεσαία τάξη μπορεί να πάει διακοπές στην Τουρκία ή το Βιετνάμ, συμπληρώνει.

Ταυτόχρονα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν διασφάλισε πως οι ισχυροί άνθρωποι στη χώρα θα είναι «δικοί του». Έτσι, αντικατέστησε ως επικεφαλής κομβικών επιχειρήσεων ολιγάρχες όπως ο Μπερεζόφσκι και ο Χοντορκόφσκι, καθώς και πρώην μάνατζερ της σοβιετικής νομενκλατούρας όπως οι Τσερμομίρντιν και Βιάκιεφ της Gazprom, με φίλους και πρώην συναδέλφους του από τη δημαρχία της Αγίας Πετρούπολης και τις μυστικές υπηρεσίες. Ως αποτέλεσμα –σημειώνει ο Γκόλντμαν- ο κρατικός έλεγχος στην ενέργεια αυξήθηκε από 10% το 2000 σε περίπου 50% το 2007. Συν του ότι έτσι δημιούργησε μια νέα κάστα ολιγαρχών, που οφείλουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση στον ίδιο.

«Η οικονομία της Ρωσίας έχει αναμφισβήτητα αναπτυχθεί υπό τον Πούτιν, αν και βυθίστηκε λίγο περισσότερο από άλλες μετά την οικονομική κρίση του 2008…» έγραφε το αμερικανικό CNBC το 2021.  Για να συμπληρώσει: «Η ύφεση που χτύπησε τη Ρωσία μετά την συντριβή των τιμών του πετρελαίου το 2014-2016 (όταν οι τιμές κατέρρευσαν από 114 δολ/βαρέλι σε 25 δολ/βαρέλι στις αρχές του 2016) είναι επίσης εμφανής, όπως και η ζημιά στο ΑΕΠ από την πανδημία, με τη Ρωσία να αποδεικνύεται το ίδιο ευάλωτη με τον υπόλοιπο κόσμο στα λοκντάουν, το κλείσιμο της βιομηχανίας και τη μείωση στη ζήτηση πετρελαίου. Ωστόσο, η πτώση δεν ήταν τόσο αισθητή όσο αυτή που παρατηρήθηκε συνολικά στην ΕΕ και τις χώρες του ΟΟΣΑ».    

Αν θέλουμε λοιπόν να καταλάβουμε πώς ο Ρώσος πρόεδρος παγίωσε την εξουσία του – και ποια επιρροή ασκεί στον λαό του, δεν γίνεται να παραλείψουμε τον οικονομικό παράγοντα.

Ωστόσο, το χρήμα δεν διασφαλίζει την υπερηφάνεια. Για έναν πολίτη που σέβεται τον εαυτό του χρειάζεται να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια κι ελευθερία για να είναι υπερήφανος. Κι εδώ κάπου «σταματούν» οι «παροχές» Πούτιν. Τα πράγματα χρόνια τώρα έχουν πάρει ανησυχητική τροπή. Γιατί εφόσον αναστήλωσε την οικονομία, ο Ρώσος πρόεδρος παρουσιάζει πλέον εαυτόν ως υπέρμαχο της Ορθοδοξίας και αντίπαλο δέος στις «εκφυλισμένες» αξίες της Δύσης – όπου «εκφυλισμένες», διάβαζε για παράδειγμα «φεμινισμός» και «δικαιώματα ομοφυλοφίλων». Εξ ου και βρήκε συμπαραστάτες στην ακροδεξιά της Ευρώπης (και όχι μόνο) – εξ ου και η χρηματοδότηση της Μαρίν Λε Πεν από ρωσική τράπεζα. Το 2019, εξάλλου, ο Ρώσος ηγέτης θα κήρυττε τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό «απαρχαιωμένο».

Όλη αυτή η υπερσυντηρητική ατζέντα «πάει πακέτο» με την επίκληση στη νοσταλγία του λαμπρού παρελθόντος της Ρωσίας, θυμίζοντας φασιστικές πρακτικές. «Όταν δεν επινοεί απλώς το παρελθόν για να εργαλειοποιήσει το συναίσθημα της νοσταλγίας, ο φασισμός αντιμετωπίζει επιλεκτικά το παρελθόν ώστε να αποφύγει οτιδήποτε που θα μειώσει τη λατρεία στη δόξα του έθνους», γράφει ο φιλόσοφος και συγγραφέας Τζέισον Στάνλεϊ στο «Πώς Λειτουργεί ο Φασισμός». 

Πάντως, δεν υπήρχε εξαρχής ιδιαίτερη αμφιβολία για το τι είδους πολίτευμα οραματιζόταν ο νέος ηγέτης. Όταν έπεσε η ΕΣΣΔ, οι περισσότεροι Ρώσοι αξιωματούχοι στο Δημαρχείο της Αγίας Πετρούπολης αντικατέστησαν τα πορτρέτα του Λένιν και του Κιρόφ με εκείνα του νέου Ρώσου προέδρου Μπόρις Γέλτσιν. Ήταν μόνο ο προσωπικός βοηθός του δημάρχου, ο νεαρός τότε Πούτιν, που επέλεξε να κρεμάσει στον τοίχο του γραφείου του το πορτρέτο του Μεγάλου Πέτρου. Ήταν ο τσάρος που έκανε τη Ρωσία από περιφερειακό βασίλειο, υπερδύναμη της Βορειοανατολικής Ευρώπης – και στον οποίο δόθηκε το προσωνύμιο «πατέρας του ρωσικού έθνους».  

Ο συμβολισμός ήταν εμφανής. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήθελε να γίνει «τσάρος», όχι γενικός γραμματέας.   

Τι υποστηρίζουν στ’ αλήθεια οι Ρώσοι σε αυτόν τον πόλεμο;

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν φαίνεται προς το παρόν να αντιμετωπίζει κίνδυνο να χάσει την εξουσία. Δεν έχει χάσει την υποστήριξη από τους πλουσίους της χώρας, κι ένα μεγάλο κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας φαίνεται πως τον στηρίζει ακόμα.

Ωστόσο, η εικόνα για το τι ακριβώς πιστεύουν οι Ρώσοι γι’ αυτόν τον πόλεμο δεν μπορεί παρά να είναι θολή – πολύ θολή. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε τι ακριβώς έχει στο μυαλό της η ρωσική κοινή γνώμη μετά από 22 χρόνια ολοένα και πιο αυταρχικής διακυβέρνησης Πούτιν, με τον Τύπο ελεγχόμενο, με «μαύρο» να έχει πέσει στο Διαδίκτυο, με όλες τις ανεξάρτητες εταιρείες δημοσκοπήσεων να έχουν περιθωριοποιηθεί και την αυτολογοκρισία να κυριαρχεί από τον διάχυτο βάσιμο φόβο ότι οι διαφωνούντες θα τιμωρηθούν; Και με μόνη πηγή πληροφόρησης τα δυτικά ΜΜΕ, που επίσης δεν μπορούν να έχουν σαφή εικόνα λόγω των παραπάνω συνθηκών – και μάλλον δεν μπορούν να είναι αντικειμενικά;

Οι περισσότεροι αναλυτές συμπεραίνουν ότι είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο Βλαντιμίρ Πούτιν απολαμβάνει έστω στοιχειώδους στήριξης στο εσωτερικό, ακριβώς επειδή κατάφερε να σηκώσει τη Ρωσία όρθια ξανά.  Επίσης, ακόμα και οι ελάχιστες ανεξάρτητες δημοσκοπήσεις υπολογίζουν σε πάνω από 50% το ποσοστό των Ρώσων που υποστηρίζουν τον Πούτιν στο ζήτημα της Ουκρανίας.

Τι ακριβώς όμως υποστηρίζουν;

Η κρατική τηλεόραση είπε στους Ρώσους ότι σκοπός της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» (έχει απαγορευτεί να χρησιμοποιείται η λέξη «πόλεμος») είναι να προστατεύσει τους ρωσόφωνους του Ντονμπάς, ενώ ελάχιστα αναφέρθηκε στον βομβαρδισμό του Χάρκοβο, την κατάκτηση της Μαριούπολης και τις μάχες έξω από το Κίεβο. Όπως αναφέρει το New Yorker, σύμφωνα με τη συλλογικότητα κοινωνιολόγων και επιστημόνων Πληροφορικής Athena Project που διεξάγουν τις δικές τους δημοσκοπήσεις, το 38% των ερωτώμενων Ρώσων που παρακολουθούν ειδήσεις στην τηλεόραση θεωρούν ότι σκοπός της επιχείρησης είναι να προστατεύσει τους πληθυσμούς των στηριζόμενων από τη Ρωσία αποσχισθεισών και αυτοανακηρυγμένων δημοκρατιών των Ντονέσκ και Λουχάνσκ. Το 21% όσων βλέπουν τηλεόραση αγνοούν ποιος είναι ο σκοπός. 

«Δεν νομίζω πως μπορούμε να πούμε ότι συνολικά οι άνθρωποι στη Ρωσία αγαπούν αυτόν τον πόλεμο – ότι τους αρέσει η ιδέα μιας κατάκτησης»θα πει στο New Yorker ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ Αλεξέι Μπεσούντνοφ. «Αλλά νομίζω πως είναι εξίσου λανθασμένο να πει κάποιος ότι το έχει δημιουργήσει όλο το Κρεμλίνο, ότι απλώς επινοεί νούμερα που δεν αντανακλούν κάποια πραγματικότητα». Οι άνθρωποι υποστηρίζουν «κάτι», θα συμπληρώσει, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη τι έχουν στον νου τους όταν λένε ότι υποστηρίζουν αυτό που συμβαίνει. Εκτός των άλλων, είναι «ειδική επιχείρηση», όχι εισβολή ούτε πόλεμος.

Εξάλλου, οι Ουκρανοί είναι αδελφός λαός των Ρώσων, κι οι Ρώσοι δεν θα ήθελαν να υποφέρειΓι’ αυτό και ο Πούτιν διάλεξε προσεκτικά τον όρο «ειδική επιχείρηση» και φροντίζει επιμελώς να παρουσιάζει ως στόχο της εισβολής, όχι τους Ουκρανούς, αλλά γενικώς και αορίστως τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και την «αποναζιστοποίηση» της Ουκρανίας. Οι δυνάμεις που μάχονται εναντίον της Ρωσίας δεν είναι οι κανονικές, αλλά ναζιστικά τάγματα, έχει πει επανειλημμένως ο Πούτιν, ενώ η κρατική τηλεόραση μιλά νυχθημερόν για μια μάχη ενάντια στον φασισμό.

Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως δεν είναι πρωτοφανές να βαφτίζεται το κρέας ψάρι. Ίσως η πρώτη φορά που ένας πόλεμος βαφτίστηκε «ανθρωπιστική επέμβαση» ήταν όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδιζε την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Επίσης, όπως επισημαίνει ο έμπειρος δημοσιογράφος και συγγραφέας Πέτρος Παπακωνσταντίνου, φυσικά και δεν κάνει ο Βλαντιμίρ Πούτιν κανέναν «αντιφασιστικό πόλεμο» στην Ουκρανία: «Χρησιμοποιεί ως άλλοθι τους φασίστες που έκαναν όντως εγκλήματα πολέμου στην Οδησσό και το Ντονμπάς για να δικαιολογήσει τις επεκτατικές βλέψεις του – όπως ακριβώς χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί υπαρκτές θηριωδίες του Μιλόσεβιτς στην πρώην Γιουγκοσλαβία ή του Χουσεΐν στο Ιράκ. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Ρωσία δεν είχε κανένα ηθικό πρόβλημα να χρηματοδοτεί τη Μαρίν Λεπέν στην προεκλογική εκστρατεία της».

Ο ρόλος της προπαγάνδας

Η συγκεκριμένη προπαγάνδα όμως στοχεύει σε διπλή ψυχολογική επιρροή στον λαό. Από τη μια επικαλείται το λαϊκό συναίσθημα από την ψυχροπολεμική εποχή, όταν το ΝΑΤΟ ήταν ο αντίπαλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας – και ως σύμβολο της ήττας της Ρωσίας παραμένει μισητό. Αφετέρου, επικαλείται τη σοβιετική εποποιία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η ΕΣΣΔ πλήρωσε τεράστιο φόρο αίματος με τον Κόκκινο Στρατό να δίνει το αποφασιστικό χτύπημα στον Χίτλερ.

Ο ρόλος της προπαγάνδας εξάλλου «είναι να συγκαλύψει τους ξεκάθαρα προβληματικούς στόχους των πολιτικών ή των πολιτικών κινημάτων παρουσιάζοντάς τους ως ευρέως αποδεκτές ιδέες», όπως επισημαίνει ο Στάνλεϊ. Έτσι κι εδώ, ένας ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχει ενδυθεί τον μανδύα του αντιφασισμού. Γιατί, όπως επισημαίνει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, «ο Πούτιν δεν αμφισβήτησε μόνο μια κυβέρνηση, αμφισβήτησε το ίδιο το δικαίωμα της Ουκρανίας να υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος, λέγοντας ότι πρόκειται για τεχνητό κατασκεύασμα του Λένιν και των μπολσεβίκων». 

Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, η εξουσία του «τσάρου» της Ρωσίας με το κερένιο πρόσωπο προς το παρόν δεν κινδυνεύει, ακόμα και αν οι διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στη Ρωσία καταγράφονταν αυξημένες και παρά το ότι το Time ανέλυε πώς οι Ρώσοι προσπαθούν να αλλάξουν το VPN τους και πώς το Telegram, στο οποίο κυριαρχούν οι Ρώσοι «αντι-πουτινικοί», κέρδισε 2,7 εκατομμύρια ακολούθους από την ημέρα της εισβολής.   

Το βέβαιο είναι πως μια από τις προϋποθέσεις για να επιλυθεί η παρούσα σύγκρουση είναι να γίνει κατανοητό τι είδους επιρροή ασκεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον λαό του. Και όχι να εξαπολύεται μια γενικευμένη αντιρωσική υστερία που «ρίχνει στην πυρά» από τον Τσαϊκόφσκι μέχρι τον Γκαγκάριν, ενισχύοντας τελικά το αφήγημα του Πούτιν στα μάτια των Ρώσων.      

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου