Στη Γερμανία δεν υπάρχουν φτωχογειτονιές, οι φτωχοί έχουν υγειονομική περίθαλψη και πρόσβαση στα βασικά προνόμια που τους εξασφαλίζουν ενοίκιο και φαγητό. Για να ανακαλύψει κανείς τι σημαίνει φτωχός σε μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου πρέπει να γνωρίσει το Tafel. Όλοι για όλους.
Το Tafel είναι μια οργάνωση χρηματοδοτούμενη από δωρεές που δίνει τακτικά φαγητό σε 1.5 εκατομμύρια άπορους στη Γερμανία. Ξεκίνησε στο Βερολίνο το 1993 με στόχο να διοχετεύσει τα πλεονάζοντα αγαθά σε εκείνους που είχαν πολύ λίγα. Μέχρι τώρα υπάρχουν περίπου 900 τοπικές οργανώσεις Tafel με 3.000 εστίες διανομής σε όλη τη Γερμανία. 50.000 εθελοντές βοηθούν να οργανωθεί η παροχή των αγαθών, επιβεβαιώνοντας ότι οι δωρεές τροφίμων πηγαίνουν στα σωστά χέρια. Κάθε άτομο που έχει καταγραφεί επίσημα ως φτωχός ή άπορος από την κοινωνική πρόνοια έχει πρόσβαση στο Tafel και απολαμβάνει προμήθειες φαγητού. Περίπου 30% των απόρων είναι παιδιά και έφηβοι, 17% ηλικιωμένοι συνταξιούχοι και το υπόλοιπο 53% είναι άτομα σε ηλικία εργασίας, εξαρτημένα όμως από την πρόνοια. Οι δωρεές προέρχονται από μεμονωμένα άτομα, τοπικές επιχειρήσεις και μεγάλες γερμανικές εταιρίες: Mercedes-Benz, Lidl, Metro και REWE είναι σήμερα οι κύριοι χορηγοί παρέχοντας φαγητό, χρήματα και υλική υποστήριξη για το Tafel. Επωφελούνται από τη μεγάλη φήμη του Tafel, ενισχύοντας θετικά το κοινωνικό τους προφίλ στο γερμανικό κοινό ενώ, με τις δωρεές να εκπίπτουν από τη φορολογία, η κοινωνική τους προσφορά είναι ακόμα μια οικονομικά ελκυστική συμφωνία για τις εταιρίες.
Κορίτσια καριέρας
Κάθε Παρασκευή γύρω στη 1 μ.μ., η μικρή ευαγγελική εκκλησία στο Γκάραθ, ένα νότιο προάστιο στο Ντίσελντορφ, πλημμυρίζει ανθρώπους. Μητέρες με παιδιά, έφηβοι, μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, κάποιοι μετανάστες, φτάνουν κρατώντας άδειες σακούλες στο χέρι και σέρνοντας τα καροτσάκια. Η Natalie Binzer είναι εδώ κάθε εβδομάδα συνοδευόμενη από τη φίλη της Tina, που έρχεται για υποστήριξη, βοηθώντας την να κουβαλήσει τις εβδομαδιαίες δωρεές φαγητού. Και οι δύο γυναίκες είναι γύρω στα 30, έχουν τρία παιδιά και ανήκουν στην εργατική τάξη. Γνωρίζονται από παιδιά, είναι πολύ καλές φίλες, αλλά οι ζωές τους πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις μετά το σχολείο. «Η ζωή μου είναι χάλια», λέει η Natalie γελώντας, «αλλά δε θέλω να παραπονιέμαι», καθώς βλέπει τις πόρτες του Tafel να ανοίγουν για τους πρώτους του “πελάτες”. Με την ευχάριστη, λαμπερή προσωπικότητα της, δεν ανήκει στα κλισέ όσων έχουν χτυπηθεί βαριά από τη φτώχεια. «Υπάρχει λίγη ελπίδα και καμία προοπτική. Μμοιραζόμαστε ό,τι έχουμε, μοιραζόμαστε ακόμα και τα δάκρυα μας».
Η καταδίκη του Hauptschule
Η ζωή της Natalie είναι μια τυπική ιστορία ενός φτωχού Γερμανού. Με ένα ιστορικό χαμηλής εκπαίδευσης, τελείωσε μόνο το «Hauptschule», το πιο “ταπεινό” από τα τρία πτυχία στο γερμανικό σχολείο. Με ένα τέτοιο πτυχίο δεν υπάρχει πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο ή σε κάποια ανώτατη εκπαίδευση. Κυρίως χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας – ως υπάλληλος σε σουπερμάρκετ, μηχανικός αυτοκινήτων ή πωλήτρια – είναι προσβάσιμες και μόνο μετά από υποχρεωτική τρίχρονη εκπαίδευση. Με το δίπλωμα Hauptschule οι προοπτικές είναι πολύ περιορισμένες, δίνοντας στους κατόχους ένα εντελώς αρνητικό κοινωνικό status στη γερμανική κοινωνία. Και αν ένας μαθητής στο Hauptschule δεν καταφέρει να έχει μια συγκεκριμένη εκπαίδευση εργασίας με το πτυχίο του, περιορίζεται σε μια ζωή οικιακής εργασίας ή σε χαμηλόμισθες δουλειές.
Όταν η Natalie έμεινε έγκυος στα 19 της, δεν είχε καμία οικονομική υποστήριξη από την οικογένεια της και καμία εργασιακή δεξιότητα. Χώρισε λίγο μετά τη γέννα, μένοντας μόνη να προσέχει την κόρη της, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο να παρακολουθήσει μια ολοήμερη εργασιακή εκπαίδευση. Απέκτησε δυο παιδιά από την επόμενη σχέση της, η οποία επίσης διαλύθηκε. Με τρία παιδιά να προσέχει, κανένα προσόν εργασίας και τον τωρινό σύζυγο της άνεργο, οι προοπτικές της είναι ζοφερές. Παρ’ όλο που η φίλη της Tina έμεινε εξίσου νωρίς έγκυος, είχε πιο τυχερή πορεία. Με τον σύντροφο της και την υποστήριξη της οικογένειας της, κατάφερε να βρει μια αξιόλογα αμειβόμενη εργασία μερικής απασχόλησης ως πωλήτρια, προσθέτοντας κάποια χρήματα στο μισθό των γονιών της για να τα βγάλουν πέρα, ανεξάρτητη από κάθε δωρεά Tafel ή κάποιο πρόγραμμα πρόνοιας.
Οι φτωχοδιάβολοι της εύφορης κοιλάδας
Για τους ανθρώπους που ζουν στον οικονομικό πυθμένα της κοινωνίας, το Tafel γίνεται όλο και πιο σημαντικό. Με τα κοινωνικά προγράμματα να μειώνονται στο όριο της φτώχειας, δεν είναι μόνο οι εξαρτημένες από την πρόνοια οικογένειες που ξεμένουν από χρήματα μετά το πρώτο μισό του μήνα. Αυτή είναι η άλλη Γερμανία. Είναι η Γερμανία αυτών που πληρώνουν το αντίτιμο για την επιτυχία των ολίγων. Σχεδόν ένα τέταρτο του γερμανικού εργατικού δυναμικού απασχολείται σε συνθήκες χαμηλού μισθού, με μέσο όρο περίπου 6,7 ευρώ την ώρα, ενώ 1,4 εκατομμύρια εργάτες παίρνουν λιγότερα από 5 ευρώ την ώρα. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Γερμανοί ανήκουν στη λεγόμενη «Aufstocker»: εργάζονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, αλλά το εισόδημα τους είναι τόσο χαμηλό που πρέπει να επιχορηγηθεί από την πολιτεία για να περάσει τα όρια της φτώχειας και να φτάσει το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης. Ποτέ μετά από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο δεν έχουν υπάρξει τόσοι πολλοί φτωχοί στη Γερμανία. Η διανομή του πλούτου έχει γίνει δραματικά άνιση, με το χαμηλότερο 50% της γερμανικής κοινωνίας να κατέχει μόνο το 1% και το ανώτερο 10% σχεδόν τα 2/3 του πλούτου. Πρόκειται για την παλιά, διαιωνιζόμενη ιστορία του πλούσιου που γίνεται πλουσιότερος και του φτωχού που γίνεται φτωχότερος.
Υπάρχει το σύστημα
Για τη Natalie οι εβδομαδιαίες προμήθειες τροφίμων στο Tafel αξίζουν 100 ευρώ. «Δεν θα έτρωγα ούτε φρούτα, ούτε λαχανικά χωρίς το Tafel», λέει με ευχαρίστηση. Όποιος πάει στο Tafel καταγράφεται με βάση το όνομα και του δίνεται ένας αριθμός. Όλα υπολογίζονται σε έναν κατάλογο, όπως για πόσα άτομα κάποιος θα χρειαστεί τρόφιμα. Ο κατάλογος ανανεώνεται κάθε εβδομάδα, εξασφαλίζοντας ότι αρκετό φαγητό θα βρίσκεται στα χέρια όλων. Η Natalie είναι η επόμενη και περπατάει προς τη μεγάλη ουρά των στοιβαγμένων τροφίμων. Οι εθελοντές είναι πίσω από τα κουτιά βάζοντας πατάτες, φρούτα, καφέ και ό, τι άλλο χρειάζεται στις ανοιχτές σακούλες της Natalie. «Η ποιότητα είναι καλή, όπως στο σουπερμάρκετ και παίρνω τα περισσότερα από τα πράγματα που χρειάζομαι». Αν και η ποσότητα και το είδος της δωρεάς διαφέρει κάθε εβδομάδα, οι διοργανωτές του Tafel συνήθως καταφέρνουν να εξυπηρετήσουν όλους όσους έρχονται. Όποτε είναι απαραίτητο, μπορούν να γυρίσουν σε ένα από τα εφτά άλλα τμήματα διανομής σε όλη την πόλη, φέρνοντας περισσότερο φαγητό από το εκτεταμένο δίκτυο του Tafel. Και ακόμα κι όταν εμφανίζονται άτομα χωρίς εγγραφή ή κανένα ραντεβού, θα πάρουν κάτι –«δεν διώχνουμε κανέναν άπορο», λέει ο Andrea Schmitz, ένας από τους εθελοντές.
Μια περήφανη χήρα
Πολλές στον αριθμό, 191 οικογένειες όπως της Natalie εξαρτώνται από το Tafel στη συνοικία του Γκάραθ με τους 18.000 κατοίκους. «Τώρα 350 άτομα έρχονται εδώ για φαγητό κάθε εβδομάδα», εξηγεί ο Andrea. «Ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν φτωχοί στο Ντίσελντορφ αλλά ο αριθμός των ατόμων που έρχονται έχει διπλασιαστεί τα τελευταία δυόμιση χρόνια”. Το Ντίσελντορφ είναι μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Γερμανίας, χωρίς χρέη, με φανταχτερή μόδα, ακριβούς εμπορικούς δρόμους και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά πανηγύρια του κόσμου. «Οι άνθρωποι εδώ λένε ότι οι φτωχοί φταίνε για τη φτώχεια τους. Και όσοι έρχονται εδώ αισθάνονται ένοχοι που είναι φτωχοί». Οι ιστορίες των ανθρώπων στο Tafel είναι κάτι διαφορετικό. Αυτοί που έρχονται εδώ συνήθως έχουν δουλέψει σε ολόκληρη τη ζωή τους και ακόμα δεν έχουν αρκετά χρήματα για φαγητό. Σαν την ηλικιωμένη χήρα στα 70 της, πολύ περήφανη για να παραιτηθεί από το όνομα της, που είχε μια δουλειά όταν ήταν νέα, αλλά έπρεπε να μεγαλώσει τρία παιδιά, ενώ ο σύζυγος της εργαζόταν σε πλήρη απασχόληση όλη του τη ζωή. Η μικρή σύνταξη του άντρα της στα 700 ευρώ είναι μόλις αρκετή για το ενοίκιο, αφήνοντας την με 50 ευρώ το μήνα για φαγητό. Νιώθει ότι ταπεινώνεται που χρειάζεται το Tafel, αλλά δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν είναι η εξαίρεση – το ήμισυ των ανώτερων συντάξεων των Γερμανών πολιτών είναι χαμηλότερο από το «Grundsicherung», το βασικό εισόδημα που με βάση το νόμο χρειάζεται κάποιος για τα προς το ζην. Επίσης, αυξανόμενο πλήθος εφήβων και παιδιών με άνεργους γονείς έρχονται στο Tafel, κάνοντας το πρόβλημα της φτώχειας των νέων όλο και πιο δραματικό. Ένα ποσοστό 15% των παιδιών μεταξύ 11 και 20 χρονών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Παρόλο που το Tafel έχει επεκτείνει τις υπηρεσίες του από το φαγητό στην παροχή βιβλίων, νομικής βοήθειας και εκπαίδευσης, το κοινωνικό στίγμα του να είναι κάποιος φτωχός δε διαγράφεται με μια γεμάτη σακούλα από ψώνια.
Δημιουργική λογιστική
Το να είσαι αποδέκτης του «Hartz-4», ενός από τα προγράμματα πρόνοιας, είναι συνώνυμο με το να είσαι ένας ηττημένος – ο όρος χρησιμοποιείται ως προσβολή στην καθομιλουμένη. «Τα παιδιά την πληρώνουν», λέει η Natalie. Η μεγαλύτερη της κόρη είναι 13 τώρα και θέλει ένα φανταχτερό κινητό τηλέφωνο όπως όλα τα παιδιά στο σχολείο, αλλά δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά. Και η πίεση του “κανονικού” κοινωνικού status είναι μεγάλη. Τα παιδιά που είναι εμφανώς φτωχά και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν στην υλιστική επίδειξη στα σχολεία απομονώνονται. «Η κοινωνική μέθεξη είναι εξαιρετικά δύσκολη για τις φτωχές οικογένειες», λέει ο Andrea Schmitz. Τα παιδιά των μεσαίων κοινωνικών τάξεων εμφανίζονται με σακίδια που κοστίζουν έως και 200 ευρώ, ξεχωρίζοντας ήδη από την πρώτη τάξη του σχολείου τους μη έχοντες και τους κατέχοντες. Η Natalie δεν μπορεί να ανταγωνιστεί οικονομικά με αυτές τις οικογένειες. Με την κοινωνική πρόνοια και το επίδομα διατροφής των παιδιών της μαζεύει περίπου 1.200 ευρώ κάθε μήνα, που είναι πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας των 1.660 ευρώ. Μόλις πληρωθεί το ενοίκιο, έχει 600 ευρώ υπόλοιπο για τα πέντε άτομα του νοικοκυριού. Όχι αρκετά για τρόφιμα, λογαριασμούς κινητών, ρούχα, ηλεκτρικό ρεύμα και ό,τι άλλο χρειάζεται σε μια από τις πιο ακριβές πόλεις της Γερμανίας. «Αν δεν έχεις το Tafel, την έβαψες», λέει θυμωμένα. Οι σακούλες τροφίμων της Natalie είναι γεμάτες με τα εφόδια αυτής της εβδομάδας, αλλά για πολιτιστικές δραστηριότητες όπως μουσεία, κινηματογράφος ή μια επίσκεψη στην κοινοτική πισίνα τα λεφτά είναι πολύ λίγα. «Αν θέλουμε πολιτισμό», λέει γελώντας, «κάνουμε μια βόλτα στο δάσος. Τι άλλο μπορείς να κάνεις;» Οι διακοπές είναι μια πολυτέλεια που η οικογένεια της δε σκέφτεται καν. Παίρνοντας τα τσιγάρα της λέει, «η πολυτέλεια μου είναι η νουτέλα και τα τσιγάρα». Αλλά η πολυτέλεια δεν είναι ένα θέμα για αυτήν, αυτό που θέλει είναι μια δίκαιη ευκαιρία να συμμετέχει ισότιμα στην κοινωνία.
Σκληρή ροκ για την ελίτ
Οι φτωχοί της Γερμανίας είναι πολύ πιθανόν να παραμείνουν φτωχοί. Τα φτωχά παιδιά δεν έχουν την ίδια πρόσβαση στην εκπαίδευση ή την κοινωνική συμμετοχή που ενθαρρύνει την ανάπτυξη. Η εκπαίδευση στη Γερμανία είναι πολύ προκαθορισμένη από το κοινωνικό status και το ιστορικό. Το ποιος πάει στο πανεπιστήμιο αποφασίζεται περισσότερο ή λιγότερο όταν τα παιδιά είναι περίπου 11 χρονών και σχεδόν τελειώνουν τα τέσσερα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Οι Γερμανοί δάσκαλοι πρέπει να προτείνουν τους μαθητές τους στα τρία είδη διαφορετικών σχολείων, Gymnasium, Realschule, Hauptschule, σύμφωνα με τους βαθμούς του κάθε μαθητή. Η Γερμανία του σήμερα είναι μια κοινωνία με ταξική συνείδηση, με τις ελίτ μάζες να αποκλείουν από νωρίς τους ανταγωνιστές από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Μόνο το 14% των παιδιών της εργατικής τάξης παρακολουθούν το Gymnasium σε αντίθεση με το 81% των παιδιών της ανώτατης τάξης. Με απλά λόγια, η εργατική τάξη ή οι φτωχοί γονείς συχνά δεν έχουν τη γνώση ή την οικονομική ικανότητα να υποστηρίξουν την εξέλιξη των παιδιών τους.
Όλα είναι σχετικά
Οι φτωχοί στη Γερμανία δεν πεινούν. Όμως, για όσο η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται και οι εξαγωγές βρίσκονται στα ύψη, το χαμηλότερο μέρος της κοινωνίας δεν παίρνει το μερίδιο του από τον τεράστιο και σταθερά αυξανόμενο πλούτο. Αυτό σημαίνει ότι περιβάλλονται από μια ακραία επίδειξη πλούτου, δεν μπορούν να συμμετέχουν στην κανονική ζωή και τα παιδιά τους παραμένουν παγιδευμένα στο φαύλο κύκλο της φτώχειας. Το να είσαι φτωχός στη Γερμανία σίγουρα σημαίνει λιγότερο φτωχός από ότι στις περισσότερες άλλες χώρες. Η κοινωνική επιστήμη το ονομάζει αυτό “σχετικά φτωχός”. Αλλά αυτό κάνει ένα φτωχό Γερμανό μόνο “σχετικά χαρούμενο”.
Ο Αντώνης Αντωνίου είναι δημοσιογράφος της γερμανικής τηλεόρασης-WDR.