Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Κοιλάδα του Ρουρ, η πατρίδα των φτωχών

Βιομηχανίες όπως η Τίσεν περιέκοψαν τις θέσεις εργασίας και μετέφεραν εργοστάσιά τους σε χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας

Ακόμη και σε πλούσιες πόλεις όπως το Ντύσελντορφ, η φτώχεια έχει αυξηθεί όχι μόνο στατιστικά αλλά και στην πραγματικότητα. Ζητιάνοι εκλιπαρούν για χρήματα και συνταξιούχοι επιστρέφουν άδεια μπουκάλια για να εξασφαλίσουν μερικά ευρώ την ημέρα, τσαλακώνοντας έτσι την εικόνα μιας «πλούσιας» πόλης. Μάλιστα, 30 χλμ. βόρεια του Ντύσελντορφ, οι αλλαγές αυτές γίνονται πιο έντονες. Εδώ ξεκινά η περιοχή του Ρουρ με τα πέντε εκατομμύρια κατοίκους, η περιοχή όπου βρίσκεται η βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, ξακουστή για τη χαλυβουργία και τις μονάδες παραγωγής άνθρακα. Οι δομικές αλλαγές από τη βαριά βιομηχανία σε μια τριτογενή οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εξανεμίσει τις παλιές βιομηχανικές θέσεις εργασίας στην περιοχή αυτή. Μεγάλες εταιρείες όπως η Κρούπ και η Τύσεν περιέκοψαν θέσεις εργασίας ή μετέφεραν εργοστάσιά τους σε χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας. Επιπλέον, τα μεγάλα ανθρακωρυχεία, στα οποία κάποτε εργάζονταν μισό εκατομμύριο εργάτες, έκλεισαν σχεδόν όλα. Χαμηλού κόστους κάρβουνο από την Κίνα μεταφέρεται στην πλούσια σε κάρβουνο Γερμανία. Πόλεις όπως το Ντούισμπουργκ, το Γκελσενκίρχεν, το Βατενσάιντ και το Μπόχουμ στο βόρειο κομμάτι της περιοχής, περιέπεσαν σε φτώχεια και τεράστια χρέη συγκεντρώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια. Οι ολοένα εξαφανιζόμενες δουλειές στη βαριά βιομηχανία δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν με θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών. Ακόμα και με επαγγελματική επανεκπαίδευση και οι πιο ικανοί εργάτες δεν μπόρεσαν να βρουν μια θέση. Το Ντούισμπουργκ, με τους 500.000 κατοίκους και δείκτη ανεργίας να κυμαίνεται στο 15% έχει ουσιαστικά χρεωκοπήσει, είναι δε μια από τις φτωχότερες πόλεις της Γερμανίας, σε κατάσταση χειρότερη και από αυτήν  των περιοχών της τέως Ανατολικής Γερμανίας, που ακόμη προσπαθούν να ακολουθήσουν τα δυτικογερμανικά πρότυπα. Γειτονιές και συνοικίες ολόκληρες έχουν εγκαταλειφθεί από τους πρώην ανθρακωρύχους που ζούσαν εδώ. Σε ορισμένες πόλεις έχουν αρχίσει να γκρεμίζονται ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, ευνοώντας έτσι τη δημιουργία νέων πάρκων, τα οποία προτιμώνται από επενδύσεις σε υποδομές, αφήνοντας έτσι τις τιμές των σπιτιών σε υψηλό επίπεδο για τους ιδιοκτήτες τους. Όσοι έχουν την οικονομική  δυνατότητα πηγαίνουν σε καλύτερες γειτονιές ή πηγαίνουν καθημερινά μέχρι το Ντύσελντορφ για δουλειά.

Πρώην μεταλλωρύχοι δουλεύουν ως καθαριστές με δύο ευρώ την ώρα

Μια από τις χειρότερα πληγείσες συνοικίες στην περιοχή είναι εκείνη του Ντούισμπουργκ-Μπρουκχάουζεν. Πρόκειται μια από τις πιο άσχημες συνοικίες της γερμανικής βιομηχανίας, στην οποία δεσπόζει το μεγαλύτερο στον κόσμο συγκρότημα χαλυβουργίας που εκτείνεται σε όλο το βόρειο κομμάτι της πόλης. Το εργοστάσιο Θύσσεν-Κρουπ παράγει εξαρτήματα για την αυτοκινητοβιομηχανία. Ακριβώς απέναντι από το εργοστάσιο απλώνεται η γειτονιά όπου διαμένουν δεκάδες χιλιάδες εργατών, οι οποίοι έμεναν σε εταιρικά σπίτια. Μόνο ένας μικρός αριθμός εργατών απέμεινε έπειτα από την αυτοματοποίηση της εργασίας, η οποία αύξησε τα κέρδη και μείωσε τις θέσεις. Όσοι δουλεύουν ακόμη στο εργοστάσιο, μετακόμισαν εδώ και καιρό. Η συνοικία Μπρούκχαουζεν είναι όπως οι υπόλοιπες γειτονιές στην περιοχή, αλλά θυμίζει περισσότερο ένα γκέττο γερμανικού τύπου. Άδεια σπίτια με αμπαρωμένα παράθυρα, γκραφίτι στους τοίχους και σωροί σκουπιδιών στα πεζοδρόμια συνθέτουν ένα ερειπωμένο τοπίο, στο οποίο συμβάλλουν οι χαλυβουργικές μονάδες με την καταθλιπτική τους όψη στην άλλη πλευρά. Τη συνοικία αυτή δεν την επισκέπτονται τουρίστες και όσοι ξένοι έρχονται μέχρι εδώ αντιμετωπίζονται με σιωπηρή εχθρότητα. Οι άνθρωποι εδώ νιώθουν ηττημένοι και δεν τους αρέσει οι άλλοι να βλέπουν την δυστυχία τους.

Ο Μάννι (αριστερά) δεν αισθάνεται καθόλου άσχημα που τον συντηρεί το κράτος.”Αν βρω δωρεάν λεφτά,θα τα πάρω”,λ’εει

Μόνο λίγοι ντόπιοι Γερμανοί μένουν ακόμα εδώ. Οι Τούρκοι μετανάστες που ήρθαν τη δεκαετία του ’60 αποτελούν την πλειονότητα στο Μπρουκχάουζεν, έχοντας εγκαταστήσει τη δική τους κοινότητα εδώ, με καφετέριες και ένα εβδομαδιαίο παζάρι. Ο Μάννι και ο Αντρέας, Γερμανοί, πενηντάρηδες και οι δυο, μεγάλωσαν εδώ και ακόμα θυμούνται τις καλές εποχές, όταν η συνοικία τους έσφυζε από ζωή. Η κοινότητα ήταν ενεργή τότε, οι άνθρωποι είχαν δουλειές και προοπτική. Σήμερα, οι δυο τους συναντιούνται μέρα παρά μέρα στη βεράντα της μητέρας του Αντρέας και πίνοντας καφέ συζητούν όλο το βράδυ. Ο Αντρέας, συνταξιούχος ανθρακωρύχος πια, έφυγε από το σπίτι μερικά χρόνια πριν, αλλά επισκέπτεται τακτικά τη μητέρα του. «Μας κατέστρεψαν χωρίς κανένα λόγο», λέει με πικρία, αναφερόμενος στη διαλυμένη βιομηχανία άνθρακα. «Διαθέτουμε άνθρακα για χιλιάδες χρόνια εδώ στη χώρα, αλλά τον εισάγουμε από την Κίνα», λέει. Ως συνταξιούχος, έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα. «Οι νέοι είναι εκείνοι που δεν έχουν καμία τύχη στην περιοχή. Καλύτερα να φύγουν». Ο Μάννι, που δουλεύει περιστασιακά εδώ και εκεί, οποιαδήποτε δουλειά βρίσκει πρόχειρη, ζει από το επίδομα του προγράμματος «Hartz-4». Όπως και οι δυο γιοι του, που έχουν δικά τους παιδιά, και η κόρη του  μένει στο πατρικό της. «Γιατί να δουλέψει;», λέει, «Η κόρη μου, στην τελευταία της δουλειά, έπαιρνε λιγότερα από τα 800 ευρώ που θα έπαιρνε με το Hartz-4». Πολλές από τις δουλειές των ανειδίκευτων εργατών, όπως για παράδειγμα της καθαρίστριας ή του σεκιούριτι σε σούπερ-μάρκετ έχουν ως εισόδημα τα 5 ή 6 ευρώ σε αυτό το κομμάτι της Γερμανίας, ορισμένες φορές και λιγότερα. «Οκτώ ώρες σε μια βρώμικη δουλειά και να πληρώνεσαι με λιγότερα χρήματα από αυτά που δίνει το ταμείο Πρόνοιας δεν έχει κανένα νόημα, Η δουλειά πρέπει να αμοίβεται» Θα ήθελε να δουλέψει, λέει ο Μάννι, «αλλά όχι σαν σκλάβος». Με τις τράπεζες να «ξελασπώνονται» διαρκώς μετά τις αποτυχίες τους, δε νιώθει καθόλου άσχημα που πληρώνεται από την Πολιτεία. «Μπορούν να μου φιλήσουν τον κώλο. Εάν βρω δωρεάν χρήματα, θα τα πάρω».

Ντάνιελ ¨Εκχαρτ,20 ετών,εργάζεται ως αποθηκάριος με 8 ευρώ την ώρα.Δεν τρέφει καμία αυταπάτη για το μέλλον του

Τρία τετράγωνα μακριά, βρίσκεται το τοπικό μίνι-μάρκετ, ένα από τα λίγα μαγαζιά στο Μπρουκχάουζεν. Κυρίως Γερμανοί κάτοικοι έρχονται για να πιουν μια μπίρα ή έναν καφέ, αφού δεν υπάρχουν παμπ στο Μπρουκχάουζεν πλέον, με την τελευταία να έχει κλείσει εδώ και δυο χρόνια. Ο εικοσάχρονος Ντάνιελ Έκχαρτ ακουμπάει στον τοίχο του μαγαζιού, με ένα σκύλο να στέκεται δίπλα του. Έχοντας τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εδώ και τέσσερα χρόνια, προσπαθεί έκτοτε να εκπαιδευτεί στη δουλειά ως μηχανικός αυτοκινήτων. «Καμία τύχη», λέει, «Έχω στείλει αιτήσεις γύρω στις δώδεκα φορές αλλά με απέρριψαν σε όλες. Και το απολυτήριό μου είναι καλό». Δουλεύει ως αποθηκάριος για 8 ευρώ την ώρα, ένας καλός μισθός όπως ισχυρίζεται, θέλει όμως μια προοπτική στη ζωή, μια καριέρα κάποιου είδους. Οι προσδοκίες του είναι μετριοπαθείς για τη Γερμανία: «Με ένα μισθό 1200 ευρώ θα ήμουν ευχαριστημένος». Μια διαφορά 400 ευρώ παραπάνω από το «Hartz-4» είναι μεγάλη στις μέρες μας. «Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με αυτό». Η Ντάγκμαρ Μέτε, 55 χρονών, στέκεται σε ένα από τα τραπέζια, καπνίζοντας και ρουφώντας τον καφέ της. Δεν έχει οικονομικά προβλήματα όπως πολλοί άνθρωποι εδώ, αλλά είναι θυμωμένη για την εξέλιξη του Μπρουκχάουζεν, του Ντούισμπουργκ και της Γερμανίας γενικότερα. Δουλεύει στην καθαριότητα για 15 χρόνια τώρα και πάντοτε έβγαζε αρκετά χρήματα για να μεγαλώσει 5 παιδιά. «Είναι σοκαριστικό το πόσο θλιμμένοι άνθρωποι υπάρχουν εδώ», λέει, «η ανθρωπιά έχει χαθεί εντελώς». Για εκείνη, τα πράγματα δε θα γίνουν καλύτερα μετά τις εκλογές. «Η εξουσία διαφθείρει οποιοδήποτε και αν κάνει κουμάντο». Έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στην πολιτική με την αργή παρακμή της περιοχής, νιώθοντας εγκαταλελειμμένη από την Κυβέρνηση. «Οι πολιτικοί είναι χειρότεροι από τη Μαφία, είναι όλοι διεφθαρμένοι. Εάν είχα τη δυνατότητα, θα έκανα και χωρίς αυτούς, η οργή μου μεγαλώνει».  Δεν έχει ιδέα για το πώς τα πράγματα μπορούν, στο μέλλον, να γίνουν καλύτερα στην περιοχή του Ρούρ.

Ντάγκμαρ Μέτε,55 ετών,καθαρίστρια.¨Έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στους πολιτικούς

Έχουν γίνει προσπάθειες ώστε οι δομικές αλλαγές στην περιοχή να γίνουν πιο ομαλά, όπως στα βόρεια του Ντούισμπουργκ. Η πάλαι ποτέ τεράστια χαλυβουργία και μονάδα παραγωγής άνθρακα έχει μετατραπεί σε δημόσιο πάρκο, με τις μηχανές και τις γιγαντιαίες υψικαμίνους να παραμένουν στη θέση τους. Είναι πλέον κομμάτι του “σχεδίου  βιομηχανικής κουλτούρας”, που προσπαθεί να μεταμορφώσει τις αχρησιμοποίητες βιομηχανικές τοποθεσίες σε μνημεία του παρελθόντος για την περιοχή. Για μερικούς, που δουλεύουν και προσπαθούν να διατηρήσουν το πάρκο, αυτό φαίνεται κάπως ειρωνικό. Οι περισσότεροι στάλθηκαν εδώ από το γραφείο εύρεσης εργασίας της Πολιτείας, είναι εργάτες με τη λογική «προσφοράς και ζήτησης». Άνεργοι άνθρωποι που είναι για καιρό εκτός εργασίας αναγκάζονται να δεχθούν όποια “εργασία του ενός ευρώ” τους προτείνει το γραφείο εργασίας. Είναι κατανοητό, αφού το επίδομά τους μειώνεται. Αλλά είναι αμφίβολο εάν πενηντάχρονοι πρώην ανθρακωρύχοι που μετατρέπονται  σε σκουπιδιάρηδες χάρη στο γραφείο εργασίας, θα μπορούν να συντηρηθούν με 2 ευρώ την ώρα, ενώ ως ανθρακωρύχος είχε τον αξιοπρεπέστατο μισθό των 22 ευρώ την ώρα. Όπως είναι αμφίβολο και εάν ένας εικοσιεξάχρονος νέος, που μόλις τελείωσε το σχολείο και μια τριετή εξάσκηση ως χτίστης, θα βρει ποτέ απασχόληση, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει εργασία για τον κλάδο του στην περιοχή. Οι μόνες δουλειές που βρίσκει προέρχονται από πρακτορεία που προσφέρουν προσωρινή απασχόληση, τα οποία «νοικιάζουν» τις υπηρεσίες του για εβδομάδες ή μήνες σε άλλες εταιρίες και κρατούν μέρος του μισθού του σαν μερίδιο. Προτιμάει να δουλεύει ως ένας άλλος two-euro jobber, ως κηπουρός στα πάρκα του Ντούισμπουργκ. Χωρίς δουλειά δεν υπάρχει αξιοπρέπεια. Η άποψη αυτή είναι δημοφιλής στη Γερμανία. Το κυρίαρχο στοιχείο στη Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ είναι να έχουν δουλειά οι άνθρωποι, χωρίς να έχουν σημασία οι παράπλευρες απώλειες στα ίδια τα άτομα ή στην όψη της κοινωνίας.

Ντούισμπουργκ,Μπροκχάουζεν.Η συνοικία των φτωχών

Με το χάσμα που καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό της γερμανικής κοινωνίας ολοένα να διευρύνεται, οι επικριτικές φωνές για τις συνέπειες της οικονομικής πολιτικής της χώρας γιγαντώνονται και ακούγονται όλο και περισσότερο. Τα δυο τρίτα των Γερμανών πιστεύουν ότι η κοινωνία τους είναι βαθύτατα άνιση και ακόμα περισσότερο θέλουν να δουν να εφαρμόζεται το μέτρο του «κατώτατου μισθού». Η Γερμανία είναι μια από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες δίχως νομική κατοχύρωση του κατώτατου μισθού. Η κοινή γνώμη και οι αναμενόμενες αρνητικές συνέπειες της Γερμανικής πολιτικής των χαμηλών μισθών αρχίζει να φοβίζει όχι μόνο τα συντηρητικά κόμματα, όπως τους χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ που τάσσονται πλέον υπέρ του κατώτατου μισθού, έπειτα από δεκαετίες άρνησής θεσμοθέτησης του. Ακόμη και οι μεγαλοεπιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι η σωστή κίνηση, με την πλειοψηφία των Γερμανών επιχειρηματιών να την υποστηρίζουν. Αυτή θα είναι η πρώτη κίνηση για να διορθωθούν οι λάθος αναπτυξιακές κινήσεις της Γερμανίας την τελευταία δεκαετία. Αλλάζοντας τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις της «Ατζέντας του 2010», βάζοντας φόρους στα υψηλότερα εισοδήματα για εξασφάλιση της ισότητας και ουσιαστική αύξηση των μισθών, επενδύοντας στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην υγεία, στις υποδομές και στα περιβαλλοντικά ζητήματα, υπάρχει η δυνατότητα, πιστεύουν πολλοί Γερμανοί ότι θα γίνει ένα σωστό βήμα  στην οικονομία  για μια καλύτερη για όλους Γερμανία. Αυτό θα έχει θετικά αποτελέσματα για όλη την Ευρώπη. Η ψήφος τώρα πια επαφίεται στα χέρια των Γερμανών.

Ο Αντώνης Αντωνίου είναι δημοσιογράφος της γερμανικής τηλεόρασης-WDR.

Αντώνης Αντωνίου

Share
Published by
Αντώνης Αντωνίου