Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος για να ανεβάζουμε μικρά παιδιά στα social media; Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το Sharenting.

Μία από τις οικογενειακές συνήθειες που με φέρνει διαχρονικά σε αμηχανία είναι τα φωτογραφικά άλμπουμ. Αυτά τα βαριά λευκώματα που κατά καιρούς ανατρέχουν οι γονείς για να αναπολήσουν την παιδική σου ηλικία, αυτή η συλλογή από στιγμιότυπα που ξεφυλλίζουν για να κορδωθούν σε φίλους, συγγενείς και γνωστούς δείχνοντάς εσένα σε ηλικία που αδυνατείς να θυμηθείς. 

Πλέον δεν τυπώνουμε φωτογραφίες, το κάνουν λίγοι και σπάνια. Τα άλμπουμ μας είναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρονική μορφή, οι στιγμές μας είναι εκτεθειμένες διαδικτυακά. Μια ματιά σε ορισμένα στατιστικά των social media είναι ενδεικτική για το πόσο είναι συνδεδεμένα με τη ρουτίνα μας, με τη δημοσίευση και την αποθήκευση των στιγμών μας. Στο Facebook καθημερινά ανεβαίνουν 300 εκατομμύρια φωτογραφίες, στο Instagram άλλα 95 εκατομμύρια. 

Πολύ πρόσφατα, έπεσα πάνω σε μια δημοσίευση για ελληνίδα celebrity η οποία, άρτι εξαχθείσα από το μαιευτήριο, φωτογράφισε «μια υπέροχη γωνιά απο το παιδικό δωμάτιο της κόρης της» – αυτός ήταν ο τίτλος. Το άρθρο ήταν βασισμένο σε Instagram φωτογραφίες, δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που το γεγονός πως ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο απέκτησε παιδί αποτελεί είδηση. Επίσης, αυτές τις μέρες είναι δύσκολο να μην έχετε δει ότι κυκλοφορεί βίντεο με την αντίδραση του Έλληνα διεθνή μπασκεμπολίστα, Βασίλη Σπανούλη, όταν μαθαίνει ότι η Ολυμπία Χοψονίδου είναι για έκτη φορά έγκυος, παίζει παντού.  

Είτε ασκούμε μετρήσιμη επιρρόη είτε όχι, ως χρήστες των social συνηθίζουμε να απεικονίζουμε τον εαυτό μας καλοζωισμένο, να τονίζουμε τα ατού μας, να προβάλουμε τις αναποδιές χρησιμοποιώντας το χιούμορ μας. Ανάμεσα σε επίζηλα ταξίδια, φαγητα να σου τρέχουν τα σάλια και πάσης φύσεως επιτεύγματα ξεπετάγονται στο feed μας φωτογραφίες παιδιών. Μικρών παιδιών. Πολύ συχνά νηπίων, ακόμα και μωρών. Αδιαμφισβήτητα, τα παιδιά και η αθωότητα με την οποία στέκονται απέναντι στα πράγματα είναι από τα πιο ωραία πράγματα που μπορεί να αποτυπώσει κανείς φωτογραφικά, αυτό είναι διαχρονική αλήθεια κι όχι σημερινή, τα «βαριά άλμπουμ» που λέγαμε… 

Παρακολουθώ καιρό τη Μ. και τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει την καθημερινότητα με την κόρη της στα social media. Το κάνει παρότι, πριν γεννήσει, υπήρξε απόλυτη, ότι δε θα υποκύψει. «Όπως για όλα τα πράγματα που λες πριν κάνεις παιδί, τίποτα δεν είναι όπως περίμενες. Όσο κι αν δήθεν ξέρεις πώς είναι να έχεις παιδιά γιατί έχουν οι κοντινοί σου, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα συμβεί. Σκέψου λοιπόν, είσαι ένας άνθρωπος ενεργός στα social, έτσι κι αλλιώς -καλώς ή κακώς- μοιράζεσαι με τον τρόπο σου τη ζωή σου εκεί. Θεωρώ ότι εγώ είμαι μια μέση περίπτωση, δεν έχω άποψη για όλα, δεν ανεβάζω τα φαγητά μου ή selfies, δεν κοινοποιώ την τοποθεσία μου. Απλώς πού και πού, μιλάω στο πρώτο πρόσωπο για τη ζωή μου». 

Δεν κάνει φίλους αγνώστους, κρατάει τον social media κύκλο της σχετικά κλειστό. Όμως, σχεδόν για κάθε τι που συμβαίνει σε αυτό τον τρόπο δικτύωσης υπάρχει ένα «κονκλάβιο» που θα το σχολιάσει δηκτικά.  Η Μ. διάβασε πρόσφατα ένα status που δεν ξέρει ποιoν φωτογράφιζε, θα μπορούσε και την ίδια. «Έγραφε ότι βλέπει γονείς να χρησιμοποιούν τα παιδιά τους για να φαίνονται κουλ. Με προβληματίζει αν κάποιος το βλέπει έτσι, γιατί στην πραγματικότητα δεν θέλω να φαίνομαι κουλ, η κόρη μου η Α. είναι κουλ και μου αρέσει να το μοιράζομαι αυτό με τους φίλους μου. Ο καθένας κάτι χρησιμοποιεί για να φαίνεται κουλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ίσως πριν κατακεραυνώσουμε τους άλλους να δούμε με ειλικρίνεια στον καθρέφτη τι είναι αυτό που χρησιμοποιούμε εμείς». 

Πράγματι, δεν νομίζω να μας προξενεί πλέον σοκαριστική εντύπωση το να μοιράζονται οι φίλοι μας τη ζωή τους στα social media, ίσα- ίσα που μερικές φορές το περιμένουμε γιατί ο τρόπος τους κερδίζει σταθερά το like μας. Παρόλα αυτά, o ψυχολόγος Στέφανος Γκογκόρνας θέτει σε μια βάση το πως φτάσαμε να θεωρούμε φυσιολογικό να δημοσιοποιούμε στιγμιότυπα από την προσωπική μας ζωή και να τα μοιραζόμαστε με ένα όλο και μεγαλύτερο δίκτυο φίλων, γνωστών και ξένων. «Στα πλαίσια της έμφυτης κοινωνικότητάς μας υπάρχει και η μάθηση μέσω της μίμησης. Συντονιζόμαστε με κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές μιμούμενοι ό,τι κάνει ο περίγυρός μας, το τι είναι ηθικό, υγιές ή διασκεδαστικό καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το πνεύμα των καιρών και τις κοινωνικές συνθήκες, από τη χρονολογία και την τοποθεσία που έτυχε να γεννηθούμε». 

Η κόρη μου είναι κουλ και μου αρέσει να το μοιράζομαι αυτό με τους φίλους μου

Η επίδραση ενός παιδιού στη ζωή ενός ενήλικα είναι σαρωτική, η Μ. το επιβεβαιώνει. «Είμαι ξαφνικά single mother με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένα παιδί τρυπώνει σε κάθε πτυχή της ζωής σου -όχι μόνο πρακτικά αλλά και ψυχολογικά, σε ρουφάει. Γι’ αυτό, αν μέχρι πριν γεννήσεις ήσουν ένας άνθρωπος που μοιράζεται τη ζωή του στα social media κι αφού γεννήσεις μοιράζεσαι όλα τα υπόλοιπα εκτός από το παιδί σου, τότε αυτό μου μοιάζει επιτηδευμένο. Φυσικά δεν εννοώ να βάζεις φωτογραφίες φάτσα-φόρα. Στο Facebook, ας πούμε, δε βάζω ποτέ φωτογραφίες της Α. Μόνο στο  Ιnstagram κι αυτό από όταν έγινε περίπου δύο ετών. Ως τότε έκανα δημοσιεύσεις για τους στενούς φίλους ή φρόντιζα να μην φαίνεται καθαρά. Μιλάω όμως πολύ για αυτήν, τα status μου την αφορούν πολύ συχνά. Περνάω τη μισή μου μέρα μαζί της και λέει πιο χαριτωμένα πράγματα από τους συναδέλφους μου με τους οποίους περνάω την άλλη μισή». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για πολλές πτυχές της ζωής μας στο ίντερνετ υπάρχουν μελέτες που εκφράζουν ζωηρές επιφυλάξεις απέναντί τους. Αυτή που έγινε για λογαριασμό της Barclays, της βρετανικής πολυεθνικής εταιρείας τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, εκτιμά ότι μέχρι το 2030 το “sharenting”, δηλαδή ο τρόπος που οι γονείς μοιράζονται προσωπικές πληροφορίες για τα παιδιά τους στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, θα ευθύνεται για τα 2/3 των περιπτώσεων πλαστοπροσωπείας κι απάτης που θα αντιμετωπίσει μια επόμενη γενιά. Η τράπεζα και οι ειδικοί ασφαλείας της υποστηρίζουν ότι οι γονείς χάνονται σε μια «ψεύτικη αίσθηση ασφάλειας» και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν τα παιδιά τους στόχους απάτης στο μέλλον, δημοσιεύοντας τόσα πολλά προσωπικά στοιχεία που θα παραμείνουν online. Η μελλοντική οικονομική επισφάλεια θα μπορούσε να κοστίσει περίπου £670 εκατομμύρια σε ηλεκτρονικές συναλλαγές. 

Αν αναλογιστούμε τη μελέτη αυτή, το να δημοσιοποιείς πληροφορίες για έναν άνθρωπο όπως το πρώτο του κατοικίδιο, το σχολείο που πήγε, τον παιδικό του φίλο, φωτογραφίες με τα στενή μέλη της οικογένειας του από τη μέρα που γεννήθηκε μέχρι τη στιγμή που θα αποκτήσει τους δικούς του λογαριασμούς και αργότερα, τη δική του πιστωτική/χρεωστική κάρτα συνδεμένη με το e-mail του, είναι σαν να έχεις δώσει ένα μπρελόκ με άπειρα κλειδιά σε έναν διαδικτυακό διαρρήκτη. Αρκεί να τα χρησιμοποιήσει όλα σε διάφορους συνδυασμούς και είναι πολύ πιθανό να πετύχει την ερώτηση ασφαλείας προκειμένου να ανακτήσει τους κωδικούς π.χ. ενός χρήστη του Gmail. 

Στον αντίποδα, η Α. έχει ένα Facebook προφίλ- πρόκληση για τον αλγόριθμο, σπάνια κάνει δημοσιεύσεις. Δεν έχει ανεβάσει καμία φωτογραφία της κόρης της. «Δεν νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ κάτι τόσο προσωπικό με ξένους, τους περισσότερους που έχω φίλους στο Facebook δεν τους γνωρίζω. Αν ένας γονιός γράψει κάτι έξυπνο που έκανε το παιδί του, καταλαβαίνω ότι μπορεί να το κάνει από περηφάνια, ίσως μάλιστα να πατήσω και like». Ωστόσο, η ίδια θέτει το ζήτημα της συναίνεσης ενός ανθρώπου που δεν είναι σε θέση και ηλικία να τη δώσει. «Όταν βλέπω πρόσωπα μωρών ή μικρών παιδιών, εκνευρίζομαι, εκθέτουν το παιδί τους χωρίς προφανώς το ίδιο να συναινεί. Όλα πάντως στα social media έχουν να κάνουν με το μέγεθος και τον τρόπο. Το να ανεβάσεις μια φορά τη φωτογραφία του παιδιού σου δεν είναι το ίδιο με κάποιον που το κάνει συστηματικά κάθε μέρα. Η συχνότητα και η ποσότητα σχετίζεται με όσα έχουμε ανάγκη να εκφράσουμε διαδικτυακά. Γιατί να θέλω να ξέρω τι τρώει κάθε μέρα ο καθένας, σκέφτομαι, “ποιον ενδιαφέρει;”. Κι έπειτα βλέπω ότι κάτω από τις φωτογραφίες, τα σχόλια πέφτουν βροχή. Γιατί να θέλω να εκτεθώ σε αυτά;». 

Πώς γίνεται όμως να προστατέψουμε τα παιδιά μας από αυτή την εμμονική αναζήτησης προσοχής και αποδοχής αν δεν την αντιλαμβανόμαστε εμείς οι ίδιοι; 

Η ανάγκη μας, λοιπόν, να κοινωνικοποιούμαστε, να νιώθουμε ότι είμαστε αποδεκτοί και να παίρνουμε ενίσχυση από τους άλλους (είτε αυτή είναι ένα μπράβο, μια αγκαλιά, ένα χειροκρότημα ή ένα like ή ένα καλό σχόλιο στο instagram) είναι βαθιά ριζωμένη στη λειτουργία του εγκεφάλου μας γιατί έχει εξυπηρετήσει την επιβίωσή μας για χιλιάδες χρόνια, κατά τον Στέφανο Γκογκόρνα. «Το να αρέσουμε μας κάνει να νιώθουμε ασφαλείς, λιγότερο μόνοι και περισσότερο αγαπητοί, να πιστεύουμε ότι η ζωή μας είναι επιτυχημένη και ότι οδεύουμε προς την ευτυχία. Και όπως στο παρελθόν θέλαμε να δείχνουμε μια ωραία εικόνα του εαυτού μας και της ζωής μας στην πλατεία του χωριού, έτσι και σήμερα προβάλλουμε την εικόνα που θέλουμε να δείχνουμε στην ψηφιακή γειτονιά των κοινωνικών δικτύων».

Όταν ταυτίζουμε το «φαίνεσθαι» με το «είναι» κι ορίζουμε τελικά την αυτοεκτίμησή μας από τον αριθμό των likes, όταν νιώθουμε ένα έντονο συναίσθημα ευχαρίστησης που σημαίνει ότι αυξάνονται τα επίπεδα της ντοπαμίνης στο σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου μας, όταν εθιζόμαστε στην «επιβράβευση» που μας δίνουν όσοι μας ακολουθούν και τσεκάρουμε το post μας ανά δέκα λεπτά, τότε η χρήση των social media και η εισβολή τους στη ζωή μας γίνεται δυσλειτουργική και παθολογική κατά τον ψυχολόγο. «Η ψηφιακή αυτή πραγματικότητα παίρνει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της προσοχής μας, καταλήγουμε να μην έχουμε κανέναν έλεγχο στο πόσο θα χρησιμοποιήσουμε τα social media και στο πόσο αυτά θα επηρεάσουν το πώς νιώθουμε για τον εαυτό μας. Πώς γίνεται όμως να προστατέψουμε τα παιδιά μας από αυτή την εμμονική αναζήτησης προσοχής και αποδοχής αν δεν την αντιλαμβανόμαστε εμείς οι ίδιοι; Το να ποστάρουμε φωτογραφίες των παιδιών μας πρώτα απ’ όλα εγείρει κάποια ηθικά ζητήματα». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

To CyberKid εμφανίστηκε το 2011 -πριν ακόμα αρχίσουμε να συζητάμε πέρι GDPR- ως μια πρωτοβουλία του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, που υλοποιείται από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στο πλαίσιο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των παιδιών καθώς και των γονέων τους σχετικά με την ασφάλεια στο διαδίκτυο. Όπως αναφέρει η σελίδα σχετικά με το κομμάτι των προσωπικών δεδομένων:


«ο καλύτερος τρόπος για να προστατέψετε το παιδί σας είναι με το να είστε εσείς ενήμεροι. Συμβουλεύστε το παιδί σας να μην δημοσιεύει φωτογραφίες ή βίντεο που δεν θα έδειχνε σε ανθρώπους στον “πραγματικό κόσμο” ή που θα μπορούσε να το φέρει σε δύσκολη θέση όταν μεγαλώσει. Και μην ξεχνάτε ότι πρέπει πρώτα εσείς οι γονείς να ακολουθείτε τους κανόνες ασφαλούς πλοήγησης ώστε να δίνετε το παράδειγμα στα παιδιά σας. Σκεφτείτε, πώς θα ένιωθε το παιδί σας αν ενώ το παροτρύνετε να προφυλάσσει τις προσωπικές του φωτογραφίες εσείς τις ανεβάζετε στο Facebook;».


«Επίσης, υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι, ακραίοι αλλά πραγματικοί, όπως το να καταλήξουν οι φωτογραφίες τους σε sites παιδικής πορνογραφίας. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι, με το παράδειγμά μας, μυούμε τα παιδιά μας στον κόσμο του internet και των social media από μικρή ηλικία, στην οποία δεν υπάρχει ακόμη ούτε μια συγκροτημένη ταυτότητα, ούτε μια σταθερή αυτοεικόνα, ούτε και η ψυχική ωριμότητα που χρειάζεται κανείς για να επεξεργαστεί τον καταιγισμό πληροφοριών αλλά και το κυνήγι της ντοπαμίνης που προσφέρει η ψηφιακή κοινότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», αναφέρει ο Στέφανος Γκογκόρνας. «Ακόμα και το να φωτογραφίζουμε τα πατουσάκια του παιδιού μας και να γράφουμε “πόσο πολύ σε αγαπάω αγγελούδι μου” είναι ίσως επιλήψιμο. Αν χρησιμοποιούμε ένα ανυποψίαστο μωρό για να εντυπωσιάσουμε τους followers μας, δείχνει τελικά πόσο πολύ χρειαζόμαστε να δηλώνουμε στον περίγυρο την ευτυχία που νιώθουμε. Σαν το να δηλώνουμε την αγάπη που έχουμε για το παιδί μας να την κάνει πιο πραγματική», κατά τον ψυχολόγο. 

Το προανεφερθέν (και σύνηθες) στιγμιότυπο σε συνδυασμό με λεζάντες που θεωρητικά απευθύνονται στα ίδια τα παιδιά χωρίς αυτά να μπορούν εκείνη τη στιγμή να τις διαβάσουν φαίνεται να προκαλεί αντιδράσεις. «Το ότι ανεβάζουν φωτογραφία του παιδιού τους και κάνουν σαν να μιλάνε μαζί τους, το βρίσκω ακατανόητο και εκνευριστικό». περιγράφει η Α. Ο Κ. και βρεφικές πατούσες έχει φωτογραφίσεις, κι άλλες χαριτωμένες κι ευαίσθητες στιγμές του μικρού του. Όμως τις μοιράζεται μόνο με φίλους και την οικογένεια του σε inbox μηνύματα. «Ενεργοποίησα τον Facebook λογαριασμό (που είχα αφήσει) όταν άρχισα να εργάζομαι ως freelancer το 2013, οπότε είχα ανάγκη να διαφημίσω τη δουλειά μου. Αποφάσισα να το δω επαγγελματικά και μόνο. Πολλές φορές έχω μπει στον πειρασμό να ανεβάσω κάτι πιο προσωπικό, αλλά παγώνω και τρομάζω από την υπερέκθεση και τον δραματικό τόνο που βλέπω στα social media, παράγουμε πολύ περισσότερο συναίσθημα απ’ όσο μπορούμε να καταναλώσουμε, πρόκειται για έναν κόσμο παραμορφωτικό. Συνεχίζω λοιπόν να ανεβάζω τη δουλειά μου, κι αυτή με μέτρο. Όσον αφορά το παιδί μου, είναι μια αγνή ψυχή με καθαρό βλέμμα που δεν βρίσκω τον λόγο να μοιραστώ δημόσια. Δεν ανήκω σε εκείνους που έκαναν copy paste το “δεν δίνω στο Facebook ή σε οποιεσδήποτε οντότητες που σχετίζονται με το αυτό την άδεια να χρησιμοποιούν τις εικόνες, τις πληροφορίες ή τις δημοσιεύσεις μου” και το πίστευαν, ούτε σε αυτούς που φοβούνται ότι θα προσελκύσουν με τα posts δίκτυα παιδεραστών, το βρίσκω ακραίο. Είμαι όλη μέρα στο facebook, αλλά δεν δημοσιεύω τη ζωή μου». 

Οι ανήλικοι και τα παιδιά είναι από τους πιο κύριους χρήστες των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας και σε δείγμα 1.100 ενεργών στα social media ατόμων, ποσοστό 55,86% επί του συνόλου των χρηστών αποτελούν παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών. Δημοφιλέστερο μέσο μεταξύ των μαθητών αναδεικνύεται το Viber, ακολουθεί το Instagram και τρίτο έρχεται το Facebook, με ποσοστό 52,73% των παιδιών να τα χρησιμοποιεί καθημερινά. Το 16% των γονέων δήλωσαν πώς δεν γνωρίζουν αν το παιδί τους προστατεύει τα προσωπικά του δεδομένα κατά την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων προβλέπει απαίτηση γονικής συναίνεσης για τη χρήση κοινωνικών δικτύων από όλους τους νέους ηλικίας κάτω των 16 ετών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να αποκλίνουν και να ορίσουν το όριο ηλικίας στα 15, 14 ή 13 χρόνια. Έτσι, το όριο ηλικίας για τα οποία απαιτείται γονική συναίνεση στην Ευρώπη είναι τα 13 έτη στο Βέλγιο, 14 στην Αυστρία, 15 στην Ελλάδα. «Η αυξανόμενη χρήση των social media, σύμφωνα με έρευνες, συνδέεται με την αύξηση των περιστατικών κατάθλιψης στην εφηβική ηλικία, καθώς οι έφηβοι αδυνατούν να διαχειριστούν την έκθεσή τους στο ψηφιακό τους κοινό και την πιθανή απόρριψή τους από αυτό», συμπληρώνει ο Στέφανος Γκογκόρνας.

Πολλές φορές έχω μπει στον πειρασμό να ανεβάσω κάτι πιο προσωπικό, αλλά παγώνω και τρομάζω από την υπερέκθεση και τον δραματικό τόνο που βλέπω στα social media, παράγουμε πολύ περισσότερο συναίσθημα απ’ όσο μπορούμε να καταναλώσουμε, πρόκειται για έναν κόσμο παραμορφωτικό.

Φυσικά και μια γενιά άκρως τεχνολογικά διαβασμένη έχει βρει τρόπους να βρίσκεται στα social media με τον τρόπο που θέλει, υπάρχει το φαινόμενο του Finstagram στο οποίο έφηβοι ζουν μια κρυφή ζωή από τους γονείς, έχοντας κλειδωμένους τους λογαρισμούς τους και για λίγους. Εκτός ελληνικών συνόρων, σε προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία υπάρχουν παιδιά τα οποία όχι μόνο έχουν τα δικά τους social media αλλά είναι τόσο επιτυχημένα που οδηγούν σε μεγάλες εμπορικές συμφωνίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Baby Chanco από την Ιαπωνία, ήταν μόλις τεσσάρων μηνών και με ασυνήθιστα πλούσια μαλλιά για την ηλικία όταν «ανέβασε» το πρώτο του post. Σήμερα, 1 χρόνο και 5 μήνες αργότερα η μητέρα του έχει μια δεξαμενή 398 χιλιάδων ακολούθων ενώ μαζί με την κόρη της έγιναν πρόσωπα καμπάνιας για την Pantene. Και υπάρχουν ακόμα πιο δυνατοί λογαριασμοί: η οικογένεια Stauffer ακολουθείται από 3,9 εκατομμύρια χρήστες του instagram, τα vlogs της έχουν 626 χιλιάδες συνδρομητές ενώ τα αδέρφια με το hashtag #stellaandblaise και τους 66,5 χιλιάδες ακόλουθους φιγουράρουν στην κορυφή λίστας με τα παιδιά που ανταγωνίζονται ενήλικους fashion bloggers κι εκπροσωπούνται από μεγάλο πρακτορείο. 

Tα παιδιά της Έλενας Πάκου μπορεί μην έχουν τα δικά τους social media με αποκλειστικά δικές τους φωτογραφίες, ωστόσο η ίδια ήταν μία από τις πρώτες που ασχολήθηκε με το fashion blogging στην Ελλάδα, το 2008 λάνσαρε το MommyStyle.gr. «Το blogging άρχισε ως χόμπι, έτρεχε αδιάκοπα ταυτόχρονα με όλα τ’ άλλα που έκανα επαγγελματικά. Ήταν το προσωπικό μου ημερολόγιο και γι’ αυτό όταν έγινα μαμά ένιωσα ότι χρειαζόμουν κάτι που να εκφράζει πιο πολύ την καθημερινότητά μου». Με δεδομένο ότι αυτή είναι η βασική της ασχολία πλέον, το blog, το YouTube κανάλι της και το Instagram την απασχολούν κατά μέσο όρο 10 ώρες τη μέρα. «Παίρνω πολλές φορές μηνύματα από αναγνώστριες και followers που μου λένε πόσο τις παρηγορεί να βλέπουν ότι “δεν είναι μόνες” στο καθημερινό τρέξιμο, τις ανησυχίες, τα δύσκολα και τα ευχάριστα της μητρότητας και το ίδιο ακριβώς νιώθω κι εγώ!»

Πώς διαχωρίζει ποιες οικογενειακές στιγμές θα μοιραστεί και ποιες θα κρατήσει για την ίδια; «Έχω πάντα κατά νου να μη μοιράζομαι πράγματα που θα έφερναν τα παιδιά μου σε δύσκολη θέση, ενώ δεν ποστάρω ποτέ real – time και δεν ωραιοποιώ την εμπειρία της μητρότητας. Μια αυθόρμητη, αληθινή φωτογραφία έχει μεγαλύτερη αξία για μένα από μια τέλεια, αψεγάδιαστη αποτύπωση μιας ουτοπικής πραγματικότητας που διαρκεί όσο το “κλικ”. Με τον γιο μου που είναι μεγαλύτερος έχουμε συζητήσει αναλυτικά για τη δουλειά μου, ενώ ζητάω πάντα την άδειά τους πριν ανεβάσω κάτι για να ξέρουν ότι έχουν δικαίωμα να αρνηθούν. Κανόνας μου είναι και να μην ανεβάζω τίποτα που να περιλαμβάνει άλλα παιδιά αν δεν έχω άδεια από τους γονείς τους, ενώ προσπαθώ όσο μπορώ να τηρώ το μέτρο -όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι εγώ».

Από την στιγμή που το μέτρο του τι γνωρίζουν για εμάς και τους κοντινούς μας τα social media, ανοιγοκλείνει όσο θέλει ο καθένας μας, η Μ. μερικές φορές έχει δεύτερες σκέψεις. «Νομίζω ότι με φρικάρει το ότι συναντάω φίλους φίλων ή γνωστούς γνωστών που δεν έχω ξαναγνωρίσει και μου μιλάνε για το παιδί μου, γιατί διάβασαν αυτό που έγραψα για αυτήν ή κάποιος τους έδειξε μια φωτογραφία από το Instagram. Και εκεί καταλαβαίνω πόσο ανεξέλεγκτη είναι η χρήση των social media»

 «Υπάρχουν άνθρωποι που είναι αντίθετοι με τη δημοσίευση των παιδιών στα social media, η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Από εκεί και πέρα, ό,τι και αν κάνεις “δημόσια” είναι βέβαιο ότι θα γίνει αντικείμενο κριτικής και προσωπικά χαίρομαι τουλάχιστον που σιγά-σιγά μαθαίνουμε να είμαστε πιο ευγενικοί και ψύχραιμοι στο πώς εκφράζουμε τη γνώμη μας online», όπως παρατηρεί η Έλενα Πάκου. 

Τελικά, υπάρχει σωστός τρόπος και λάθος τρόπος για να μοιραστεί κανείς ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του, τα παιδιά του εν προκειμένω, στην εποχή των πανταχού παρόντων μέσων κοιννωικής δικτύωσης; Πώς μπορεί ένας χρήστης το να μην απροκρύπτει πεισματικά ένα μέρος της καθημερινότητάς του σε μια εποχή που έτσι κι αλλιώς μοιραζόμαστε πλέον τα πάντα και, παράλληλα, να μη δημιουργήσει ένα ίσως ανεξίτηλο ψηφιακό αποτύπωμα της ζωής και της προσωπικότητας ενός ανηλίκου χωρίς μάλιστα τη συγκατάθεσή του;  

Σωστός τρόπος για τη Μ. δεν υπάρχει, ή μάλλον, μοιάζει αδύνατος. «Σωστό θα ήταν να μην έχουμε social media, να κλείσουν όλα αύριο το πρωί και να μην ξανανοίξουν ποτέ. Αυτό θα έκανε τον κόσμο καλύτερο σε βάθος χρόνου. Όμως από τη στιγμή που υπάρχουν, ο καθένας θα τα χρησιμοποιεί με τον τρόπο που ταιριάζει στον χαρακτήρα του. Και πάντα ο δικός σου τρόπος θα σου φαίνεται ο σωστός. Μακάρι να είχα τόση πολλή ζωή που να μην ένιωθα την ανάγκη να καμαρώσω για την Α. στα social ή να μην απολάμβανα τις συζητήσεις που κάνουμε με τους φίλους μου κάτω από σχετικές αναρτήσεις. Αλλά, και προ ίντερνετ, το ίδιο κάναμε στα οικογενειακά τραπέζια, ενώ ανοίγαμε τα άλμπουμ της βάφτισης σε όποιον περνούσε το κατώφλι του σπιτιού»

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Ζωή Παρασίδη