Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

«Αυτό δεν είναι Αρχιτεκτονική!»: 6 αρχιτεκτονικά γραφεία σχολιάζουν τις προτάσεις για το καζίνο στο Ελληνικό

Στο πλαίσιο του διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού για το ολοκληρωμένο τουριστικό συγκρότημα στο Ελληνικό, δύο είναι οι προτάσεις που έχουν δημοσιοποιήσει τα φωτορεαλιστικά τους οράματα για μια επένδυση η οποία έχει εγείρει πλήθος αντιδράσεων: τόσο για το πολιτικό/οικονομικό παιχνίδι στο επενδυτικό της πλάνο, όσο πλέον και για την αισθητική της.

Οι προτάσεις των Mohegan Gaming Entertainment και η Hard Rock International έγιναν η αφορμή για να στηθεί αυτό που λέμε «πάρτι στο Twitter» (και όχι μόνο), με την πρόταση της Mohegan να βρίσκεται στο επίκεντρο του σχολιασμού. 

Να μερικά παραδείγματα… 

Να τα πάρουμε όμως από την αρχή. Η πρώτη εκ των δύο μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων αναψυχής έχει δηλώσει εκτενώς τις προθέσεις της (δείτε εδώ το βίντεο με την παρουσίαση). Σύμφωνα με την MGE, η έμπνευση για το αρχιτεκτονικό σχέδιο προέρχεται από το αρχιτεκτονικό παρελθόν της Ελλάδας, και ειδικότερα από τα αθηναϊκά αγάλματα και κτίρια, συμπεριλαμβανομένης της Ακρόπολης και των Καρυάτιδων.  Πριν δούμε τη φωτορεαλιστική απεικόνιση του σχεδίου, ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, είχε ήδη δηλώσει πως «το καζίνο του Ελληνικού θα είναι αντίστοιχο του Παρθενώνα».

«Αντιληφθήκαμε ότι σκοπός του INSPIRE Athens είναι να συμβολίζει κάτι παραπάνω από ένα ολοκληρωμένο ξενοδοχειακό συγκρότημα», είπε ο Μάριος Κοντομέρκος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Mohegan Gaming and Entertainment. «Ελπίζουμε ότι το INSPIRE Athens θα γίνει ο καταλύτης που θα πυροδοτήσει την ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής του Ελληνικού στην περιζήτητη αθηναϊκή ριβιέρα, και θα επαναπροσδιορίσει τη σύγχρονη ταυτότητας της Ελλάδας για πάντα». Από την πλευρά του, ο αρχιτέκτονας Πολ Στίλμαν πρόσθεσε, «ολόκληρο το σχέδιό μας είναι από τη φύση του εμβληματικό, ταυτόχρονα όμως και χαρακτηριστικό της ιστορικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας και του πλούσιου πολιτισμού της, ενώ υιοθετεί μια νέα στιλιστική αφήγηση που θα εμπνεύσει το μέλλον ολόκληρης της περιοχής»

Πριν δούμε τη φωτορεαλιστική απεικόνιση των σχεδίων, ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, είχε ήδη δηλώσει πως «το καζίνο του Ελληνικού θα είναι αντίστοιχο του Παρθενώνα».

Πιο φειδωλή ως προς την αποκάλυψη των σχεδιων της, η Hard Rock International υπέβαλε την προσφορά της «ως εταιρεία που βασίζεται αποκλειστικά στη δική της ικανότητα να σχεδιάσει, να κατασκευάσει, να λειτουργήσει και να χρηματοδοτήσει το έργο», όπως αναφέρει στην ανακοίνωση της.  Δεσμεύεται «να διαθέσει τις μοναδικές της ικανότητες προκειμένου να δημιουργήσει στο Ελληνικό ένα ολοκληρωμένο τουριστικό συγκρότημα διεθνών προδιαγραφών για τον Ελληνικό λαό». Σε συνέντευξη τύπου που πραγματοποίησε τον Αύγουστο στην Αθήνα, η εταιρεία παρουσίασε το σχέδιο ενός ξενοδοχειακού κτιρίου χωρίς όμως να διευκρινιστεί αν το συγκρότημα περιλαμβάνει περαιτέρω οικοδομικές λεπτομέρειες. Τότε, o πρόεδρος της Hard Rock International και διευθύνων σύμβουλος της Seminole Gaming, Τζιμ Άλεν, είχε δηλώσει ότι «η Αθήνα είναι μία πόλη που παραμένει διεθνής εδώ και 3.000 χρόνια. Η επένδυσή μας θα είναι είναι ένα έργο κόσμημα, με σεβασμό στην τοπική κουλτούρα της χώρας και την εμπλοκή των τοπικών παραγόντων. Έχουμε εμπειρία σε επιτυχημένα επιχειρηματικά σχέδια και δεν θα σας απογοητεύσουμε. Η Αθήνα είναι ένας προορισμός διεθνούς αναψυχής και πρέπει να έχει δραστηριότητες αναψυχής όπως καζίνο». 

H πρόταση της Mohegan Gaming Entertainment

Η πρόταση της Hard Rock International μας έχει δώσει μόνο αυτή τη φωτορεαλιστική απεικόνιση.

Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος Οκτωβρίου θα έχει ανακηρυχθεί ο ανάδοχος της άδειας καζίνο στο Ελληνικό. Μέχρι τότε, έξι αρχιτεκτονικά γραφεία σχολιάζουν τα φωτορεαλιστικά σχέδια και την αισθητική των προτάσεων-διεκδικητών του έργου στην «περιζήτητη» Αθηναϊκή Ριβιέρα, όπως τους ζητήσαμε. 

 «Ξεχάστε αυτήν την εμμονή με την εικόνα και την χρήση, αυτό δεν είναι αρχιτεκτονική! Δεν θα ήθελα ως εκ τούτου, να περιοριστώ σε μια επιδερμική και υποκειμενική κριτική περί αισθητικής για τα εν λόγω κτίρια, ή καλύτερα, στις τρισδιάστατες φωτό-ρεαλιστικές απεικονίσεις προτάσεων τοποθετημένων στο πουθενά.  Κι αυτό διότι αρχιτεκτονική ποτέ δεν ήταν και δεν θα είναι η μεμονωμένη άποψη ενός κτιρίου/αντικειμένου. Στην ουσιαστική αρχή της, ως μια διαλεκτική σχέση με τον χώρο στον οποίο συμβαίνει, η αρχιτεκτονική πραγματεύεται τη μετάλλαξη του τόπου μέσω της ανθρώπινης επέμβασης. Πόσο μάλλον τη στιγμή που αναφερόμαστε σε ψηλά κτίρια και την ιδιαίτερη σχέση τους με το γεωγραφικό σύνολο της πόλης», υπογραμμίζει ο πολυβραβευμένος αρχιτέκτονας Νίκος Κτενάς. «Θα έλεγα δε», συνεχίζει «πως, μορφολογικά, θα μπορούσαν να συστηθούν ως ευκαιρία, για την αστική εξέλιξη της Αθήνας. Έχει μεγάλη σημασία η χωροθέτηση της περιοχής του Ελληνικού σε σχέση με το ανάγλυφο αλλά και με το αστικό σύνολο της πόλης. Συνιστά ένα σημείο αναφοράς, ίσως μια πύλη, λόγου χάριν, σε ορατή αντιπαράθεση με τον Πειραιά στο άλλο άκρο του λεκανοπεδίου, διαγράφοντας την βάση ενός νοητού τριγώνου σε σχέση με την Ακρόπολη και το κέντρο της πόλης. Λαμβάνοντας συνεπώς ως δεδομένους αυτούς τους συσχετισμούς, όπως και τον πιο άμεσο, την σχέση του ορεινού όγκου του Υμηττού και του παραλιακού μετώπου, το εγχείρημα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο σύνολό του και ποτέ ως μία αφηρημένη εικόνα ενός μέρους αυτού. Ό,τι και να κατασκευαστεί στην εν λόγω τοποθεσία, δεν πρέπει ούτε στιγμή να παραβλέψουμε το γεγονός ότι θα αποτελέσει αναπόφευκτα ένα εκτεταμένο αποτύπωμα κοινού χώρου της πόλης, κατά συνέπεια, ένα σημείο αναφοράς στην διαβίωσή της».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Νίκος Κτενάς θεωρεί ταυτόχρονα τις άμεσες αναφορές σε στοιχεία ιστορικών μνημείων παιδαριώδεις και, κυριολεκτικά, εκτός τόπου.  «Ασφαλώς μια οποιαδήποτε επέμβαση σε μία τόσο πλούσια ιστορικά πόλη, ο διάλογος με αυτήν είναι αναπόφευκτος. Αυτή όμως είναι μια διαλεκτική σχέση γεωγραφική, ίσως γεωμετρική (Παρθενώνας – Ναός Ποσειδώνος – Ναός της Αθηνάς Αφαίας), ή ακόμα πολλές φορές, και μια σχέση ανταποδοτικού βλέμματος πάνω από τον αστικό ιστό. Η αρχιτεκτονική σκέψη λοιπόν, στην βάση της,  δεν είναι ποτέ μια εικόνα φωτορεαλισμού στο πουθενά˙ ξεκινά από το “που” για να φτάσει στο “πως”, ανεξαρτήτου χρήσης κι εν συνεχεία οι συνθετικές αρχές που ακολουθούν παράγουν το αισθητικό αποτέλεσμα».  Όσο αφορά τη συγκεκριμένη περίσταση, υποστηρίζει ότι δημιουργείται σύγχυση μεταξύ της χρήσης και οικονομικής επιτυχίας του εγχειρήματος με την άποψη ενός κτιρίου. «Η πρώτη, βάσει των αναλύσεων από τους ειδικούς, είναι δεδομένη, σε σχέση όμως με τα προαναφερθέντα, η αρχιτεκτονική είναι απούσα».

Η ομάδα των Urban Soul Project πιστεύει πως ό,τι και να ειπωθεί, είτε θετικό είτε αρνητικό μετά τη φρενίτιδα των ημερών δεν θα φανεί αντικειμενικό. «Θεωρούμε ότι το θέμα έχει προβληθεί τόσο πολύ, στα όρια της γελοιοποίησης. Δεν έχει πολύ νόημα να σχολιάσουμε αρχιτεκτονικά κάτι το οποίο ήδη το παρομοιάζουν με διάφορα, όπως συστοιχία από καρέκλες κτλ. Το έργο είναι ιδιωτικό κι όχι δημόσιο, αλλά θα πρέπει να περάσει από συμβούλιο αρχιτεκτονικής ούτως ή άλλως για να εγκριθεί και να κατασκευαστεί. Μετά τις αντιδράσεις, ίσως οι επενδυτές -δυστυχώς ή ευτυχώς- θα αλλάξουν σχεδιασμό. Συνήθως τα κτίρια που φιλοξενούν καζίνο -εκτός από φωτεινές εξαιρέσεις όπως του Μονακό -είναι φτωχά σχεδιασμένα, πολλές φορές κακόγουστα. Ελπίζουμε το τελικό σχέδιο που θα κατασκευαστεί να είναι ένα κτίριο το οποίο θα ταίριαζε στον ελλαδικό χώρο και σε ένα σημείο όπως το Ελληνικό».

Το καζίνο του Μονακό.

Αν θα μπορούσε να χρεώσει κανείς ένα θετικό στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει γύρω από τις κτιριακές συνθέσεις στο Ελληνικό αυτό θα ήταν πως, ξαφνικά, μετά από χρόνια «σιωπής» η αρχιτεκτονική μπήκε ξανά στο προσκήνιο, κατά τον θεσαλονικιό αρχιτέκτονα Στέφανο Σκαρλακίδη. «Σε λίγες μόνο μέρες φτάσαμε όλοι να μιλάμε για αρχιτεκτονική, η συζήτηση για άλλη μια φορά έχει εμφυλιακές αποχρώσεις και διπολικά έντονα αντικρουόμενα χαρακτηριστικά». 

Σχετικά με τις δύο προτάσεις που κυκλοφορούν, στα κοινά σημεία τους είναι επιδίωξη μιας «σχεδιαστικά δυνατής χειρονομίας, η δημιουργία ενός αστικού συμβόλου». Η πρόταση της Hard Rock παραμένει λιγότερο γνωστή από αυτή της Mohegan, χωρίς να έχει παρουσιαστεί κάποιο concept, «ρευστή κάτοψη και γυάλινη όψη, ένας σύγχρονος ουρανοξύστης πασπαρτού». Στον αντίποδα, η πρόταση της Mohegan με τα ίδια σχεδιαστικά εργαλεία αποδείχτηκε να «περιπαίζει» το κοινό αίσθημα με ένα μικρής διάρκειας video που προσπαθεί να συνδέσει την κομψότητα της γλυπτικής Καρυάτιδας, ξεπατικώνοντας σε ριζόχαρτα την φόρμα της, όπως περιγράφει όσα είδαμε και σχολιάσαμε αυτές τις μέρες. 

«Επιχειρείται ένα νοητικό άλμα απαραίτητο για να καλυφθεί η προχειρότητα του concept. H υπερβατική σύνδεση φυσικά στηλιτεύτηκε έντονα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο. Και κάπου εδώ προκύπτει ένα ερώτημα, καθώς ο δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος πάντα ήταν ένα πεδίο άσκησης και επίδειξης δύναμης. Θα παρακαμφθούν όλες οι νόμιμες διαδικασίες, τα συμβούλια αρχιτεκτονικής κ.α. και θα περάσει κι αυτό το έργο με μια διαδικασία fast track από την πρόταση-μελέτη και το σχέδιο σε εφαρμογή; Μήπως το Μουσείο Ολοκαυτώματος Θεσσαλονίκης (έργο αναγκαίο και απαραίτητο για τη συλλογική μνήμη) έχει και αυτό με τη σειρά του ανοίξει το δρόμο σε διαδικασίες που ναι μεν αντιμετωπίζουν ταχύτατα τα γρανάζια της γραφειοκρατίας αλλά ταυτόχρονα αφήνεται στον κάθε ιδιώτη-επενδυτή η απόλυτη ελευθερία»;

H αρχιτεκτονική είναι απούσα Νίκος Κτενάς

Σε λίγες μόνο μέρες φτάσαμε όλοι να μιλάμε για αρχιτεκτονική, η συζήτηση για άλλη μια φορά έχει εμφυλιακές αποχρώσεις και διπολικά έντονα αντικρουόμενα χαρακτηριστικά Στέφανος Σκαρλακίδης

Μιλάμε για κτίρια πέρα κι έξω από την ελληνική πραγματικότητα, θυμίζουν Λας Βέγκας, είναι πλήρως εκτός κλίμακας και δεν συνομιλούν καθόλου με το τοπίο Πραξιτέλης Κονδύλης/ Α31 Architecture

Όπως επισημαίνει ο Στέφανος Σκαρλακίδης, έντονος ντόρος έχει γίνει για την αναγκαιότητα ύπαρξης ουρανοξυστών στη χώρα μας «εδώ και δεκαετίες, με πολλά εκπεφρασμένα επιχειρήματα να ρυμουλκούν την γενική αίσθηση προς το “όχι”. Τα λιγοστά ψηλά κτίρια που ξεπήδησαν επί επταετίας στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας ακόμα φέρουν το “στίγμα” της απολυταρχικής πολιτικής που τα επέτρεψε και τα στοίχειωσε, ενώ η σεισμική δραστηριότητα στη χώρα αποτελεί για πολλούς αποτρεπτικό παράγοντα, αλλά για μένα το πιο βασικό είναι η απαξία των ουρανοξυστών για το χωρικό περιβάλλον τους. Οι ουρανοξύστες με το μέγεθός τους αφήνουν ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στο skyline της πόλης, εξουδετερώνοντας οτιδήποτε κυριαρχούσε ως τώρα. Οι υπερασπιστές τους θεωρούν πως κομίζουν κάτι νέο, πρωτοποριακό, σύγχρονο ενώ οι πολέμιοί τους συχνά αναφέρονται σε αυτούς ως κτίρια που έρχονται να δώσουν στον εκάστοτε τόπο, το ενδιαφέρον που εκλείπει με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ερημική tabula rasa του Λας Βέγκας και την μετατροπή του από έναν μικρό οικισμό σε μια θεματική πόλη για την οποία όλοι αγνοούν το πριν. Μήπως οι ουρανοξύστες όντως λειτουργούν ως ένας αστικός πυκνωτής ενδιαφέροντος σε σημεία κάποτε ήταν αχανείς “αδιάφορες” εκτάσεις; Χρειάζεται όντως το αττικό τοπίο αυτό το κατακόρυφο “θαυμαστικό”; Ή μήπως για άλλη μια φορά γυρίζουμε την πλάτη στην αρχιτεκτονική του αύριο; Διαβάζοντας πολύ αυτές τις μέρες άρθρα έγκριτων συναδέλφων μα και δημοσιογράφων συμφωνώ σίγουρα με κάτι, κι ας ακουστεί τοπικιστικό: δεν υπάρχει καλύτερο branding από αυτό που πραγματικά είμαστε. Και για να το αντιληφθούμε αυτό δεν χρειάζεται εσωστρέφεια αλλά ενδοσκόπηση-αυτογνωσία».

«Θα μπορούσαμε να σταθούμε στο πρόσφατα ανακαινισμένο του Montreal έργο των Menkès Shooner Dagenais LeTourneux + Provencher Roy Architectes…

…ή ακόμα και στο Chaves Hotel Casino έργο των RDLM Arquitectos Associados. Και τα δύο παραδείγματα κατά την δική μου άποψη σχεδιασμένα με ανθρωποκεντρική κλίμακα που φαίνονται να έχουν διάθεση ένταξης στο τοπίο», κατά τον Στέφανο Σκαρλακίδη.

«Οι ανάγκες των ανθρώπων αντί των αναγκών της πολυτέλειας». Αυτή η φράση ανήκει στον Ελβετό Χάνς Μάγιερ, τον δεύτερο Κοσμήτορα της σχολής Bauhaus στη Γερμανία της δεκαετία του ’30. Πρόκειται για μια φράση που βρίσκει τον αρχιτέκτονα Πραξιτέλη Κονδύλη -ιδρυτή του A31 Architecture– απολύτως σύμφωνο. Η πρώτη του και κεντρική παρατήρηση για το κτιριακό ζήτημα των ημερών είναι ότι αρχικά δεν θα έπρεπε να μιλάμε για τη δημιουργία ενός καζίνο στην Αθήνα. 

«Δεν είναι αυτή η ανάγκη και δεν είμαι σύμφωνος με αυτό εξυπηρετεί οπότε η πρώτη μου μεγάλη ένσταση είναι ότι ο χώρος του Ελληνικού θα έπρεπε να παραμείνει στο δημόσιο και να μετατραπεί σε δημόσιο πάρκο,  όπως ήταν και η πάγια θέση του συλλόγου αρχιτεκτόνων για χρόνια, αυτή είναι η πρώτη μου παρατήρηση και η κεντρική. Θα πάρει μια χρήση υπερβολικής πολυτέλειας που απευθύνεται σε συγκεκριμένα βαλάντια. Το να μιλάμε όμως για μικρές λεπτομέρειες που αφορούν την αισθητική του κτιρίου το βρίσκω άστοχο, η ερωτηση θα έπρεπε να είναι αν συμφωνούμε με αυτό το πράγμα κι έπειτα αν η αισθητική του ταιριάζει. Αν όμως πρέπει να σχολιάσουμε την αισθητική, η φιλοσοφία της συγκεκριμένης είναι αυτή που με βρίσκει ριζικά αντίθετο, ορίζεται από μονοπωλιακούς ομίλους και απευθύνεται σε συγκεκριμένες τάξεις, δεν μπαίνει καθόλου στην εξίσωση του αρχιτεκτονικού προβλήματος τη στιγμή που χρειαζόμαστε χώρους για λαϊκή άθληση, χώρους πρασίνου, χώρους έκφρασης, γήπεδα για να αθλούνται οι νέοι. Ο δημόσιος χώρος της Αθήνας έχει ποινικοποιηθεί κι εξαφανίζεται συνέχεια και όπου υπάρχει αφήνεται ηθελημένα να σαπίσει . Τη δική μου αισθητική λοιπόν την προσβάλει το όλο εγχείρημα όχι μόνο ένα φωτορεαλιστικό σχέδιο. Μιλάμε για κτίρια πέρα κι έξω από την ελληνική πραγματικότητα, θυμίζουν Λας Βέγκας, είναι πλήρως εκτός κλίμακας και δεν συνομιλούν καθόλου με το τοπίο». 

Μία μόνο όψη από τον κόσμο του Λας Βέγκας.

Η Ιόλη Ζαβιτσάνου και ο Βαγγέλης Ζούγλος, οι MONOGON Office for Architecture δηλαδή μόλις παρουσίασαν ένα άλλο από τα πιο πολυσυζητημένα (για διαφορετικούς λόγους) ιδιωτικά κτίρια, το πρώτο αποτεφρωτήριο της χώρας. Πιστεύουν ότι η ανάπλαση στην περιοχή του Ελληνικού αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία να αλλάξει η όψη του παράλιου μετώπου των Νοτίων προαστίων της πρωτεύουσας σε μία περιοχή με τόσο ευαίσθητη πολεοδόμηση και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι προτάσεις, ωστόσο, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας πριν από λίγες ημέρες και αφορούν στις λειτουργίες του καζίνο και του ξενοδοχείου, κινούνται στα όρια του προσβλητικού για την Αθήνα και τους κατοίκους της, για τους ίδιους. «Όλα δείχνουν πως ένα τείχος ορθώνεται στο Ελληνικό. Ένα τείχος που αδιαφορεί για το περιβαλλοντικό αποτύπωμά του, αδιαφορεί για τους κατοίκους των περιοχών που γειτνιάζουν, αδιαφορεί πάνω από όλα για την ταυτότητα του ίδιου του τόπου και τη σπουδαιότητα που αυτός φέρει. Μία χωρική και χρονική ενοποίηση έχει ανάγκη το Ελληνικό και την έχει ανάγκη σήμερα πιο πολύ από ποτέ. Και αυτό γιατί το πρώην Αεροδρόμιο του Ελληνικού αποτελεί έναν τόπο μνήμης και αναφορών για όσους ταξίδευαν από και προς την πόλη της Αθηνών για πολλές δεκαετίες. Αυτήν τη μνήμη φέρουν και τα παρκαρισμένα Boeing της Ολυμπιακής, στην πλευρά που βρίσκεται σήμερα η είσοδος του Γκολφ Γλυφάδας. Θα θέλαμε να δούμε μία αρχιτεκτονική πρόταση που δεν θα βασιζόταν σε μία λογική tabula rasa, αλλά θα εγκιβώτιζε και θα θωράκιζε αυτή τη μνήμη, όχι ως ένα στοιχείο μουσειακό, αλλά ως μία αναφορά μετάβασης σε μία νέα εποχή μιας περιοχής-σταθμό για  την ελληνική πρωτεύουσα. Διαβάζουμε πως οι ίδιοι οι δημιουργοί χαρακτηρίζουν το έργο τους ως “εμβληματικό” και ακόμα ως “χαρακτηριστικό της ιστορικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας και του πολιτισμού της”. Και ίσως είναι αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Πώς δηλαδή αντιμετωπίζουν μία ολόκληρη πόλη και τους κατοίκους της, κάποιοι που καλούνται να σχεδιάσουν από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κάποιοι που δεν θα μας έκανε εντύπωση αν μαθαίναμε πως δεν είχαν ποτέ επισκεφθεί το χώρο για τον οποίο κατέθεσαν τις προτάσεις τους».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όσο για το εάν υπάρχουν αξιόλογα παραδείγματα αρχιτεκτονικής καζίνο στον κόσμο, ένα project που φαίνεται πως έχει ενδιαφέρον για τους MONOGON Office for Architecture και μένει να δούμε την εφαρμογή του εντός του 2020, είναι η ύψους 4 εκατομμυρίων ευρώ επέκταση του καζίνο της Βενετίας Casino di Ca’ Noghera, σχεδιασμένο από το ιταλικό γραφείο Salottobuono. «Πάντως ήταν το 2007, όταν οι κάτοικοι της Βασιλείας είχαν καταψηφίσει το σχέδιο της -εν ζωή τότε- Ζάχα Χαντίντ για το Neues Stadt (καζίνο της πόλης τους), το οποίο και δεν κατασκευάστηκε ποτέ». 

Το σχέδιο της Zaha Hadid για το Neues Stadt που δεν υλοποιήθηκε.

«Δεν μου αρέσει ως αρχιτέκτονας να κρίνω ένα έργο μόνο οπτικά. Πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική είναι τέχνη που, κατά την σύλληψη της, οφείλει να λάβει υπ’ όψιν της πολλές παραμέτρους, μια μόνο εκ των οποίων είναι η αισθητική». Κρίνοντας απαραίτητη αυτη τη διεκρίνηση, το πρώτο που εξετάζει ο Χρήστος Παππάς του γραφείου 406 architects είναι αν αυτές εντάσσονται στο «πνευμα του τόπου» (Genius Loci σύμφωνα με τους Ρωμαίους που εμπνεύστηκαν τον όρο). «Δεν είναι όλα τα κτίρια για όλες τις θέσεις. Το πιο υπέροχο κυκλαδίτικο σπίτι, αν μεταφερθεί στα Ζαγόρια, θα δείχνει γελοίο», όπως γλαφυρά αναφέρει. «Το γενικό ερώτημα λοιπόν που τίθεται αν το πνεύμα του τόπου του παράκτιου μετώπου της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα, σηκώνει οποιονδήποτε ουρανοξύστη. Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αλλά σε κάθε περίπτωση το κύριο χαρακτηριστικό της μέχρι σήμερα καλής ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι η προσαρμογή στο πνεύμα του τόπου και η ανθρώπινη κλίμακα. Και υπό αυτό το πρίσμα οι δύο αυτοί ουρανοξύστες μου κλωτσάνε».

Πώς δηλαδή αντιμετωπίζουν μία ολόκληρη πόλη και τους κατοίκους της, κάποιοι που καλούνται να σχεδιάσουν από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κάποιοι που δεν θα μας έκανε εντύπωση αν μαθαίναμε πως δεν είχαν ποτέ επισκεφθεί το χώρο για τον οποίο κατέθεσαν τις προτάσεις τους; Ιόλη Ζαβιτσάνου & Βαγγέλης Ζούγλος/ MONOGON Office for Architecture

Δεν είναι όλα τα κτίρια για όλες τις θέσεις. Το πιο υπέροχο κυκλαδίτικο σπίτι, αν μεταφερθεί στα Ζαγόρια, θα δείχνει γελοίο Χρήστος Παππάς /406 architects

Το έργο είναι ιδιωτικό κι όχι δημόσιο, αλλά θα πρέπει να περάσει από συμβούλιο αρχιτεκτονικής ούτως ή άλλως για να εγκριθεί και να κατασκευαστεί  Urban Soul Project

Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα από ουρανοξύστες, με αρμονικότερες αναλογίες και πολύ πιο ενδιαφέρουσα μορφολογία από αυτές τις προτάσεις, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα. «Το ερώτημα ωστόσο που θέτω στον εαυτό μου –και στο οποίο δεν έχω απαντήσει ακόμα- είναι αν θα μπορούσε να υπάρξει οποιοδήποτε σχέδιο ουρανοξύστη, που θα με ικανοποιούσε για την Αθήνα ή αν κάθε εκτός κλίμακας κτίριο θα μου φαινόταν παράταιρο. Διάβασα αρκετές ενδιαφέρουσες απόψεις επί του θέματος, αυτή ωστόσο που με κάλυψε περισσότερο δεν προήλθε από κάποιον αρχιτέκτονα αλλά από τη μεταφράστρια κ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, η οποία σε σχετική της ανάρτηση επί του θέματος ανέφερε πως “κανένα ρηξικέλευθο κτίριο δεν συνήδε αρχικά με το τοπίο, ώσπου άρχισε να το ορίζει και να το καθορίζει”».

«Από τα λίγα κτίρια καζίνο (με ή ανευ ξενοδοχείου) που έχω δει, αυτά που με έχουν αγγίξει από αρχιτεκτονικής άποψης είναι, ίσως όχι τυχαία, πολύ μικρότερης κλίμακας από τα προτεινόμενα κτίρια του Ελληνικού: Το σύμπλεγμα του Porto Carras, όπου ο Γκρόπιους κατάφερε να εντάξει πλήρως ένα πολυώροφο κτίριο μοντέρνας αισθητικής στο παρθένο τοπίο της Χαλκιδικής…

…το εγκαταλελειμμένο και γοητευτικά φθαρμένο κτίριο του παραθαλάσσιου καζίνο της Κωστάντζας με τα art nouveau στοιχεία», λέει ο Χρήστος Παππάς..

Η κουβέντα έχει ξεκινήσει, θίγωντας όπως διαβάζετε εδώ και μερικές χιλιάδες λέξεις μερικά πολύ σοβαρά ζητήματα που σπανιώς έχουν συζητηθεί, οδηγώντας στο σημερινό αρχιτεκτονικό αλαλούμ της Αθήνας. Πέρα από το χαβαλέ στα σόσιαλ μίντια και την οσμή διαπλοκής/σκανδαλολογίας που διαπερνά το (παρα)πολιτικό ρεπορτάζ, το πρότζεκτ του Ελληνικού έρχεται να υπενθυμίσει την ανάγκη για εξερεύνηση της ταυτότητας του αστικού τοπίου. Κι όπως, λίγο – πολύ, συγκλίνουν όσοι ρωτήσαμε στο ρεπορτάζ, η ταυτότητα αυτή δεν μπορεί να είναι επίπλαστη και βίαια φορεμένη πάνω στη δική μας. Πάνω σε αυτή που κουβαλάμε ως κάτοικοι της Αθήνας…

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.