Η Σχεδία ως σωσίβιο

Μια βόλτα ή ακόμη και ένα τυχαίο πέρασμα στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας είναι οι πιο απλοί, αλλά και οι μοναδικοί τρόποι για να βρεθείς μπροστά σε κάποιον από τους πωλητές της «Σχεδίας». Είναι πολύ εύκολο να τους αναγνωρίσεις, αφενός γιατί την κρατούν στα χέρια ώστε να φαίνεται και αφετέρου γιατί όλοι φορούν το χαρακτηριστικό κόκκινο γιλέκο το οποίο στην αριστερή του πλευρά έχει τυπωμένο το λογότυπο του περιοδικού, ενώ στην δεξιά φέρει την ταυτότητα του διαπιστευμένου πωλητή της.

Η «Σχεδία» είναι το πρώτο ελληνικό περιοδικό δρόμου. Φιλοξενεί θέματα ποικίλης ύλης με σαφή κοινωνικό προσανατολισμό και οξυδερκή χιουμοριστική αισθητική. Έκανε το θαρραλέο της ξεκίνημα στις 27 Φεβρουαρίου 2013 και από τότε κυκλοφορεί περήφανη στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης όπως είναι οι σταθμοί του μετρό και οι κεντρικές πλατείες. Παράλληλα, επεκτείνει την παρουσία της και στα προάστια. Τα καινούργια τεύχη κυκλοφορούν την τελευταία Τετάρτη κάθε μήνα. Είναι μέλος του Διεθνούς Δικτύου Εφημερίδων Δρόμου (International Network of Street Papers – INSP) και εκδίδεται από τη “Διογένης ΜΚΟ” η οποία συστάθηκε στις αρχές του 2010 με σκοπό να υποστηρίξει την προσπάθεια των άστεγων και κοινωνικά αποκλεισμένων ανθρώπων να ενταχθούν ή να επανενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο. Σε κάθε πωλητή που ενσωματώνεται στο δίκτυο δίνεται δωρεάν το αρχικό του κεφάλαιο το οποίο αντιστοιχεί στα πρώτα δέκα τεύχη. Πουλώντας αυτά τα αντίτυπα μπορεί να αγοράσει τα επόμενα στο 50% της ονομαστικής τους αξίας. Πιο συγκεκριμένα, αγοράζει το περιοδικό 1,50 ευρώ και το πουλά 3,00 προσπαθώντας κατά αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο πλην αξιοπρεπές εισόδημα. Αυτή τη στιγμή τα μέλη της «Σχεδίας» ξεπερνούν τους 140.

Η Ευαγγελία Γεωργουδάκη είναι μια από αυτούς. Στα 60 της έτη μετά από την πρόταση που της έκανε μια κοινωνική λειτουργός, την οποία γνώριζε από τα χρόνια τής διαμονής της στον ξενώνα του δήμου, πήρε την απόφαση να δουλέψει στη «Σχεδία». «Πριν μπει στη ζωή μου το περιοδικό δεν είχα μόνιμη εργασία. Δούλευα στη λάντζα ή ως καθαρίστρια και κάποιες φορές πρόσεχα ηλικιωμένους ανθρώπους. Για ενάμιση περίπου χρόνο δεν έβρισκα τίποτα πάνω σε αυτά που μπορούσα να κάνω. Το 2006 μπήκα για πρώτη φορά στον ξενώνα του δήμου και έμεινα εκεί για δυο χρόνια. Βρέθηκα πολύ κοντά στο να επιστρέψω όταν τα ενοίκια που χρωστούσα για το σπίτι που κρατούσα προστίθενταν το ένα μετά το άλλο και λίγο έλειψε να μου κάνουν έξωση. Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω στον ξενώνα γι’αυτό και αμέσως μετά την πρόταση της κοινωνικής λειτουργού η πρώτη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν να πάω κατευθείαν στα γραφεία της «Σχεδίας» και να πιάσω δουλειά». Όπως η ίδια παραδέχεται δεν αντιμετώπισε καμία δυσκολία στο ξεκίνημα της καθώς ήταν κάτι που πίστεψε από την αρχή. «Δεν είχα καμία επιφύλαξη απέναντι σε αυτό που ετοιμαζόμουν να κάνω. Ήμουν πολύ θετική, βασίστηκα πάνω του με όλη μου την ψυχή. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό ήταν το σωστό».

Στο παρελθόν δεν είχε κάνει ξανά κάτι αντίστοιχο. Ωστόσο, αυτός δεν ήταν λόγος για να την αποθαρρύνει και να μην βγει στο δρόμο. «Ήμουν πάντα εξοικειωμένη με τον κόσμο, άσχετα αν δεν είχα βγει ποτέ να πουλήσω κάποιο αντικείμενο έξω. Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο. Είμαι κοινωνικός άνθρωπος και έτσι θέλω να παραμείνω. Δεν αισθανόμουν καμία ντροπή, καμία συστολή. Αντίθετα, η ανταπόκριση που είχε το περιοδικό στον κόσμο με γέμιζε ευχαρίστηση. Και μόνο η “καλημέρα” που άκουγα από τους περαστικούς ήταν για μένα ικανοποίηση κι ας μην αγόραζαν το περιοδικό». Η ίδια έχει να θυμάται πολλές περιπτώσεις καθημερινών συμπεριφορών που της χάρισαν μεγάλη χαρά επειδή ακριβώς φανερώνουν ενδιαφέρον. «Η ανταπόδοση των ανθρώπων είναι μοναδική. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Το καλοκαίρι, για παράδειγμα, οι καθαρίστριες που δουλεύουν στο μετρό μου έφερναν να πιω παγωμένο νερό. Παιδιά που πουλούν διαφόρων ειδών φυλλάδια μου προσφέρουν οτιδήποτε μπορεί να θέλω και τώρα το χειμώνα μια κυρία με κέρασε ζεστό καφέ».

Εργάζεται εννιά μήνες τώρα και έτσι έχει καταφέρει να ανταπεξέρχεται στα έξοδά της. Εκτός αυτού, όμως, η ηθική ικανοποίηση που της προσφέρει η δουλειά της είναι μεγάλη. «Πέρα από το οικονομικό κομμάτι, η ενασχόληση μου με τη «Σχεδία» με έχει βοηθήσει πολύ ψυχολογικά. Με έχει δυναμώσει. Με έχει γεμίσει θάρρος και θετική σκέψη για τη ζωή. Πριν μάθω για αυτή είχα απελπιστεί. Πίστευα ότι δεν θα έβρισκα καμία απασχόληση και πιθανόν να γύριζα στο σημείο μηδέν. Αυτό με έσωσε. Με κράτησε όρθια. Λόγω της ηλικίας μου δεν ξέρω πόσες θα είναι οι αντοχές μου κι αν θα μπορώ να εργάζομαι για πολλά χρόνια ακόμη. Όσο, όμως, αντέχουν τα πόδια μου θα δουλεύω στη «Σχεδία». Δεν πρόκειται να τα παρατήσω».

Ο Βαγγέλης Χατζηχρήστος, 44 ετών, είναι άνεργος από τον Ιούλιο του 2011. «Ήμουν για είκοσι ένα χρόνια υπάλληλος σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Από τη στιγμή που η συνεργασία μας έληξε ξεκίνησε ο αγώνας της αναζήτησης. Έστειλα πολλά βιογραφικά, πήρα πολλά τηλέφωνα, έκανα επισκέψεις, πέρασα από συνεντεύξεις, αλλά τίποτα δεν καρποφόρησε. Ίσως λόγω της ηλικίας μου, ίσως και για άλλους λόγους δεν κατάφερα να βρω κάτι. Το μόνο που έκανα ήταν κάποια περιστασιακά μεροκάματα. Τίποτα σταθερό». Όπως ο ίδιος αναφέρει, ένας συγγενής του άκουσε τη διαφήμιση της «Σχεδίας» στο ραδιόφωνο κι έτσι τον ενημέρωσε σχετικά. Από τις 2 Μαρτίου του 2013 είναι πωλητής της. «Δεν γνώριζα τι ακριβώς ήταν κι έτσι πήρα την απόφαση να κάνω μια επίσκεψη στα γραφεία. Κάναμε μια μεγάλη συζήτηση με τους υπεύθυνους τού περιοδικού, μου εξήγησαν περί τίνος πρόκειται, ποια είναι η ύλη και το αντικείμενο του, ποια θα είναι η συμπεριφορά μου απέναντι στον κόσμο και πολλά άλλα. Κάπως έτσι έγινα από τους πρώτους πωλητές της». Συνεχίζει λέγοντας: «Ήμουν καιρό άνεργος και αντιμετώπιζα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Μέσα από αυτή την ενασχόληση, όμως, κατάλαβα ότι δεν πρέπει να το βάζεις κάτω. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Για μένα η «Σχεδία» ήταν ένα φως στο τούνελ».

Αρχικά, διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις ακριβώς επειδή δεν ήταν κάτι που είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν. «Δεν είχα ξαναβγεί στο δρόμο να πουλήσω οτιδήποτε. Η αρχή ήταν κάτι δύσκολο για μένα. Είχα πολύ άγχος, σκεφτόμουν και συμπεριφερόμουν με μεγάλη επιφυλακτικότητα τόσο απέναντι στον κόσμο όσο και απέναντι στον εαυτό μου. Σύντομα, όμως, αυτό άλλαξε. Πλέον, δεν έχω κανένα πρόβλημα». Και ο Βαγγέλης Χατζηχρήστος μένει κάθε φορά έκπληκτος με την καλοσυνάτη συμπεριφορά των περαστικών. «Η αντιμετώπιση των ανθρώπων είναι πολύ θετική απέναντι μας. Θα έλεγα πως πλέον πρόκειται για σχέση και μάλιστα πολύ ζεστή. Παραδείγματος χάρη, επειδή εμείς αλλάζουμε καθημερινά πόστο ο κόσμος ρωτάει και μας ψάχνει αν την επόμενη ημέρα δεν μας βρει εκεί που μας είχε δει την πρώτη φορά.» Αυτούς τους εννέα μήνες που εργάζεται στη «Σχεδία» ένα από τα περιστατικά που του έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ο τρόπος που τον προσέγγισε μια κυρία, ενώ εκείνος βρισκόταν εν ώρα εργασίας. «Ήμουν στην Ομόνοια όταν με προσέγγισε μια γυναίκα που φαινόταν καθαρά ότι αντιμετώπιζε δυσκολίες στη ζωή της. Μιλήσαμε για πολλή ώρα. Τα λόγια της με συγκίνησαν. Δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράσει το περιοδικό, εγώ, όμως, κατάλαβα ότι ήθελε πραγματικά να το πάρει και να το διαβάσει. Έτσι, της το δώρισα. Φαινόταν ότι ήταν άστεγη κι εγώ της πρότεινα να έρθει μαζί μας. Δεν ξέρω αν το έκανε».

Από την άλλη, δεν φαίνεται να λείπουν και οι περιπτώσεις αρνητικών συμπεριφορών. Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι χαρακτηρισμοί που τους αποδίδουν είναι πολλοί και διαφορετικοί. «Πολλοί νομίζουν ότι είμαστε εκπρόσωποι θρησκευτικής αίρεσης, ενώ άλλοι θεωρούν ότι είμαστε ενταγμένοι σε κάποιο κόμμα και μας απευθύνονται αναλόγως. Εμείς το αντιμετωπίζουμε ψύχραιμα και προσπαθούμε να κρατάμε χαμηλά τους τόνους. Μας ενδιαφέρει να εξηγήσουμε στον κόσμο τι είναι η «Σχεδία». Πολλοί από αυτούς δείχνουν να καταλαβαίνουν. Αν πάλι όχι, αυτό που εγώ κάνω είναι να τους δώσω το διαφημιστικό μας έντυπο και να τους προτείνω να το διαβάσουν.»  Η ευχή του για τα φετινά Χριστούγεννα είναι να μπορέσουν όλοι να ξαναζήσουν όπως πριν. «Δυσκολίες υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν. Ο κόσμος πρέπει να ελπίζει και να προσπαθεί για το καλύτερο με όποιο τρόπο μπορεί. Δεν είναι ντροπή».

Ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος από το 2009 είναι μακροχρόνια άνεργος. Σήμερα στα 64 του χρόνια είναι και αυτός με τη σειρά του ένας από τους πρώτους πωλητές της «Σχεδίας». «Στην τελευταία μου εργασία ήμουν υπεύθυνος αποθήκης σε εταιρεία εισαγωγής ιταλικών ενδυμάτων. Όταν έκλεισε η εταιρεία, «έκλεισα» κι εγώ επαγγελματικά. Μέχρι που ήρθε η 27η Φεβρουαρίου του 2013 οπότε και άρχισα να δουλεύω σαν πωλητής τού περιοδικού δρόμου. Πριν δεν γνώριζα τι είναι, δεν ήξερα ότι προϋπήρχε στο εξωτερικό αυτή η δραστηριότητα. Για την αντίστοιχη πρωτοβουλία στην Ελλάδα πληροφορήθηκα από τον κοινωνικό ξενώνα του Ερυθρού Σταυρού όπου έμενα. Από’κει και μετά συνάντησα τους υπεύθυνους, έμαθα ό,τι ζητούσα και αμέσως ξεκίνησα. Κανείς μας δεν ήξερε πού θα οδηγήσει όλο αυτό. Ήδη η «Σχεδία» καθιερώθηκε».

Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια την πρώτη μέρα στη δουλειά. «Εκείνη η μέρα έχει «σφηνωθεί» κυριολεκτικά στο μυαλό μου. Βρίσκομαι στο Σύνταγμα, στην έξοδο του μετρό. Πρέπει να ξεκινήσω στις 08.00 πμ και είμαι ήδη εκεί από τις 07.30 πμ. Έχω καθίσει σε ένα παγκάκι, καπνίζω το τσιγάρο μου και μετά από ένα τέταρτο σηκώνομαι. Φόρεσα το γιλέκο μου, έκανα τα τρία πρώτα βήματα και μετά πάγωσα. Τα πόδια μου δεν ξεκολλούσαν από το έδαφος. Άρχισα να μονολογώ εσωτερικά λέγοντας «αυτό είναι το μόνο που έχεις, μην δειλιάσεις τώρα». Στην τέταρτη μεγάλη έξοδο άρχισα να φωνάζω το όνομα του περιοδικού. Αν δεν προχωρούσα, δεν ξέρω αν θα ήμουν στη «Σχεδία» την επόμενη μέρα. Πλέον αυτά τα άγχη έχουν ξεπεραστεί».

Η καλή σχέση που έχει με τους αγοραστές -και όχι μόνο-  τον οπλίζει με δύναμη για να συνεχίσει. «Μας δίνει μεγάλη χαρά, μας δίνει κουράγιο για να αντιμετωπίσουμε τις όποιες δυσκολίες μπορεί να υπάρξουν, οι οποίες τώρα έχουν ελαχιστοποιηθεί. Αυτό σε κάνει να αγαπάς ακόμα πιο πολύ τη δουλειά σου και σε παροτρύνει να επιμείνεις, ώστε να έχεις περισσότερους αγοραστές την επόμενη μέρα. Πολλοί άνθρωποι με έχουν μάθει με το όνομα μου, το οποίο, βέβαια, βλέπουν και στην ταυτότητα. Φεύγοντας θα πάρουν και την απόδειξη μαζί πράγμα που σημαίνει ότι γνωρίζουν το μηχανισμό πώλησης του περιοδικού. Επίσης, έχουμε συναντήσει ανθρώπους οι οποίοι επιμένουν να αφήσουν φιλοδώρημα. Πολλές φορές αυτό καλύπτει και ένα και δυο περιοδικά. Μπροστά τους το προσφέρουμε -γιατί το έχουμε πληρωθεί από αυτούς- σε ανθρώπους οι οποίοι δεν το αγοράζουν. Αυτό τους ευχαριστεί ιδιαίτερα. Παράλληλα, δίνει χαρά και στον άνθρωπο που το δέχεται σαν ένα καλό δώρο. Αυτό βοηθά κι εμάς στο να έχουμε ακόμα περισσότερους αναγνώστες. Μια τάση δυσπιστίας που διακρινόταν τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας αφορούσε στο αντίτιμο. Ο κόσμος ρωτούσε αν όντως το 1,50 από τα 3,00 ευρώ που στοιχίζει η «Σχεδία» πηγαίνει στον πωλητή. Σιγά σιγά αυτή η καχυποψία αμβλύνθηκε. Τώρα έχουν πειστεί πως σκοπός τού περιοδικού είναι οι άνθρωποι οι οποίοι το πουλούν να εργάζονται».

Όσον αφορά στη διαχείριση των εξόδων του αναφέρει πως «το αν τα καταφέρνεις οικονομικά εξαρτάται από το πόσα τεύχη πουλάς και τι υποχρεώσεις έχεις». Συνεχίζει λέγοντας: «Όταν πούλησα τα πρώτα δέκα τεύχη τής «Σχεδίας», με τα χρήματα που έβγαλα μπόρεσα να αγοράσω τα δικά μου τσιγάρα και έτσι σταμάτησα να καπνίζω δανεικά. Μπορεί να μην ακούγεται σημαντικό, ωστόσο η ψυχολογία μου άλλαξε αμέσως. Μέσω της δουλειάς μου προσπαθώ να οργανώσω τη ζωή μου, να σταθώ στα πόδια μου, να έχω φαγητό από τα χρήματα τα οποία κερδίζω, να πληρώνω το ενοίκιο μου. Παράλληλα, γεμίζει η μέρα. Για τον άνεργο άνθρωπο οι ώρες που δεν έχει απασχόληση είναι βασανιστικές. Αυτό που λέμε «δεν περνάει η ώρα» είναι αδύνατον να το αισθανθεί κάποιος που δεν έχει περάσει από αυτή τη διαδικασία. Η ανεργία σε διαλύει σαν άνθρωπο. Όταν έχεις τη δουλειά σου μπορείς να συντονιστείς ξανά με τη ζωή, να προχωρήσεις έστω και με λίγα. Ξυπνάς το πρωί και έχεις κάπου να πας».

Ο Γιάννης Φωκάς είναι 57 ετών και αποτελεί ένα ακόμη μέλος της οικογένειας της «Σχεδίας». Παρ’ότι έχει περάσει μεγάλες δυσκολίες σε επαγγελματικό -και όχι μόνο- επίπεδο, κατάφερε να ορθοποδήσει και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. «Ήμουν για τριάντα πέντε χρόνια περίπου επαγγελματίας οδηγός. Τα είκοσι εφτά από αυτά εργαζόμουν σε ταξί και τα υπόλοιπα σε φορτηγά. Ήταν το μόνο που ήθελα να κάνω από μικρός. Τελευταία άνοιξα μαζί με κάποιους άλλους μια επιχείρηση κατεψυγμένων προϊόντων, η οποία δυστυχώς δεν πήγε καλά. Ανοιχτήκαμε στην αγορά πολλά εκατομμύρια και κάποια στιγμή πτωχεύσαμε. Εγώ ως διευθύνων σύμβουλος επωμίστηκα τις ευθύνες αυτής της χρεωκοπίας. Επιβαρύνθηκα με πολλά χρέη και φυλακίστηκα τέσσερις φορές. Μετά την τελευταία μου αποφυλάκιση έμενα για είκοσι πέντε μέρες σε μία οικοδομή. Μέχρι πριν από τρεις μήνες περίπου ήμουν φιλοξενούμενος στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του δήμου Αθηναίων όπου έμεινα για τρία χρόνια. Το Φλεβάρη οι υπεύθυνοι από τη «Σχεδία» ήρθαν στο κέντρο και μας έκαναν μια ενημέρωση πάνω σε αυτή. Τότε ασχολούμουν εθελοντικά με την θεατρική ομάδα, με τη διανομή συσσιτίου και τροφίμων. Παράλληλα, θεώρησα σκόπιμο να επισκεφτώ κάποια στιγμή τα γραφεία τού περιοδικού. Αφού μιλήσαμε εκτενώς κατάλαβα ότι ο τρόπος σκέψης τους προσέγγιζε πολύ τον δικό μου και κάπως έτσι ξεκίνησα να εργάζομαι συμπληρώνοντας εννέα μήνες τώρα».

Στην αρχή διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις ως προς τη διάρκεια που θα είχε το συγκεκριμένο εγχείρημα. «Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα αντέξει και μετά το φθινόπωρο, πίστευα ότι θα “ξεφουσκώσει”. Με μεγάλη μου χαρά διαψεύστηκα. Ο κόσμος το αντιμετώπισε ζεστά και με μεγάλη αγάπη. Πλέον το γνωρίζουν και το έχουν αγκαλιάσει». Οι μόνες δυσκολίες που αντιμετώπισε στην αρχή είχαν να κάνουν με την δυσπιστία των ανθρώπων απέναντι στο περιοδικό. «Δεν ήξεραν τι ακριβώς είναι, τι εκπροσωπεί, για ποιο λόγο υπάρχει και τι σκοπό έχει. Όλα αυτά τους έκαναν καχύποπτους με αποτέλεσμα να αντιδρούν με διάφορους τρόπους». Συνεχίζει λέγοντας ότι δεν αποθαρρύνθηκε από κανενός είδους συστολή. «Το προηγούμενο επάγγελμα μου είχε να κάνει με πολύ κόσμο κι έτσι δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να προσαρμοστώ. Το μοναδικό πράγμα που με έκανε να αισθάνομαι κάπως άσχημα ήταν το ότι κάποιοι συνάνθρωποι μου ακριβώς λόγω της υπερευαισθησίας τους με αντιμετώπιζαν σαν επαίτη. “Πάρε αυτά” μου έλεγαν. “Δεν το θέλω το περιοδικό.” Εγώ τους εξηγούσα ότι η «Σχεδία» πωλείται και εμείς δεν περιμένουμε ελεημοσύνη. Όλο αυτό μου δημιουργούσε ανάμικτα συναισθήματα».

«Η συμπεριφορά του κόσμου είναι άψογη. Μετά από τόσο καιρό δεν μπορώ να πιστέψω ότι δείχνουν τόση κατανόηση και αλληλεγγύη. Φτάνει μόνο να πω ότι, όταν βρισκόμαστε εν ώρα εργασίας, αφού κάποιοι αγοράσουν το περιοδικό μάς φέρνουν διάφορα πράγματα κάτι το οποίο με εκπλήσσει κάθε φορά. Είναι τέτοια η εποχή που τώρα αρχίζουμε να βρίσκουμε ξανά τον εαυτό μας. Πάντα ήμασταν αλληλέγγυοι, απλά κάποια στιγμή αποξενωθήκαμε. Τώρα στους δύσκολους καιρούς ανακαλύπτουμε και πάλι την ανθρώπινη πλευρά μας». Δυο είναι τα περιστατικά που θυμάται χαρακτηριστικά. «Ήμουν στο Μέγαρο Μουσικής όταν με πλησίασε συνοδευόμενος ένας άνδρας με σοβαρά κινητικά προβλήματα. Με κοίταξε και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε μόνος να βγάλει από την τσέπη του το αντίτιμο για να αγοράσει το περιοδικό. Ήταν κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Στο πάρκο τού Ευαγγελισμού μια άλλη φορά μια κυρία ήρθε κοντά μου και με ρώτησε αν ήμουν εκεί πολλές ώρες. Αμέσως μετά μου έδωσε μια τσάντα η οποία είχε μέσα φαγητό. “Σας τη δίνω γιατί ξέρω ότι την έχετε ανάγκη” μου είπε».

Δουλεύοντας στη «Σχεδία» έχει καταφέρει να ρυθμίσει κάποια από τα έξοδα του. «Μετά από τόσους μήνες και με μοναδικό έσοδο το περιοδικό τώρα μπόρεσα να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα και να βγάζω τα προς το ζην. Μεγάλο κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσω την προσπάθεια μου μού δίνει η στήριξη του κόσμου και κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι ότι πλέον έχουμε απήχηση και στους νέους ανθρώπους». Ο ίδιος πιστεύει πως για κάθε άνθρωπο υπάρχει πάντα μια διέξοδος, αρκεί να διατηρούμε την ελπίδα ζωντανή. «Οι καιροί είναι δύσκολοι» αναφέρει, «αλλά προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος και να βελτιώνω ποιοτικά τη ζωή μου». Ωστόσο, οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι μια εποχή που τον “ταλαιπωρεί” συναισθηματικά. «Δεν έχω τίποτα από αυτά που μπορούν να κάνουν χαρούμενο έναν άνθρωπο αυτές τις μέρες. Αυτό με κάνει να μελαγχολώ. Πάντα, όμως, σκέφτομαι πως υπάρχουν κι αυτοί που έχουν πολύ λιγότερα απ’ότι εγώ. Δεν έχουν πουθενά να μείνουν και κοιμούνται στο δρόμο. Εύχομαι σε όλους αυτούς τα επόμενα Χριστούγεννα να τους βρουν με οικογενειακή θαλπωρή στο σπίτι τους κι αν όχι, τότε σε κάποιο φιλικό περιβάλλον. Πάντα να ελπίζουν ότι κάτι καλύτερο θα γίνει για όλους μας. Όσο υπάρχουν άνθρωποι δε γίνεται να χαθούν όλα».

 

Κλεοπάτρα Γκατζάνη

Share
Published by
Κλεοπάτρα Γκατζάνη