Ένας μήνας έχει περάσει από όταν ξέσπασαν σφοδρές μάχες στο Σουδάν μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), κυρίως στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Χαρτούμ. Όσοι δεν συμμετείχαν στις εχθροπραξίες, έτρεξαν μακριά από την πρωτεύουσα για να ξεφύγουν από τη μαύρη μοίρα του πολέμου.
Περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Νοτιοσουδανοί έχουν ήδη εγκαταλείψει το Χαρτούμ τον τελευταίο μήνα. Ήταν κάποιοι από τους εκατοντάδες χιλιάδες που κατέφυγαν στα βόρεια, μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στο Νότιο Σουδάν το 2013 και ξανά το 2016.
Το Νότιο Σουδάν αποσχίστηκε από το Σουδάν το 2011, μετά από δεκαετίες αιματηρού στρατιωτικού αγώνα κατά της κεντρικής κυβέρνησης στο Χαρτούμ. Αλλά μόλις μερικά χρόνια αργότερα, η χώρα βρέθηκε στην δίνη ενός νέου και εξαιρετικά βίαιου εμφυλίου, καθώς οι ελίτ στο νεότερο έθνος του κόσμου συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την πολιτική επιρροή και τα οικονομικά οφέλη που τη συνοδεύουν. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, περισσότεροι από 800.000 Νότιοσουδανοί κατέφυγαν εκείνη την εποχή στο Σουδάν.
Πολλοί είναι τώρα εκτοπισμένοι, ακόμη μια φορά, λόγω της νέας σύγκρουσης – τα τελευταία στοιχεία του ΟΗΕ δείχνουν ότι περισσότεροι από 40.000 έχουν επιστρέψει στο Νότιο Σουδάν. Βρίσκονται στοιβαγμένοι σε αυτοσχέδιες σκηνές στην πόλη Ρενκ στα σύνορα του Νοτίου Σουδάν με το Σουδάν.
Οι νεότεροι, όμως, έχουν υποστεί το μεγαλύτερο βάρος των συνεχών κύκλων βίας. “Έχουν χάσει τις πηγές επιβίωσής τους ή τις περιουσίες τους. Έχουν σβήσει όλα τα σχέδια που έκαναν για το μέλλον. Πρώτα στο Νότιο Σουδάν λόγω των εμφυλίων το 2013 και το 2016 που κατέστρεψαν την χώρα, και τώρα με τη νέα βία στο Σουδάν, όπου είχαν καταφύγει και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια νέα, ειρηνική καθημερινότητα. Έτσι, το σοκ που αντιμετωπίζουν είναι διπλό”, εξηγεί ο Νοτιοσουδανός ακτιβιστής. Έντμουντ Γιακάνι, σε ένα συγκινητικό ρεπορτάζ του BBC για τον νεαρό Matiang και μια κόκκινη κιθάρα. “Αν έπρεπε να τρέξεις για τη ζωή σου, με μάχες παντού, τι θα έπαιρνες μαζί σου;”
Το ταξίδι από το Χαρτούμ στο Ρενκ, το οποίο συνήθως διαρκεί έξι ώρες σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο, τώρα χρειάζεται για να γίνει αρκετές εξαντλητικές ημέρες, λόγω των συνεχών ελέγχων και των εχθροπραξιών. Στο Ρενκ, οι παλιννοστούντες πρόσφυγες αφήνονται σε μια ερειπωμένη πανεπιστημιούπολη, που τα κτίριά της είναι γεμάτα από σφαίρες από τις μάχες της προηγούμενης δεκαετίας. Μία ξερή υπενθύμιση του πολέμου που τρώει τη ζωή τους.
Από το Ρενκ, που είναι και παραποτάμιο λιμάνι του Νείλου, περιμένουν να φύγουν είτε με βάρκες είτε οδικώς, προς διάφορα σημεία στο εσωτερικό της αφρικανικής χώρας. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι τεράστια. Έλλειψη νερού και φαγητού, έλλειψη καταλυμάτων, έλλειψη στοιχειώδους προσωπικής υγιεινής. Ανύπαρκτη φαρμακευτική και ιατρική βοήθεια.
Μητέρες με τα παιδιά τους κάθονται σε ψάθες κάτω από πρόχειρα καταφύγια, φτιαγμένα όπως όπως με ξύλα και υφάσματα, προφυλαγμένοι από τον ήλιο που καίει. Οι θερμοκρασίες είναι εξαιρετικά υψηλές, κάτι που είναι σύνηθες λίγο πριν την εποχή των βροχών. Τώρα όμως, μοιάζει πολύ σκληρό για να το αντέξουν μαζί με την πείνα. Το βράδυ ανάβουν μικρές φωτιές και βράζουν τσάι ή μαγειρεύουν ψάρια, λαχανικά και οτιδήποτε άλλο έχουν καταφέρει να μαζέψουν στη διάρκεια της ημέρας.
Οι χώροι της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Ρενκ φιλοξενούν εκατοντάδες επαναπατρισθέντες από το Νότιο Σουδάν, που ανήκουν στην χριστιανική ορθόδοξη μειονότητα. Πέρασαν τα σύνορα με ένα φορτηγό που έστειλε η κυβέρνηση του Νότιου Σουδάν. Οι περισσότεροι έχουν έρθει με πολύ λίγα υπάρχοντα και δεν ξέρουν πού θα πάνε μετά. “Ένα πρωί ήρθαμε και ήταν όλοι εδώ, έχτισαν καταφύγια με κομμάτια από κλαδιά δέντρων και γυναικεία ρούχα. Η πρόκληση τώρα είναι να τους παρέχουμε τροφή και νερό, καθώς δεν υπάρχει τίποτε εδώ”, είπε ένας εργάτης της εκκλησίας.
Την Κυριακή 14 Μαΐου, οι πιστοί βρήκαν παρηγοριά στην ορθόδοξη λειτουργία της εκκλησίας υπό την καθοδήγηση του πατέρα Μιχαήλ.
“Το Νότιο Σουδάν είναι ήδη μία από τις πιο υποχρηματοδοτούμενες κρίσεις της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τώρα κινητοποιούμαστε για να υποστηρίξουμε αυτή τη νέα εισροή προσφύγων”, δήλωσε η εκπρόσωπος της υπηρεσίας Charlotte Hallqvist. “Καλούμε τη διεθνή κοινότητα να μην ξεχάσει το Νότιο Σουδάν”.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, περίπου διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη σύγκρουση στο Σουδάν μεταξύ 15 Απριλίου και 12 Μαΐου 2023. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν προς γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος, το Τσαντ, το Νότιο Σουδάν ή η Αιθιοπία, και περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν εσωτερικά.
Αφήνοντας πίσω τους την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του σουδανικού στρατού και των παραστρατιωτικών RSF, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες αυτούς είναι μέρος των περίπου 800.000 που είχαν προηγουμένως δραπετεύσει από τον εμφύλιο πόλεμο στην χώρα τους, προς το Σουδάν. Τώρα, ένας νέος πόλεμος τους αναγκάζει να πάρουν απρόθυμα τον δρόμο της επιστροφής, σ’ ένα ταξίδι που δεν θυμούνται την αρχή και το οποίο μοιάζει να μην έχει τέλος. Θα είναι για αυτούς μία ακόμη επιστροφή, όμως χωρίς γυρισμό.