Ξεκίνησα να βλέπω το πρώτο επεισόδιο του Baby Reindeer το ίδιο βράδυ που η σειρά ανέβηκε στην πλατφόρμα του Netflix. Την επόμενη ημέρα είχα δει και τα επτά επεισόδια. Η αρχική εντύπωση ήταν ότι είδα μια προσέγγιση του stalking με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα στις «ενοχλητικές αλήθειες». Κι αυτό επετεύχθη γιατί η συγκεκριμένη ιστορία που είδαμε στη μικρή οθόνη βασιζόταν στην πραγματική εμπειρία του δημιουργού και πρωταγωνιστή της, του Richard Gadd.
Τις ημέρες που ακολούθησαν άρχισα να βλέπω τη διαρκώς αυξανόμενη απήχηση της σειράς στο κοινό, τις συζητήσεις που πυροδότησε, τις κριτικές και τις αναλύσεις που δημοσιεύθηκαν αλλά και την αναγωγή της σε ένα φαινόμενο των ημερών. Όμως το stalking, και εν γένει οι κακοποιητικές συμπεριφορές, δεν είναι φαινόμενο των ημερών.
Καθώς το Baby Reeinder με αφετηρία το stalking αγγίζει πληθώρα ζητημάτων, όπως αν εκπαιδευόμαστε κοινωνικά να είμαστε ανεκτικοί στην παραβίαση, αν μια αρχική κακοποίηση μπορεί να γεννά πρόσφορο έδαφος για μια δεύτερη, για το πώς θέτουμε όρια, πώς διαχειριζόμαστε το τραύμα, αν το τραύμα συμβάλλει σε αυτοτιμωρητικές συμπεριφορές, αν τα πατριαρχικά πρότυπα διαμορφώνουν αξίες αρρενωπότητας που τραυματίζουν και τους ίδιους τους άνδρες, αν αντιμετωπίζουμε τους κακοποιητές σύμφωνα με τα κοινωνικά στερεότυπα κ.ά., σκέφτηκα ότι έχει νόημα να δοθεί το βήμα σε ένα θύμα stalking και σε μια ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια που θα μιλήσουν για το stalking και το τραύμα, ο καθένας από τη δική του σκοπιά και τη δική του εμπειρία.
Μεταφέρω αυτούσια την αφήγηση του Θάνου που έπεσε θύμα stalking από τον Μάριο (τα αληθινά ονόματα των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας βρίσκονται στη διάθεση του Μέσου) και την άποψη της Μαρίας Βλαχάκη, ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας (BSc Ψυχολόγιας Πανεπιστημίου Αθηνών, MSc Κυβερνοψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών), ώστε όσοι τις διαβάσουν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν σημάδια συμπεριφοράς καταδίωξης που ενδεχομένως έχουν υποστεί και να ζητήσουν βοήθεια ή να προβούν σε καταγγελία. Το stalking αποτελεί ποινικό αδίκημα και στη χώρα μας.
Ήμουν 26 και ο Μάριος ήταν 24. Γνωριστήκαμε σε μια κοινή παρέα, πριν αρκετά χρόνια. Εγώ είμαι αρκετά ανοιχτό άτομο και κάνω εύκολα νέες γνωριμίες, ειδικά τότε που ήμουν πιο μικρός και πιο ανυποψίαστος. Όταν ένιωθα ότι ο άλλος έχει κάποια ανάγκη, το αντιλαμβανόμουν περισσότερο, καθόμουν να τον ακούσω. Αυτό γινόταν και με ανθρώπους που δεν εκδήλωναν ξεκάθαρα τη σκέψη τους, έπιανα όμως και πιάνω τα σήματα που εκπέμπουν. Νιώθω ότι ο stalker μπορεί να πατήσει πάνω σε αυτό αλλά δεν πιστεύω ότι ισχύει πάντα, μπορεί να πατήσει απλώς και πάνω σε μια δική του φαντασίωση για το άλλο άτομο.
Με τον Μάριο αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, πηγαίναμε για κανένα καφέ, τα λέγαμε, αλλά δεν υπήρχε κάτι ερωτικό μεταξύ μας. Όμως άρχισα να βλέπω κάποιες περίεργες συμπεριφορές. Κατ’ αρχάς, μου ζήτησε να μην πω στους κοινούς μας φίλους ότι έκανε μια «μυστική δουλειά», η οποία ήταν εξαιρετικά σημαντική. Μου έλεγε ότι καταγόταν από μια χώρα του εξωτερικού και ότι η δουλειά του έπρεπε να μείνει κρυφή γιατί αφορούσε πολιτικούς. Ήξερα ότι αυτή η δουλειά δεν υπήρχε γιατί τον είχα δει στον χώρο εργασίας του, και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί εφηύρε μια φανταστική απασχόληση, ειδικά από τη στιγμή που η πραγματική του δουλειά ήταν μια χαρά. Αυτό σίγουρα μου κίνησε τις υποψίες. Σταδιακά, αντιλαμβανόμουν ότι η συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα έντονη, δηλαδή η εκδήλωση της χαράς του ήταν υπερβολική, τόσο που φάνταζε προσποιητή. Σταδιακά, άρχισε να τηλεφωνεί όλο και πιο συχνά, να μου στέλνει μηνύματα συνεχώς, και όλο αυτό κλιμάκωνε. Εκείνη την εποχή δεν είχα ακούσει καν τον όρο stalking, δεν μπορούσε το μυαλό μου να πάει κάπου αλλού, έβλεπα ότι ήταν άνθρωπος που με συμπαθούσε πολύ και επιζητούσε την παρέα του. Ενώ τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα πύκνωναν, περάσαμε στην επόμενη φάση και μου είπε ότι με αγαπάει. Τότε άρχισα να αισθάνομαι ότι με πνίγει όλο αυτό και παράλληλα κατακλύστηκα από ενοχές, ενώ ένιωθα ότι δεν μπορώ, έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη, να ξεκόψω τελείως από έναν άνθρωπο σε μια ευάλωτη στιγμή του που μου εξομολογείται τα αισθήματά του. Σκεφτόμουν ότι θα συζητούσα ήρεμα μαζί του και πως θα του εξηγούσα ότι δεν αισθάνομαι όπως εκείνος, σκεφτόμουν ότι αυτό θα τον βοηθούσε και δεν ήθελα να είμαι άγαρμπος μαζί του.
Τότε συνειδητοποίησα ότι ο Μάριος είχε αρχίσει να με παρακολουθεί, έξω από το σπίτι μου και όχι μόνο, ενώ παράλληλα η κατάσταση με τα τηλέφωνα και τα μηνύματα ξέφυγε τελείως. Με καλούσε 50 φορές τη μέρα, μου έστελνε άλλα τόσα sms και mail. Με το που άκουγα ήχο μηνύματος σκεφτόμουν αυτομάτως ότι θα είναι αυτός. Πλέον δεν ένιωθα πιεσμένος αλλά βιασμένος. Ο Μάριος κατέκλυσε τον ψυχισμό μου. Του είχα γίνει, προφανώς, έμμονη ιδέα, αλλά πλέον συνέβαινε και το αντίστροφο. Ένιωθα συνεχώς ότι με παρακολουθεί και ότι βρισκόταν παντού γύρω μου. Εκείνη την περίοδο έμενα με τους γονείς μου και άρχισα να νιώθω ότι όλο αυτό ήταν επισφαλές και για εκείνους. Ο Μάριος πήγε στη δουλειά του αδερφού μου και έβαλε τα κλάματα λέγοντας του ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα· άρχισε να τηλεφωνεί στους γονείς μου, να μου αφήνει ερωτικά γράμματα και λουλούδια στο αυτοκίνητό μου. Μέσα μου ξύπνησαν επιθετικά, θυμωμένα συναισθήματα. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να συναντηθούμε κι εγώ του απάντησα αγριεμένος ότι αν συνεχιστεί όλο αυτό θα τον πλάκωνα στο ξύλο. Η απάντησή του ήταν «κάνε με ό,τι θέλεις. Είμαι εδώ, χτύπα με, θα χαρώ, αρκεί να έχουμε επαφή».
Αυτή ήταν μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής μου. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με την εικόνα του, με τη σκέψη ότι θα είναι έξω από το παράθυρό μου και θα με παρακολουθεί. Άρχισα να κάνω ακραία σενάρια με το μυαλό μου και τώρα καταλαβαίνω πόσο κρίμα είναι να μπαίνεις σε ένα τέτοιο τριπάκι εξαιτίας του stalking. Η αίσθησή μου ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός ήθελε να με καταβροχθίσει, πως και αυτό να συνέβαινε δεν θα του ήταν αρκετό. Ένιωθα ότι ήθελε να μας καταστρέψει και τους δύο, χωρίς καν να υπάρχει κάποια αφορμή. Επίσης, άρχισα να αναρωτιέμαι αν έκανα κάτι που του έδωσε πάτημα, όμως τίποτα τέτοιο δεν ίσχυε, ίσως μόνο ότι αντιλήφθηκε πως είμαι ενοχικός και εκεί πήρε θάρρος. Το μόνο που ήθελα ήταν να απαλλαγώ από όλο αυτό, δεν έβλεπα όμως με ποιον τρόπο θα το κατάφερνα. Είχα παρανοήσει, τον μισούσα. Εξαιτίας του stalking έχασα την προσωπικότητά μου.
Πήγα σε εισαγγελέα, του είπα όσα είχαν συμβεί και έφριξε. Συνέταξε ένα έγγραφο και μου είπε να πάω με αυτό στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που έμενε ο stalker μου. Πήγα όντως, οι αστυνομικοί, οι οποίοι επίσης έφριξαν, μου είπαν ότι θα τον ενημερώσουν αρχικά και, αναλόγως εάν θα σταματήσει ή όχι η παρενόχληση, θα γίνουν τα επόμενα βήματα. Πράγματι του τηλεφώνησαν μπροστά μου και συνέβη το εξής, για πρώτη φορά άκουσα τον άνθρωπο αυτό έξαλλο – μέχρι τότε δεν είχε θυμώσει ποτέ, ό,τι και να του έλεγα εγώ. Κατόπιν, πήραν τηλέφωνο μπροστά μου και τους γονείς του και τους ενημέρωσαν για την καταγγελία σε βάρος του γιου τους. Έκτοτε ο άνθρωπος αυτός εξαφανίστηκε από τη ζωή μου, με μία μόνο εξαίρεση. Δέκα χρόνια μετά, και αφού πλέον είχαμε και social media, με βρήκε στο facebook, μου έστειλε αίτημα φιλίας και μου έστειλε μήνυμα στο οποίο έλεγε ότι παρακολουθεί εξ αποστάσεως την επαγγελματική μου εξέλιξη, εκφράζοντας τον θαυμασμό του και ζητώντας μου να συναντηθούμε. Τον μπλόκαρα αμέσως.
Νιώθω ότι δεν έχω ξεπεράσει τελείως αυτή την ιστορία, παρότι έχω κάνει για χρόνια ψυχοθεραπεία. Από τότε είμαι πιο επιφυλακτικός όταν γνωρίζω κόσμο κι ανοίγομαι πιο δύσκολα σε νέες παρέες.
Το stalking είναι μοτίβα -δηλαδή κατ’ επανάληψη- έκφρασης συμπεριφοράς που περιλαμβάνουν παρακολούθηση, εκφοβισμό, απειλές και δημιουργούν στο θύμα αισθήματα παρενόχλησης και φόβου. To cyberstalking, στο οποίο ο θύτης μπορεί να δράσει χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητά του, μπορεί να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση ανασφάλειας και απειλής στο θύμα, γιατί δεν ξέρει ποιος τον καταδιώκει.
Το stalking δεν χαρακτηρίζεται ως ψυχική διαταραχή, μπορεί όμως να αποτελεί σύμπτωμα πιθανής ψύχωσης ή/και διαταραχών προσωπικότητας, όπως η ναρκισσιστική ή η οριακή. Το stalking δεν είναι μια τυπική διεκδίκηση του ενδιαφέροντος του άλλου, αλλά κάτι που ξεπερνά τα όρια φτάνοντας σε μια μορφή καταδίωξης με επαναλαμβανόμενες και ενοχλητικές συμπεριφορές. Αυτός που καταδιώκει δεν αντιλαμβάνεται ότι το θύμα ξεκάθαρα μπορεί να του έχει δηλώσει πως πρέπει να σταματήσει, αντιθέτως πιστεύει ότι η εμμονή του θα πείσει τον άλλον πως τον αγαπά, πως πρέπει να είναι φίλοι ή σύντροφοι, ότι πρέπει να είναι μαζί.
Στην αρχή, ένας άνθρωπος που δέχεται stalking είναι πιθανό να νιώσει κολακευμένος από το ενδιαφέρον ενός άλλου προσώπου. Άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση είναι πιο ευάλωτα απέναντι σε έναν stalker γιατί θα παρερμηνεύσουν τη συμπεριφορά παρενόχλησης ως θαυμασμό και θα νιώσουν στο επίκεντρο της προσοχής κάποιου που δηλώνει ότι τους αγαπά. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να έχει προκληθεί από τραύματα, από απώλειες, από το οικογενειακό περιβάλλον. Δεν αναζητούμε να ρίξουμε την ευθύνη στον άνθρωπο με την χαμηλή αυτοεκτίμηση, αναζητούμε το πώς θα οχυρώσουμε την προσωπικότητα ώστε να εντοπίζει και να αποφεύγει τις κακοποιητικές συμπεριφορές. Καθώς αυξάνεται η διεκδίκηση από πλευράς του stalker, το θύμα ίσως αφήσει χώρο στον διώκτη του να διεισδύσει στη ζωή του και εκείνος να το αντιληφθεί ως δικαίωμα να γίνει πιο απαιτητικός. Όμως, και εγκαίρως να μπει το όριο από το άτομο που καταδιώκεται, αυτό δεν σημαίνει πως ο stalker θα το αναγνωρίσει.
Το να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τις εις βάρος μας παραβιαστικές συμπεριφορές προϋποθέτει συναισθηματική και ψυχική εκπαίδευση. Είναι προτιμότερο να εστιάζουμε στην πρόληψη, όσον αφορά την ψυχική μας υγεία, όπως ακριβώς κάνουμε και με τη βιολογική μας υγεία. Τα τελευταία χρόνια έχει, ευτυχώς, αναδειχθεί η σημασία της ψυχικής υγείας και έχουν μπει στα σχολεία ασκήσεις συναισθηματικής και ψυχικής αγωγής και διαπροσωπικών σχέσεων. Όλα αυτά ξεκινούν από τη φροντίδα και την κατανόηση του εαυτού μας, από την ικανότητα να αναγνωρίζουμε πότε αισθανόμαστε καλά και πότε όχι, ποια συμπεριφορά μας φέρνει σε δύσκολη θέση, να αντιλαμβανόμαστε εγκαίρως ποιος και γιατί μας προκαλεί συναίσθημα δυσφορίας -όπως γίνεται στην περίπτωση του stalking και όχι μόνο- πότε μας παρενοχλούν. Οι παρενοχλήσεις πρέπει να καταγγέλλονται αλλά πρέπει και να εισακούονται. Το δεύτερο αποτελεί κοινωνικό ζήτημα, αφορά το σύστημα, το πώς στήνεται, το αν και πώς λειτουργεί. Στο Baby Reindeer το θύμα πάει στην αστυνομία να μιλήσει, αλλά εκεί δεν τον αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα.
Υπάρχει ο κύκλος της βίας. Όταν έχεις βιώσει κάποια τραυματική εμπειρία υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρήσεις ότι αυτή είναι μια φυσιολογική κατάσταση. Σύμφωνα με έρευνες (σ.σ. που μπορείτε να αναζητήσετε και ιντερνετικά στο PubMed), παιδιά που έχουν βιώσει βία «μαθαίνουν» σε αυτή και κατά κάποιον τρόπο θεωρούν ότι είναι εντάξει να μιμηθούν μια βίαιη συμπεριφορά. Χρειάζεται παρέμβαση, ώστε να αλλάξει στο θύμα αυτή η αντίληψη που έχει πιθανόν διαμορφώσει λόγω του τι έχει υποστεί το ίδιο. Ο Ντόνι, ο κεντρικός χαρακτήρας του Baby Reindeer, έχει μπει σε μια πορεία σκέψης που τον κάνει να πιστεύει πως του αξίζουν όσα έχει υποστεί, συνηθίζει σε αυτά που θεωρεί ότι παραείναι μεγάλο το κόστος για να απαλλαγεί – και πράγματι η ψυχοθεραπεία είναι μια μακρά διαδικασία που αποδίδει μετά από χρόνια καθώς έχει να καταπολεμήσει βιωμένες και ασυνείδητες πεποιθήσεις, όμως λειτουργεί, όπως είναι εμφανές στην Τέρι που εμφανίζεται ως θετικό αντίβαρο σε σχέση με τον Ντόνι. Η Τέρι είναι μια γυναίκα που λόγω καταγωγής αλλά και φυλομετάβασης εικάζουμε ότι έχει δεχτεί στο παρελθόν bulling, όμως έχει καταφέρει να είναι ο εαυτός της, να είναι η ίδια ψυχοθεραπεύτρια, να αποτελεί το σπίτι της καταφύγιο γαλήνης για τον Ντόνι. Ακόμη και μετά τη βίαιη επίθεση της Μάρθας εναντίον της δεν χάνει το κέντρο βάρους της, βάζει όρια. Είναι ένας άνθρωπος που το τραύμα του το έχει δουλέψει, το έχει διαχειριστεί και το αντιμετωπίζει.