Τα ζητήματα του κράτους δικαίου, παρά τη συστηματική και εντεινόμενη διολίσθησή του (όπως αυτή αποτυπώνεται στις εκθέσεις σημαντικών διεθνών οργανισμών, θεσμών, και ερευνητικών ινστιτούτων), εξακολουθούν να μην αποτελούν προτεραιότητα για την πλειονότητα των ΜΜΕ. Σε περιόδους που αμφισβητούνται έντονα οι αρχές και οι αξίες του κράτους δικαίου, και, τα θεσμικά αντίβαρα βρίσκονται υπό πίεση, είναι πολύ σημαντικό οι φορείς της ΚτΠ να ενώνουν τις φωνές τους και να συνεργάζονται συντονισμένα για να συμβάλλουν στην υπεράσπιση των αρχών του κράτους δικαίου.
Στο αποκορύφωμα των προσπαθειών καταστολής της ελευθερίας του τύπου και της ερευνητικής δημοσιογραφίας στη χώρα, ξεκίνησε σήμερα η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό στο Πρωτοδικείο Αθηνών, της αγωγής του πρώην γενικού γραμματέα και ανιψιού του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, κατά δημοσιογράφων και ελληνικών μέσων, σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών (αγωγή SLAPP), και συγκεκριμένα κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», του ερευνητικού μέσου Reporters United και των δημοσιογράφων του, Νικόλα Λεοντόπουλου και Θοδωρή Χονδρογιάννου, καθώς και κατά του ανεξάρτητου δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ο οποίος, όπως είχαν αποκαλύψει τα μέσα και οι δημοσιογράφοι, παρακολουθείτο από την ΕΥΠ υπό την πολιτική ευθύνη του κ. Δημητριάδη.
Υπό το πρίσμα των δυσάρεστων αυτών εξελίξεων, οι ανεξάρτητες οργανώσεις Vouliwatch, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA), HIAS Ελλάδος, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) και Reporters United, συνέταξαν έκθεση για τη θεσμική υποχώρηση της Ελλάδας, με παραλήπτη την Κομισιόν, την οποία παρουσίασαν χθες (24/1) σε κοινή συνέντευξη τύπου στην οποία παραβρεθήκαμε.
Η έκθεση εντοπίζει πέντε οριζόντια ζητήματα με αντίκτυπο στις διαφορετικές πτυχές του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα:
Αφότου ο κ. Δημήτρης Βερβεσός, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών όπου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη τύπου με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Μαρία Λούκα, έκανε αναφορά στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των προσφύγων – μεταναστών, στην άμβλυνση της αστυνομικής βίας και στην ανελευθερία του τύπου, ο διευθυντής του Vouliwatch, Στέφανος Λουκόπουλος, επεσήμανε πως το Forum επικεντρώθηκε μέσω της έκθεσης σε θεματικές που αποτελούν τον βασικό πυρήνα για την ορθή λειτουργία ενός κράτους δικαίου. Ανάμεσά τους, η διαδικασία προετοιμασίας και θέσπισης νόμων, το πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, το Vouliwatch κατέγραψε αναφορικά με το πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, κυρίως ζητήματα που αφορούν στο πολιτικό σύστημα: τα πόθεν έσχες, την πολιτική δώρων προς μέλη της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου, καθώς και το πλαίσιο για την αποτροπή περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων.
Μιλώντας αρχικά για το πόθεν έσχες, ο κ. Λουκόπουλος τόνισε πως, «Τον περασμένο Φεβρουάριο ψηφίστηκε ο νέος νόμος για τα πόθεν έσχες. Οι διατάξεις του δημιουργούν μείζονες προβληματισμούς, τόσο σε επίπεδο διαφάνειας, όσο και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας του ελέγχου από τα αρμόδια όργανα. Συγκεκριμένα, βλέπουμε την αδικαιολόγητη και υπερβολική μείωση του χρόνου για τον οποίο μένουν αναρτημένες, αφενός οι ετήσιες εκθέσεις της επιτροπής ελέγχου (από τα εφτά χρόνια έπεσαν στα τρία χρόνια), και αφετέρου οι δηλώσεις των βουλευτών και των βουλευτηρίων (από μία πλήρη θητεία συν τρία χρόνια, έπεσαν στα μόλις τρία έτη). Επίσης, βλέπουμε την ανάκληση υποχρέωσης δήλωσης μετρητών άνω των 30.000 € και κινητών περιουσιακών στοιχείων άνω των 40.000 € που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος».
Παράλληλα, ανέδειξε πως η νομοθετική επιλογή της υπαγωγής, υπό τον έλεγχο της επιτροπής δύο ανεξάρτητων αρχών, της αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης του μαύρου χρήματος, και της εθνικής αρχής διαφάνειας, μπορεί να εγείρει ζητήματα παρέμβασης στην ανεξαρτησία των εν λόγω αρχών. «Επιπλέον, το πλαίσιο για τα πόθεν έσχες παραμένει προβληματικό, διότι μετά από άσχετη τροπολογία του 2019 η άρση του απορρήτου για την ολοκλήρωση του ελέγχου εξακολουθεί να είναι προαιρετική. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος δίνει τη δυνατότητα δημοσίευσης των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων – που θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικότερες από τα πόθεν έσχες – οι εν λόγω δηλώσεις για κάποιον λόγο δεν δημοσιεύονται», πρόσθεσε ο ίδιος.
Aναδείχθηκαν ακόμα δύο προβληματικές παράμετροι που χρήζουν ανησυχίας, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του νόμου στο να αποτρέπει περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων. Ο διευθυντής του Vouliwatch υπογράμμισε ότι, «Έχουμε αρχικά την ουσιαστική κατάργηση του cooling off period δύο ετών που προβλεπόταν από τον νόμο του 2016, και δεύτερον την έλλειψη διαφάνειας και πιο συγκεκριμένα τη μη δημοσίευση στοιχείων που υποβάλλονται για την πρόληψη περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και αυτών σχετικά με τον έλεγχο που διενεργείται από τους αρμόδιους φορείς».
Όσον αφορά στο θέμα της «καλής νομοθέτησης», οι άνθρωποι του Vouliwatch θεωρούν πως αποτελεί τον πυρήνα από τον οποίο ξεκινούν όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με το κράτος δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, «οι κανόνες που έχουν θεσπιστεί από την ελληνική έννομη τάξη για την διαδικασία προετοιμασίας κατάθεσης και ψήφισης των νόμων, φαίνεται συστηματικά και διαχρονικά να μην λαμβάνονται υπόψη – τόσο από την εκτελεστική εξουσία, όσο και από τη νομοθετική», εξήγησε ο κ Λουκόπουλος. «Συγκεκριμένα, οι προθεσμίες δημόσιας διαβούλευσης συχνά συντέμνονται αναιτιολόγητα και ανεπίτρεπτα. Μέσα στο 2023 για το 57% των νόμων που τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση, η προθεσμία ήταν μικρότερη από τις 14 μέρες που προβλέπονται, και αυτό χωρίς καμιά αιτιολόγηση. Επίσης, πολλές διατάξεις δε φαίνεται να περνούν καν από το στάδιο της διαβούλευσης – εντοπίσαμε συνολικά 504 άρθρα τα οποία πιθανότατα να μην τέθηκαν καθόλου σε δημόσια διαβούλευση. Ακόμα, κατατίθενται και ψηφίζονται συνεχώς εκπρόθεσμες και άσχετες τροπολογίες», διασαφήνισε ο ίδιος και συμπλήρωσε πως το 65% των τροπολογιών που κατατέθηκαν το 2023 ήταν εκπρόθεσμες, δηλαδή κατατέθηκαν είτε την ίδια μέρα είτε την προηγούμενη μέρα της ψήφισης του νόμου».
Ο δημοσιογράφος των Reporters United, Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ανέδειξε με τη σειρά του πως το θέμα των παρακολουθήσεων δεν επηρεάζει μόνο δημοσιογράφους και τις πηγές τους αλλά απειλεί και την εθνική ασφάλεια. «Το 2023 ήταν η δεύτερη χρονιά μετά το 2022, κατά την οποία είχαμε πολύ σημαντικές αποκαλύψεις και τεκμήρια τόσο στο κομμάτι των επισυνδέσεων της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΕΥΠ), όσο και στο κομμάτι της στοχοποίησης μέσω του κακόβουλου λογισμικού predator», είπε για το καίριο θέμα των υποκλοπών.
«Οι αποκαλύψεις ξεκίνησαν στις αρχές του 2023, όταν μετά από έλεγχο που πραγματοποίησε η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ΑΔΑΕ, τεκμηριώθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών από την ΕΥΠ σε βάρος του υπουργού Κωστή Χατζηδάκη, του επικεφαλής του ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνου Φλώρου, του στρατηγού Χαράλαμπου Λαλούση και άλλων στελεχών του ελληνικού κράτους και αξιωματούχων εκείνη την περίοδο». Μάλιστα, αμέσως μετά, ο συνταγματολόγος και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, δήλωσε ότι πρόκειται για παράνομες παρακολουθήσεις, μια νομική και επιστημονική άποψη, που επιβεβαίωσε πως πρέπει απαραίτητα να υπάρχει λόγος εθνικής ασφάλειας ή λόγος διερεύνησης κάποιου σοβαρού εγκλήματος (όπως κατοχυρώνεται στον νόμο), ώστε να γίνει άρση του απορρήτου. Αν δεν υφίσταται αυτός ο λόγος, πρόκειται για παράνομη παρακολούθηση, ακόμα κι αν πρόκειται για την ΕΥΠ.
Το 2023 επίσης, η έκθεση της PEGA (Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), η οποία διερευνά τη χρήση κακόβουλων λογισμικών στην Ευρώπη, ανέδειξε ποικίλα στοιχεία σχετικά με την υπόθεση του κ. Δημητριάδη, του πρώην γ.γ. και ανιψιού του πρωθυπουργού, ο οποίος είχε – σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού – την πολιτική ευθύνη για την ΕΥΠ. Η εν λόγω έκθεση, τον συνδέει με την υπόθεση και προχωρά σε συνδέσεις σχετικά με την σχέση του με τον πρώην αναπληρωτή διαχείρισης της Intelexa, της εταιρείας, που, με έδρα την Αθήνα, εμπορευόταν το predator, και, έλαβε άδειες από την ελληνική κυβέρνηση και συγκεκριμένα από το υπουργείο εξωτερικών. Όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος, «σύμφωνα με την έκθεση, εδώ εγείρεται ερώτημα αν έχει παραβιαστεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα προϊόντα “διπλής χρήσης”, δηλαδή τα προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως εξοπλισμός και ως όπλα σε καθεστώτα όπως η Μαδαγασκάρη και το Σουδάν… τα οποία δεν έχουν και το καλύτερο ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Αν δεν υπάρξει δικαιοσύνη και λογοδοσία, οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση αξιωματούχων στο μέλλον θα αισθανθεί ότι μπορεί να παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε συνέπεια για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα».
«Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2023 είχαμε κι άλλες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις μέσω μιας διασυνοριακής έρευνας στην οποία είχαμε την τιμή ως Reporters United να συμμετέχουμε, η οποία αποκάλυψε ότι κάποια μηνύματα που εστάλησαν με το predator, παρουσίαζαν ως αποστολέα τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του κ. Γρηγόρη Δημητριάδη, ενώ ο ίδιος ήταν πολιτικά υπεύθυνος για την ΕΥΠ εκείνη την περίοδο», αποκάλυψε ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος. «Τότε στοχοποιήθηκε με το λογισμικό και η κ. Βασιλικη Βλάχου, εισαγγελέας της ΕΥΠ. Ο κύριος Δημητριάδης έχει αρνηθεί ότι έχει στείλει τα μηνύματα, και, όπως επισημαίνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, εγείρεται θέμα εθνικής ασφάλειας γιατί χρησιμοποιήθηκε για παγίδευση το κινητό ενός Έλληνα αξιωματούχου». Μέχρι στιγμής δεν έχει κληθεί κάποιο πρόσωπο από την δικαιοσύνη ως ύποπτος για τη χρήση του λογισμικού, ούτε έχει γίνει κάποια ποινική δίωξη για την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη που αποκαλύφθηκε τον Απρίλιο του 2022, ενώ η υπόθεση μεταφέρθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών στον αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου.
Οι μόνοι που έχουν οδηγηθεί μέχρι τώρα στη δικαιοσύνη για διαρροή απόρρητων πληροφοριών στην υπόθεση παρακολούθησης του κ. Κουκάκη, είναι οι δημοσιογράφοι που έκαναν τις αποκαλύψεις, και, χωρίς ακόμη να τους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ορισμένα μέλη της ΑΔΑΕ. Όπως διαβεβαίωσε ο Θ. Χονδρόγιαννος, «ο ίδιος ο κ. Κουκάκης έχει πει ότι εμείς (Reporters United) τον ενημερώσαμε ότι παρακολουθείτο και όχι κάποιο μέλος της ΑΔΑΕ. Οι μόνοι που φαίνεται ότι θα καταλήξουν ενώπιον της δικαιοσύνης μέχρι τώρα είναι μέλη της ΑΔΑΕ που είχαν συνταγματική υποχρέωση να διερευνήσουν την υπόθεση των επισυνδέσεων, και οι δημοσιογράφοι που έκαναν αποκαλύψεις». Τα μέλη μάλιστα της ΑΔΑΕ αντικαταστάθηκαν το 2023 από την κυβέρνηση, μετά τις εξελίξεις, ζήτημα που επίσης εγείρει προβληματισμούς, όπως σημείωσε ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
Τόσο ή υπόθεση των παρακολουθήσεων όσο και της φίμωσης της ελευθερίας του τύπου, είναι ζητήματα που αφορούν συνολικά το κράτος δικαίου. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο ερευνητής των Reporters United, «Αν παρακολουθούνται οι πηγές και οι δημοσιογράφοι, ο Τύπος δεν θα μπορέσει να επιτελέσει τον σκοπό του όπως ορίζεται από το Σύνταγμα». Ο ίδιος εξέφρασε καταληκτικά την άποψη ότι, «Το μέλλον διαφαίνεται δυσοίωνο για την ελληνική δημοκρατία, για τους θεσμούς και τα θεσμικά αντίβαρα, καθώς αν δεν υπάρξει δικαιοσύνη και λογοδοσία, οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση αξιωματούχων στο μέλλον θα αισθανθεί ότι μπορεί να παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να έχει οποιαδήποτε συνέπεια και για την ίδια αλλά και για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα».
Η Έλλη Κριωνά Σαράντη, δικηγόρος HIAS Ελλάδος, ανέδειξε στη συνέχεια το ζήτημα των παράνομων, βίαιων επαναπροωθήσεων προσφύγων, λέγοντας αρχικά πως «στο εξωτερικό συχνά ακούγεται ότι θα μπορούσε να υπάρχει μόνο μία χώρα αυτή τη στιγμή που θεωρεί ότι στην Ελλάδα δε γίνονται επαναπροωθήσεις, και αυτή είναι η Ελλάδα». Μάλιστα, εξαιτίας αυτών των παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων στα ελληνικά σύνορα, ο υπεύθυνος θεμελιωδών δικαιωμάτων της Frontex πρόσφατα ζήτησε να αποχωρήσει ο οργανισμός από την Ελλάδα. Ιδιαίτερα ανησυχητικό σύμφωνα με την κ. Σαράντη, είναι το γεγονός ότι, «Οι επαναπροωθήσεις λαμβάνουν χώρα παρότι υπάρχει απόφαση από το δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διατάσσει την Ελλάδα να μην απομακρύνει τους ανθρώπους αυτούς από το ελληνικό έδαφος, και, αντιθέτως, να τους παράσχει και ανθρωπιστική βοήθεια. Δυστυχώς βλέπουμε ότι ελληνικές έρευνες για τις ευθύνες των σωμάτων ασφαλείας γι’ αυτού του είδους τα αδικήματα, εξακολουθούν να είναι μη αποτελεσματικές, ενώ το ιστορικό καταδικαστικών αποφάσεων κατά της Ελλάδας από το δικαστήριο του Στρασβούργου για το ζήτημα των μη αποτελεσματικών ερευνών, είναι βεβαρημένο».
Η αναποτελεσματικότητα των ερευνών, έγκειται στο ότι τις έρευνες για τυχόν ποινικές ευθύνες της ελληνικής αστυνομίας και του λιμενικού, τις κάνουν τα ίδια αυτά κρατικά όργανα ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή της προανάκρισης – όπως συνέβη και στην τραγωδία της Πύλου, όπου η προανάκριση έγινε από το ίδιο το λιμενικό. «Ένα άλλο ζήτημα που έχουμε εντοπίσει στην έκθεσή μας, αφορά στη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων. Στην υπόθεση του ναυαγίου της Πύλου, οι μάρτυρες κλήθηκαν για κατάθεση τρεις μήνες μετά την έναρξη της αυτεπάγγελτης έρευνας και μόνο κατόπιν μήνυσης που υπέβαλαν οι οργανώσεις που τους εκπροσωπούν. Οι καταθέσεις των μαρτύρων φαίνονται επίσης πανομοιότυπες, ένα ζήτημα που είχε προκύψει και στην υπόθεση του ναυαγίου της Ψερίμου και του Φαρμακονησίου κ.ά. Στην τελευταία μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στηλίτευσε ιδιαίτερα αυτή την πρακτική και είναι ένας από’ τους λόγους που οδηγήθηκε να καταδικάσει τη χώρα μας».
Αντίστοιχα ζητήματα, εντοπίζονται και στις εσωτερικές πειθαρχικές έρευνες των σωμάτων ασφαλείας, με τον Συνήγορος του Πολίτη να έχει κάνει λόγο για όξυνση των πλημμελειών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ναυάγιο της Πύλου όπου το λιμενικό αρνήθηκε ρητά να ξεκινήσει τη δική του εσωτερική πειθαρχική έρευνα. Επίσης, οι άνθρωποι της HIOS παρατηρούν μία όξυνση του φαινομένου της ποινικοποίησης των προσφύγων και των υπερασπιστών τους. «Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Borderline Europe η οποία ανέλυσε 81 υποθέσεις δικών προσφύγων για διακίνηση, βλέπουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί συχνά δικάζονται χωρίς πρόσβαση σε διερμηνεία, οι δίκες τους δεν κρατούν πάνω από μισή ώρα, και συνήθως η καταδίκη τους στηρίζεται σε μία μόνο κατάθεση ενός αστυνομικού ή λιμενικού ο οποίος μάλιστα δεν εμφανίζεται και στο δικαστήριο», τόνισε η δικηγόρος.
Αντίστοιχα, εντείνεται και η στοχοποίηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων που υπερασπίζονται τους πρόσφυγες. Όπως εξήγησε η κα. Σαράντη, «στοχοποιούνται οργανώσεις που εμφανίζονται ως εμπλεκόμενες σε κυκλώματα διακίνησης για τον μόνο λόγο ότι ενημέρωσαν τις ελληνικές αρχές για νέες αφίξεις προσφύγων, προκειμένου αυτοί να υποβληθούν στις νόμιμες διαδικασίες καταγραφής του αιτήματος ασύλου. Συχνά βλέπουμε ότι και η επικοινωνία ανάμεσα στις οργανώσεις και στους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες εμφανίζεται ως ύποπτη. Οι δικηγόροι ποινικοποιούνται για διευκόλυνση σε παράνομη είσοδο και παραμονή επειδή παρείχαν νομική συνδρομή σε αιτούντες άσυλο. Επίσης, οι ίδιοι άνθρωποι που στοχοποιούνται για εμπλοκή σε κυκλώματα διακίνησης δεν ενημερώνονται επίσημα για κάποια δικογραφία εναντίον τους, αντίθετα, όποια πληροφόρηση έχουν την έχουν από διαρροές τον τύπο».
Τέλος, η στοχοποίηση των οργανώσεων λαμβάνει κι άλλες μορφές, αφού συχνά υπόκεινται σε ιδιαίτερες διατυπώσεις διαφάνειας, κατά διακριτική μεταχείριση. «Είμαστε οι μόνες οργανώσεις που υποχρεούμαστε να καταγραφόμαστε σε ένα ειδικό μητρώο για τις οργανώσεις του προσφυγικού και του μεταναστευτικού, ένα μητρώο το οποίο έχει δεχτεί έντονη κριτική και από το συμβούλιο της Ευρώπης και από φορείς του ΟΗΕ, λόγω της μη συμβατότητάς του με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Έχει γίνει αίτηση ακύρωσης κατά της υπουργικής απόφασης που προβλέπει το μητρώο αυτό, και αναμένουμε την απόφαση του ΣτΕ. Πρόσφατα είχαμε λάβει διαβεβαιώσεις από το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου περί τροποποιήσεις αυτού του νομικού πλαισίου, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουμε λάβει καμία ενημέρωση», είπε καταληκτικά η δικηγόρος.