Κατεβαίνοντας την οδό Σατωβριάνδου, το βανάκι της Θετικής Φωνής, του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδος, και η μικρή ταμπέλα Red Umbrella Athens με τα κόκκινα γράμματα, μου δείχνουν ότι έφτασα στον προορισμό μου. Μόλις πάω να περάσω την πόρτα του κτιρίου όμως, αναρωτιέμαι αν έκανα λάθος: από μέσα ακούγονται συζητήσεις, γέλια, μουσική και το κλίμα δεν θυμίζει τίποτα απ’ όσα περίμενα, ξεκινώντας να επισκεφτώ ένα κέντρο ημέρας για εργαζόμενους και εργαζόμενες στο σεξ.
Με την είσοδό μου στο χώρο, με υποδέχεται χαμογελαστός ο Αντώνης Πριμηκύρης, εργαζόμενος της Θετικής Φωνής, συντονιστής του κέντρου για την ημέρα. Καθώς με ξεναγεί, μου εξηγεί πως το κέντρο ημέρας του Red Umbrella Athens (RUA) λειτουργεί τους τελευταίους 17 μήνες, ανοίγοντας κάθε Τετάρτη, 4μ.μ. με 7μ.μ., για γυναίκες που εργάζονται στο σεξ. Πέρα από το κέντρο ημέρας, βασική δράση της οργάνωσης είναι το street work, οι στοχευμένες δηλαδή ομάδες εργασίας στο δρόμο, σε μέρη που υπάρχουν πιάτσες, αλλά τώρα τελευταία και σε ορισμένους χώρους εργασίας στο σεξ, στην Ιάσωνος, τη Λιοσίων ή τη Φυλής. «Βγαίνουμε ομάδες μάξιμουμ τεσσάρων ατόμων, όχι μόνο του Red Umbrella, αλλά γενικότερα της Θετικής Φωνής, πηγαίνουμε στοχευμένα σε σημεία που υπάρχουν χρήστες, άστεγοι, οπουδήποτε υπάρχει σεξ, σε cruising spots για ΑΣΑ, δηλαδή άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες». Στόχος είναι η δημιουργία σχέσης με την κάθε κοινότητα, η ενδυνάμωση, και η παροχή πληροφοριών.
Για τις γυναίκες που έρχονται στο κέντρο, την ώρα που μιλάμε με τον Αντώνη, εξασφαλίζεται απόλυτη ανωνυμία. Στο χώρο, έχουν πρόσβαση σε ψυχολογική και νομική υποστήριξη, μπορούν να κάνουν εξετάσεις και να ενημερωθούν για πρακτικές ασφαλούς σεξ, αλλά και μπορούν να καθίσουν για καφέ, να ασχοληθούν με εικαστικά, να διαλέξουν ρούχα και παπούτσια που η οργάνωση αποκτά μέσω δωρεών, και να καθίσουν να τους κάνουν μακιγιάζ.
Ο Γιώργος Παπαδοπετράκης και ο Μίρο Πασκάλεβ, μέλη του ΔΣ της Θετικής Φωνής, μου εξηγούν: «Ουσιαστικά, εμείς, αυτό που μέσα από όλη αυτή τη δράση προσπαθούμε να προσφέρουμε στην κοινότητα, είναι το δεσμό. Αυτές οι ομάδες, ειδικά τα αγόρια και τα κορίτσια που είναι στο δρόμο, έχουν χάσει τον κοινωνικό δεσμό, δηλαδή τη σύνδεσή τους με την υπόλοιπη κοινωνία. Είναι ένας πληθυσμός, ειδικά οι γυναίκες, περισσότερο από τους άνδρες, που έχει αποκοπεί, έχει δυσκολία στην πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, στο σύστημα υγείας, οι περισσότερες έχουν ρήξη με την οικογένεια. Δεν θέλουμε να βγάλουμε μιζέρια προς τα έξω, σε καμία περίπτωση. Απλώς συντελούμε στο να προσφέρουμε στις κοπέλες έναν κοινωνικό δεσμό, προσπαθούμε να χτίσουμε την εμπιστοσύνη μαζί τους».
Το κέντρο λειτουργεί με κατεύθυνση στο μέλλον να γίνει community-leaded, δηλαδή να το αναλάβει η ίδια η κοινότητα των εργαζομένων στο σεξ. Ο Α., μέλος της κοινότητας που συμμετέχει στο κέντρο ως εθελοντής, εξηγεί ότι ο τρόπος που γίνεται αυτό είναι τελείως πρακτικός. «Προσπαθούμε να δώσουμε το χώρο στις κοπέλες να εκφραστούν. Μπορεί να υπάρχει κάποια κοπέλα που είναι πολύ καλή να δουλεύει με ρούχα. Θα την πάρουμε και θα τη βάλουμε να μας βοηθήσει με τα ρούχα που έχουμε, ώστε να νιώσει ότι προσφέρει κάτι, συμμετέχει. Αν συμμετέχει, σύντομα θα φέρει και ακόμα μία κοπέλα, να τη βοηθήσει: έτσι, δημιουργείται ένα έδαφος για να τις συσπειρώσει, απέναντι στον άγριο κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω».
Ο Α., όντας και ο ίδιος εργαζόμενος στο σεξ, μου εξηγεί πως η βιωματική διάσταση ήταν σημαντικός λόγος για εκείνον, προκειμένου να αρχίσει να συμμετέχει στο κέντρο. «Σίγουρα δεν έχω την ίδια καθημερινότητα και τους ίδιους κινδύνους με κάποια που δουλεύει στο δρόμο, καθώς εγώ δουλεύω με αγγελίες. Όμως, και πάλι, γνωρίζω την εργασιακή ανασφάλεια, φοβάμαι μη με καρφώσει κανένας πελάτης, μην μου έρθουν οι μπάτσοι στο σπίτι. Γι’ αυτό καταλαβαίνω την ανάγκη να υπάρχει ένας χώρος που μπορούν άνθρωποι να έρθουν, ώστε να ξεχάσουν αυτό που τους συμβαίνει έξω».
Η επαφή του Α. με το Red Umbrella προέκυψε μέσα από τη συμμετοχή του στη Θετική Φωνή. «Ήμουν εθελοντής εκεί, άρχισα να πηγαίνω σε μερικά σεμινάρια, σχετικά με το street work. Ξεκίνησα για να μάθω πώς να προστατεύω τον εαυτό μου, μέσα από την πρόληψη για τον HIV, και τα υπόλοιπα ήταν φυσικό επακόλουθο». Στόχος των παρεμβάσεων του street work στον τομέα των χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών, μου έχει εξηγήσει ο Αντώνης, είναι η μείωση βλάβης, και όχι η αποτροπή της χρήσης: αν κάποιος κάνει χρήση, ο στόχος είναι να έχει διαθέσιμα τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να παραμένει ασφαλής. Ο Νίκος Φιτσιάλος είναι μέλος των συγκεκριμένων ομάδων street work, και του προγράμματος μείωσης βλάβης της Θ.Φ. και μου εξηγεί πώς λειτουργεί αυτό: «Βγαίνουμε στις πιάτσες, Νομική, Ιάσωνος και τα λοιπά, κάνουμε διανομή αποστειρωμένων συριγγών, και επιδιώκουμε τη διασύνδεση με άλλα προγράμματα και φορείς που φροντίζουν για την υγεία των ανθρώπων στο δρόμο».
Το βιωματικό στοιχείο ήταν αυτό που έφερε και τον Κ., έναν ακόμα εθελοντή της Θ.Φ. στο χώρο αυτόν, που μπαίνει στην συζήτηση και μου εξηγεί την πλευρά του. «Ιδίως όταν έχεις το βίωμα, είναι δύσκολη δουλειά: εγώ τυγχάνω οροθετικός, πρώην εργαζόμενος στο σεξ και πρώην χρήστης, όχι ηρωίνης, αλλά γενικά ψυχεδελικών ουσιών, οπότε έχω μία εμπειρία βιωματική. Μπαίνει το συναισθηματικό κομμάτι στη μέση, αν δεν το διαχειριστείς με συγκεκριμένες εποπτείες, με προσωπική θεραπεία, αρχίζεις να βλέπεις τον εαυτό σου στον άλλον.
Το συναισθηματικό φορτίο δεν το αντιλαμβάνεσαι εκείνη τη στιγμή. Βγαίνει μετά, που δεν το καταλαβαίνεις, είσαι λίγο βαρύς, λίγο άρρωστος, λίγο βλέπεις κάτι εφιάλτες. Αυτά τα έχουμε ελαχιστοποιήσει, γιατί έχουμε ένα πολύ καλό επόπτη». Ο Νίκος Φιτσιάλος συμφωνεί: «Είναι πάρα πολύ επιβαρυντική δουλειά. Το να βλέπουμε ψυχαναλυτή, είναι απαραίτητο και αναγκαίο. Και από τη δουλειά και πλέον το θέτω κι εγώ ο ίδιος. Αλλιώς κόβεις τις φλέβες. Αυτό που βλέπεις είναι δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να μην είναι φίλοι σου, σίγουρα θα κρατήσεις μία απόσταση, αλλά είναι άνθρωποι που βλέπεις κάθε μέρα. Δεν μπορείς να μην έχεις συναισθηματική εμπλοκή. Δεν είναι επάγγελμα καριέρας».
Η Μαρία Ξανθάκη ως ψυχολόγος μου εξηγεί παραπάνω την σημασία της εποπτείας. «Κάνουμε εβδομαδιαίες ομαδικές εποπτείες με εξωτερικό κλινικό επόπτη, τον Αντώνη Πούλιο, που είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας του Καποδιστριακού –με το τμήμα Ψυχολογίας έχουμε γενικότερα συνεργασία, στην επιστημονική επιμέλεια του προγράμματος. Η εποπτεία είναι απαραίτητη, καθώς είναι μία δουλειά εξαιρετικά ψυχοφθόρα, πράγμα που δεν καταλαβαίνεις σε πρώτη φάση. Υπάρχει μία αγωνία, λες «άκουσα έναν άνθρωπο τόσο πονεμένο, τι μπορώ να κάνω;». Γι’ αυτό μεταξύ μας δεν έχουμε μία επαγγελματική σχέση, αλλά προσωπική. Προσπαθούμε να λειτουργούμε ως ομάδα, προκειμένου να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Έτσι είναι και η σχέση μας με τις ωφελούμενες -δεν θέλω να μιλάω έμφυλα, η εργασία στο σεξ δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, απλώς μέχρι τώρα το κέντρο ήταν ανοιχτό στις γυναίκες».
Ξεκινώντας από αυτήν την εβδομάδα, μου εξηγούν, κάθε Τρίτη, θα είναι ανοιχτό και για άνδρες εργαζομένους -οι μέρες θα είναι διαφορετικές, γιατί είναι διαφορετικοί πληθυσμοί με διαφορετικές ανάγκες. «Λοιπόν, με τις ωφελούμενες που ως τώρα είχαμε, πρέπει να διατηρούμε κάποια όρια, να μη συζητάμε ποτέ τα προσωπικά μας, όμως η σχέση μας δεν είναι αποστειρωμένη – δεν είμαστε κλινική δομή. Αν θέλει μία γυναίκα θα με αγκαλιάσει… Στις συναντήσεις όμως είμαστε πάντα δύο άτομα, ώστε να μην εξατομικεύεται πολύ η σχέση, και έτσι αν εγώ μία εβδομάδα λείπω, να μην απογοητεύεται -να μην έρχεται δηλαδή για εμένα, ως Μαρία. Είναι σημαντικό πάντα να μην υποσχόμαστε κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε, γιατί προκαλούμε ένα αίσθημα ματαίωσης, και προσθέτουμε στη ματαίωση που βιώνουν από παντού ήδη. Και πάνω απ’ όλα, δίνουμε έμφαση στο γεγονός πως κι εμείς έχουμε χαρακτηριστικά από τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύουμε: είμαστε αλληλέγγυοι, όχι φιλάνθρωποι».
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους και ο Αντώνης με τον Νίκο. Ο Νίκος μού εξηγεί: «Είναι ένα επάγγελμα… να το πω εγωιστικό; Με την έννοια ότι είναι κάτι που δίνεις και παίρνεις. Δεν δίνεις μόνο. Κανείς δεν πάει λέγοντας “Εγώ είμαι ο Θεός, εσείς είστε τα πρεζάκια”… σε καμία περίπτωση. Ο καθένας απλά θα προσπαθήσει να δώσει ένα κομμάτι του εαυτού του. Το να πας να κηρύξεις, να πεις “μη, κακό”… ποιος δεν ξέρει ότι είναι κακά τα ναρκωτικά; λειτουργούμε υποστηρικτικά. Με την εργασία στο σεξ είμαστε υποστηρικτικοί. Δεν είμαστε εναντίον. Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών έχει αποτύχει, το έχουμε δει. Οι άνθρωποι θέλουν υποστήριξη και όχι κυνήγι. Θεωρούμε πως αυτό που λείπει από τη χρήση, από την απομόνωση που η ίδια η κοινωνία επιβάλλει, λόγω εργασίας, λόγω πεποιθήσεων, λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, λόγω καταγωγής, λόγω χρώματος… οι άνθρωποι δεν μιλάνε με ανθρώπους… πέρα από το “έχεις χάπια; έχεις ζαπρέ;”, κτλ, μία ουσιαστική συζήτηση, ένα χαμόγελο, ένα χτύπημα στην πλάτη. Είναι κάτι που δεν λαμβάνουν. Κι εμείς θεωρούμε ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό». «Δεν πηγαίνουμε ως σωτήρες», προσθέτει ο Αντώνης. «Όταν πηγαίνουμε σε κάποιο μέρος, και μας λέει κάποιο άτομο “Μπράβο για τη δουλειά που κάνετε”, εγώ τους απαντάω, χωρίς πλάκα, “Μπράβο για τη δουλειά που κάνετε εσείς”. Εδώ καταλαβαίνεις πως, αυτοί οι χώροι, ακόμα κι αν η πόλη τους κρύβει, είναι χώροι ζωντανοί, και κάτι εξυπηρετούν. Αυτό θέλουμε να κάνουμε. Να φωτίσουμε κάπως αυτές τις περιοχές, τις κοινότητες, να καταλάβουμε πως ζουν ανάμεσά μας και κάτι εξυπηρετούν».
Μέρος της δουλειάς του RUA είναι η προσπάθεια να επιτευχθούν νομοθετικές αλλαγές. Η Μαρία Ξανθάκη μου εξηγεί πως, ενώ η εργασία στο σεξ είναι θεωρητικά νόνιμη στην Ελλάδα, τα κριτήρια για τη χορήγηση άδειας είναι τόσο περιοριστικά, που στην πραγματικότητα ελάχιστοι έχουν άδεια. Όντας μέλος διεθνών δικτύων (NSWP, SWAN), το RUA μπορεί να εντοπίζει τις ανάγκες και να επιδιώκει την ικανοποίησή τους. Κυβερνητικές ρυθμίσεις χρειάζονται και για τις κοινότητες των χρηστών, όπως μου εξηγεί ο Νίκος, που υποστηρίζει την δημιουργία shooting galleries, δηλαδή χώρων όπου μπορεί να γίνει ασφαλής χρήση -όμως συνήθως οι προσπάθειές τους βρίσκουν πόρτες κλειστές.
Με τη νομική κατάσταση όπως είναι τώρα, ο Γιώργος Παπαδοπετράκης εξηγεί πως ο κόσμος που έρχεται τείνει να έχει δικαστικές διαμάχες: «Οι αστυνομικοί τις συλλαμβάνουν, δεν πάνε πια στα δικαστήρια, κόβουν κατευθείαν πρόστιμα, τα οποία πάνε στην εφορία, εκεί συσσωρεύονται τα χρηματικά ποσά, και σίγουρα κάποια στιγμή θα τις συλλάβουν λόγω χρεών. Δεν έχουμε εκτίμηση για τι ύψος μπορεί να μιλάμε… κάποιες μας έχουν αναφέρει και 30.000 ευρώ που μαζεύουν από πρόστιμα. Μπορεί να είναι καθημερινή η σύλληψη. Περνάει ο άλλος από μπροστά, τη βλέπει, πάρε ένα πρόστιμο. Έχει τύχει να πετύχουν κοπέλα την ώρα που ψωνίζει στο σούπερ μάρκετ, και να την πηγαίνει στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, για πρόστιμα».
Η Άννα Κουρουπού, Υπεύθυνη Επικοινωνίας του κέντρου, συνδέει τη νομοθετική ρύθμιση με τη γενικότερη αντιμετώπιση. «Προσπαθούμε να βοηθήσουμε στην αποστιγματοποίηση της εργασίας αυτής. Η εργασία στο σεξ είναι εργασία, και έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, και σαν υποχρέωση και σαν δικαίωμα του εργαζόμενου. Αρκεί να είναι επιλογή. Σε καμία των περιπτώσεων, δεν πρέπει να μπερδεύουμε αυτό που λέμε εργασία στο σεξ, με το τράφικινγκ και τη σωματεμπορία». Παραδεχόμενος πως υπάρχουν κάποιες κοπέλες που ενδεχομένως να είναι θύματα τράφικινγκ και έρχονται στο κέντρο, ο Α. μού λέει πως γι’ αυτό το λόγο δεν επιτρέπεται η είσοδος ανδρών στο κέντρο, ως συνοδών των γυναικών.
Στον τομέα της επικοινωνίας, η δουλειά είναι αρκετή, όμως φαίνεται σύμφωνα με την Άννα να βρίσκει στόχο. «Αυτό θέλουμε. Να αρχίσει ο όρος “εργαζόμενος στο σεξ”, “σεξεργάτρια”, “σεξεργάτης” να ακούγεται, να γίνεται κατανοητός και αποδεκτός. Να φύγει το στίγμα της “πόρνης”, της “πουτάνας”, της “ιερόδουλης”. Υπάρχει τεράστια ανταπόκριση… Ενδιαφέρον, απορία, κουτσομπολιό. Τι σημαίνει εργάτρια του σεξ; γιατί τη λέτε έτσι και όχι αλλιώς; οπότε, ένα στόχο τον πετύχαμε. Έστω και επικοινωνιακά. Σε κάποια πράγματα, το στίγμα βέβαια, υπάρχει ακόμα και σε μας: το στερεότυπο για μας είναι ότι σεξεργάτρια ίσον γυναίκα. Ακόμα κι εγώ η ίδια, που είμαι sex worker, το ίδιο έχω. Γυναίκα, τρανς.. Ο,τιδήποτε έχει να κάνει με θηλυκό».
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η συζήτηση με κάνει να καταλάβω πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη ενός τέτοιου κέντρου. Η Άννα το ξέρει καλύτερα: «Είναι ένας πληθυσμός που είναι πάρα πολύ ευάλωτος. Και αυτή η ευαλωτότητα δεν βρίσκει αντίκρυσμα εύκολα. Και λόγω των προσχημάτων. Λένε, “αυτή είναι τελειωμένη, είναι πεθαμένη’… γιατί, ειδικά στην Ομόνοια, και αλλού βέβαια, αλλά περισσότερο εδώ, μπορείς να βρεις ένα… “πακέτο”, με όλα τα στίγματα πάνω της.
Παίζει να είναι και οροθετική, και σεξεργάτρια, με πάρα πολύ λίγα χρήματα, και κίνδυνο για τη ζωή της, κάθε λεπτό της μέρας. Και της νύχτας. Και από το σύντροφό της, και από τους πελάτες, και από τους περαστικούς, και από τα μαγαζιά που πάνε να ψωνίσουν. Και από την αστυνομία, ιδιαίτερα. Να είναι και χρήστρια; να είναι και μητέρα; να είναι και άστεγη;». «Να είναι και μετανάστρια», προσθέτει ο Α. «Να μη μιλάει και τη γλώσσα», συμφωνεί η Άννα. «Και να μην ξέρει κανέναν εδώ. Σε ένα πρόσωπο όλα αυτά. Βάλτο κάτω, δούλεψέ το, και αν ξαναέρθεις εδώ, τρύπα μου τη μύτη».
Παρά την προειδοποίηση της Άννας, φεύγοντας, ελπίζω ακριβώς αυτό: να επιστρέψω και να καταλάβω κάτι περισσότερο από έναν κόσμο που μου ήταν σχεδόν άγνωστος. Ως τότε, χαίρομαι που υπάρχει η ομάδα του Red Umbrella Athens, κάνοντας μια δουλειά που δεν κάνει κανείς άλλος, και που είναι τόσο απαραίτητη σε αυτήν την πόλη.