… και το team της Popaganda
Φώτης Βαλλάτος: Στις αρχές του Ιουλίου του 2004 είχα πάει στη Δανία, καλεσμένος μια εταιρείας ρούχων να παρακολουθήσω το Roskilde Festival με ένα ονειρεμένο τότε line-up που περιλάμβανε μεταξύ άλλων τον David Bowie, τον Morrissey, τους Pixies, τους (στα σούπερ high τους) Franz Ferdinand, τον Iggy Pop, τους Wu-Tang Clan και δεκάδες άλλα μικρά συγκροτήματα. Η ατυχία ήταν ότι ο Bowie ακύρωσε μερικές ημέρες πριν, λόγω προβλημάτων υγείας (έχασα έτσι την ευκαιρία να διπλασιάσω τις φορές που τον είχα δει μαζί με την “Hello Spaceboy” εμφάνισή του στην Λεωφόρο το 1996) και αντικαταστάθηκε από τους Slipknot (τα σχόλια περιττά, πιο εύγλωττα ήταν μερικά πανό που είχαν σηκώσει κάποιοι φανατικοί την ώρα της συναυλίας του που έγραφαν «Fuck you, you are not Bowie»). Θυμάμαι (πέρα από την άπειρη λάσπη και τη βροχή που διαπερνούσε τη σκηνή μου τα βράδια) να έχουμε κάτσει πάνω σε κάτι καφάσια μπίρες και να παρακολουθούμε σε μια οθόνη που είχαν στήσει στο χώρο του φεστιβάλ παρέα με κάτι Κροάτες (!) τον ημιτελικό με την Τσεχία. Το Roskilde την τελευταία του ημέρα, που είναι πάντα Κυριακή, έχει το πιο χαλαρό πρόγραμμα γιατί ο κόσμος φεύγει από το απόγευμα, για να γυρίσει πίσω στην Κοπεγχάγη (περίπου μιάμιση ώρα με το τρένο). Είχε ήλιο εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι να περιμένω στον σταθμό το τρένο και να βλέπω μιλιούνια κόσμου λασπωμένο από την κορφή ως τα νύχια να κουβαλάει τα σακίδια του και να αφήνει πίσω του το «ηρωικό» (και καθόλου πένθιμο, αν και σήμερα που έψαχνα το line-up στην Wikipedia είδα ότι είχαν γίνει και τρεις βιασμοί) φεστιβάλ. Το δρομολόγιο του τρένου συνέπιπτε σχεδόν με την έναρξη του τελικού στην Πορτογαλία – αν και δεν μπορώ να πω ότι το είχα ακριβώς στο νου μου ύστερα από ένα τόσο έντονο τετραήμερο. Επίσης μιλάμε για μια σχεδόν «παλαιολιθική» εποχή που δεν υπήρχε twitter και facebook και τα κινητά δεν είχαν σύνδεση στο internet. Για καλή μου τύχη μπήκα στο ίδιο βαγόνι με μια παρέα Δανών που άκουγαν σε ένα τρανζιστοράκι την μετάδοση του τελικού. Φαντάζομαι είχαν και μια συναισθηματική συγγένεια λόγω του 1992 που είχαν πάρει αυτοί το Euro, στην μεγαλύτερη έκπληξη σε τέτοια διοργάνωση ever (μέχρι την επόμενη). Είχα ανοίξει ένα τεύχος του Uncut, κρατούσα μερικές σημειώσεις για το review που θα έγραφα για το φεστιβάλ και ταυτόχρονα άκουγα σε άπταιστα δανέζικα την μετάδοση- σε ένα εντελώς flat σπικάρισμα που μου έδινε το μήνυμα ότι είτε ο αγώνας ήταν σούπα είτε ο εκφωνητής βαριόταν. Η αλήθεια είναι ότι δεν έδινα και πολλή σημασία. Περισσότερο μου τραβούσαν την προσοχή τα πανομοιότυπα σπίτια της δανέζικης εξοχής και οι στύλοι του ηλεκτρικού που περνάν από το παράθυρο σου με απίστευτη ταχύτητα σαν κινούμενα σχέδια. Και τότε, για κακή μου τύχη, η παρέα με το τρανζιστοράκι κατεβαίνει σε έναν άσχετο σταθμό, σε ένα χωριό από αυτά που νομίζεις ότι κανένας κάτοικός του δεν θα έχει στην κατοχή του μια μπλούζα Fatboy Slim για παράδειγμα. Αυτό πρέπει να έγινε γύρω στο 50′ και σίγουρα πριν το γκολ του Χαριστέα – που φαντάζομαι τι θα έγινε στην Ελλάδα όταν μπήκε. Το τρένο έφτασε στον σταθμό της Κοπεγχάγης περίπου την ώρα που είχα υπολογίσει ότι θα τέλειωνε ο αγώνας. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το σκορ. Κατέβηκα γρήγορα γρήγορα από το τρένο και μπήκα στο πρώτο μαγαζί (εντός του σταθμού) που βρήκα μπροστά μου. Σήκωσα το βλέμμα μου στην τηλεόραση ήταν το 93ο λεπτό και το σκορ έδειχνε ότι ήταν 1-0 υπέρ της Ελλάδας. Ο διαιτητής σφυρίζει την λήξη. Σηκώνω ασυναίσθητα το χέρι μου ψηλά σε γροθιά. Οι Δανοί με κοιτάνε με απορία. -Are you Greek? -Yes. -Congratulations Βγαίνω έξω, στους δρόμους μπροστά από το Tivoli, του λουναπάρκ της Κοπεγχάγης που έχει κάτι τεράστια «σφυριά», «ταψιά» και roller coasters και όταν περνάς απ’ έξω ακούς ουρλιαχτά από τον κόσμο που πληρώνει για να τρομοκρατηθεί. Καμιά εικοσαριά Έλληνες έχουν βγει για να πανηγυρίσουν την επιτυχία τη Εθνικής. Ουρλιάζουν και αυτοί δυνατά. Ένας που με κατάλαβε με τυλίγει με μια ελληνική σημαία και βγαίνουμε μαζί φωτογραφία.
Σταύρος Διοσκουρίδης: Στα παιχνίδια της Εθνικής με πιάνει ένα παράλογο άγχος. Δεν είναι κάτι το πατριωτικό. Είναι το άγχος της επερχόμενης συντριβής. Άλλωστε σε αυτό μας είχε συνηθίσει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Η τραυματική εμπειρία του Μουντιάλ του 1994 ακόμα κυλούσε στις φλέβες μας. Το πρώτο παιχνίδι με την Πορτογαλία το είχα παρακολουθήσει σε ένα υπέροχο σπίτι στον Πόρο. Χαλαρός εικοσάρης που αράζει μετά το μπάνιο να δει τον αγώνα. Το τέλος του με βρήκε έξαλλο στον γαλήνιο Πόρο. Η τρέλα της νίκης απέναντι στην ηρεμία του Αργοσαρωνικού. Μετά, ήρθε η επιστροφή στην πρωτεύουσα και η αρχή της παράνοιας. Στον τελικό είχα ταλαιπωρηθεί από τους πολλαπλούς πανηγυρισμούς. Σαν πολλαπλά κατάγματα. Στα γκολ με Γαλλία και Τσεχία εξουθενώθηκα τόσο, που το παιχνίδι το παρακολούθησα σχεδόν ακίνητος. Δεν θυμάμαι με ποια παρέα (σίγουρα με Κατερίνα, Τσίου) αλλά με έχει σημαδέψει μια ατάκα που μου είπε ο πατέρας μου πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Πριν από τα μεγάλα παιχνίδια μιλάγαμε για να προβλέψουμε το τελικό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε και πολύ η άποψή μου (πώς να τον ενδιαφέρει αφού πάντα έλεγα ότι θα κερδίσουμε;), αλλά ήθελε να μου πει μια ατάκα που συνδύαζε το άθλημα με ένα παγκόσμιο ιστορικό γεγονός. Σε αυτήν την περίπτωση ήταν μια που την είχε πει ο Ναπολέων, την είχαν πει για τον Ναπολέοντα οι αντίπαλοί του, την είπε κάποιος Ναπολέων, γενικά γκούγκλαρα και δεν βρήκα κάτι, και τώρα είναι κομματάκι δύσκολο να τον ρωτήσω. Τώρα, όμως, που τη σκέφτομαι αρχίζω μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια να πιστεύω ότι την έβγαλε από το κεφάλι του γιατί ήταν απόλυτα ταιριαστή για την ημέρα. Ταμάμ, που λένε. «Όταν κάποιον τον έχεις κερδίσει μια φορά, τον νικάς και δεύτερη», απεφάνθη κι έκλεισε το τηλέφωνο και κερδίσαμε την Πορτογαλία 1-0. Μετά το τέλος του τελικού κατηφορίσαμε από τον Λυκαβηττό στην Ομόνοια. Πρώτη και τελευταία φορά σε ομαδικά πανηγύρια. Καλύτερα να ήμουν στον Πόρο. Η πόλη ούρλιαζε, ο κόσμος ήταν αλλού κι έδειχνε ξεκάθαρα ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του. Αναποδογύριζαν αμάξια, ίδρωναν, έπιναν, γκάριζαν, ένα μπουζουξίδικο σε έξαρση. Το μέγεθος της επιτυχίας τα δικαιολογεί για εκείνη τη χρονική στιγμή, απλά είναι θεμιτό μια δεκαετία μετά να έχουμε το δικαίωμα να κρατάμε μερικές αποστάσεις από την εξαλλοσύνη του 2004. Άλλωστε σαν λαός, πιστεύω, διαχειριζόμαστε λίγο καλύτερα την ήττα από τη νίκη. Εκτός, αν το άλλαξε κι αυτό η οικονομική κρίση.
Παναγιώτης Μένεγος: Ο τελικός με την Πορτογαλία με βρήκε σε μια ταράτσα στην Αγία Βερβάρα να παρακολουθώ το ματς παραδομένος, κι εγώ και η παρέα, σε μια δεισιδαιμονική τήρηση προλήψεων που δεν επιβεβαίωναν το γεγονός ότι εκείνο το καλοκαίρι μετρούσα μέρες για να μετακομίσω στο Μπράιτον και να κάνω το μεταπτυχιακό μου. Ακούστε ρεζιλίκια. Από το ματς με τη Γαλλία και μετά μαζευόμασταν οι ίδιοι αυστηρά άνθρωποι στην ίδια ταράτσα, κάναμε μπάρμπεκιου με ακριβώς την ίδια παραγγελία (υποθέτω ο Αλέξης που ψώνιζε τα κρέατα θα είχε βρεθεί στην περίεργη θέση να εξηγεί στον χασάπη ότι ανεξαρτήτως μεγέθους, οι μπριζόλες θα έπρεπε να είναι 8 κάθε φορά), καθόμασταν στις ίδιες προφανώς θέσεις κι εγώ έβαζα το κερασάκι του παραλογισμού στην τούρτα έχοντας αναλάβει να πηγαίνω το επιδόρπιο. Παγωτίνια προσεκτικά τοποθετημένα ώστε αυτά με γέμιση κρέμα να είναι στην πάνω σειρά κι αυτά με γέμιση σοκολάτα να είναι στη βάση του κουτιού (αφού έτσι ήταν και με τη Γαλλία που ξεκίνησε η core τρέλα). Τώρα που τα ξαναδιαβάζω σκέφτομαι ότι υποβαθμισμένες ξεϋποβαθμισμένες οι δυτικές συνοικίες ο διαφωτισμός εκείνο τον Ιούλη δε μας άγγιζε και πολύ. Δε θυμάμαι κάποιον ακραίο πανηγυρισμό στον τελικό. Νομίζω ότι είχαμε εξαντληθεί με την Τσεχία (έτσι κι αλλιώς είναι ελάχιστα τα συναισθήματα που έχω νιώσει στη ζωή μου που συγκρίνονται με το γκολ του Δέλλα) όταν ο έτερος φίλος Βαγγέλης είχε ανατινάξει μια γλάστρα. Και είχαμε βαθιά ριζωμένη μέσα μας τη συμπαντική παραδοχή ότι «δεν το χάνουμε». Ξέραμε ότι κάπως «θα γίνει». Κι έγινε. Αγκαλιές, φιλιά – ένα περίεργο συναίσθημα περηφάνιας (περίπου όπως το περιγράφει ο Μάρκος Φράγκος συν ότι εγώ ασχολιόμουν με την μπάλα, άρα μου άνηκε λίγο το κύπελλο… μιλάμε για παράνοια). Και μετά πήγαμε Ομόνοια, δεν είχαμε ξαναπάει κάποια από τις προηγούμενες ημέρες. Δε θα πω ξενέρωσα, αλλά θα πω ότι οι πανηγυρισμοί καλύτερα να είχαν μείνει σε εκείνη την υπέροχη ταράτσα με τους υπέροχους παντοτινούς μου φίλους. Και να μην βλέπω, μαζί φυσικά με την έκλυση αυτής της τεράστιας αυθόρμητης χαράς, την αποενοχοποίηση της νεοελληνικής καγκουρίλας και τη νομιμοποίηση της καφρίλας των «αφεντικών της Ευρώπης» πάνω στα κεφάλια κάτι δύσμοιρων Πακιστανών που απλά ήθελαν να πανηγυρίσουν δίπλα μας. Τότε νομίζαμε ότι είναι μια δυσάρεστη εξαίρεση, τώρα ξέρουμε ότι ήταν το σπέρμα που γεννούσε τους Κωλοέλληνες της τρίτης χιλιετίας. Όχι ότι έχει αυτό καμία σχέση με τον Βασίλη «για μένα είναι απλό, σαν να πίνω ένα ποτήρι νερό» Τσάρτα βέβαια. Ή με το ποδοσφαιρικό έπος που συνέβη στην Πορτογαλία.
Θεοδόσης Μίχος: Πριν από εκείνο το βράδυ, ο τελευταίος πανηγυρισμός στον οποίο συμμετείχα ήταν για μία νίκη του Παναθηναϊκού. Δεν θυμάμαι ούτε κατά διάνοια ποιοι ήταν οι ηττημένοι και ο μόνος λόγος που υποθέτω σήμερα ότι όλο αυτό συνέβη πριν από περισσότερες από δύο αλλά λιγότερες από τρεις δεκαετίες, είναι γιατί φαντάζομαι ότι αν είχα περάσει τα 10, οι δικοί μου μπορεί και να μη φοβόντουσαν τόσο πολύ ότι θα πέσω από το παράθυρο του μικρού λευκού Zastava που οδηγούσαν στα 80s καθώς ανέμιζα ένα πράσινο (το πράσινο του χειρουργείου, όμως) σεντόνι, ελλείψει βαζελικής σημαίας – αυτό το σεντόνι όλως περιέργως με έχει σημαδέψει. Το λέω αυτό όχι για να υπερθεματίσω την πλήρη μου αποστροφή για την οπαδική, ποδοσφαιρική κουλτούρα (έχω υπάρξει μέγας οπαδός, άλλης φύσεως πραγμάτων και προσώπων και τάσεων και πάει λέγοντας), αλλά για να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι εκείνο το βράδυ εγώ, ένας άμπαλος από άποψη, ήμουν αυτός που φιτίλιασε όλη την παρέα με την οποία βλέπαμε το Euro σε ένα σπίτι κάπου στον Καρέα, να παστωθούμε σ’ ένα τρίθυρο αμάξι που έζεχνε τσιγαρίλα και να κατέβουμε στην Ομόνοια. Ήταν εξίσου υπερρεαλιστικό για μένα με το να έστηνα μία αποστολή σε κάποιον μακρινό γαλαξία. Σε μια τέρα ινκόγκνιτα, τέλος πάντων. Το μποτιλιάρισμα ήταν τόσο έντονο, που όταν τελικά φτάσαμε, το «αγνό, πηγαίο φαν» είχε πια ξεθυμάνει (αν υπήρξε πραγματικά ποτέ), η πολυκοσμία είχε αρχίσει να αδυνατίζει και στο σεργιάνι είχε βγει ένα (αρκούντως πολυπληθές, δε λέω) τσούρμο, όχι σώνει και καλά χαφιεδότσουρμο, που λέει και ο Βασίλης στον «Μαύρο Γάτο» (γύρευε γιατί μου ήρθε τώρα αυτό το τραγούδι…), πάντως σίγουρα – όπως θα καταλαβαίναμε για τα καλά, μία δεκαετία αργότερα – «αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό». Οι «ωραίοι ως Έλληνες» κόπανοι που με πρόσχημα μία διεστραμμένη αίσθηση μη-χιούμορ, ένωσαν τις φωνές τους με τα φασιστοειδή χουλιγκάνια, γιατί «έλα μωρέ, για πλάκα το λέμε, σιγά πως κάνεις έτσι, δε-θα-γίνεις-Έλληνας-ποτέ-Αλβανέ-Αλβανέεεε» και κατά περιπτώσεις ένωσαν και τα ξερά τους πάνω στα κεφάλια ορισμένων δύσμοιρων μεταναστών (τι πλάκα ε;!). Τότε, στα 24 μου, σχεδόν δεν πίστευα στα μάτια και στ’ αυτιά μου, παρακολουθώντας την ελληναράδικη ρατσιστική αλητεία να θεριεύει μπροστά μου – ήξερα φυσικά ότι υπήρχαν όλοι «αυτοί» αλλά νόμιζα ότι ήταν αρκετά «λίγοι» ώστε να μπορώ επ’ άπειρον να μην έχω την παραμικρή επαφή μαζί τους, από επιλογή. Εξακολουθώ να μην έχω. Τώρα πια όμως ξέρω ότι όχι μόνο λίγοι δεν είναι, αλλά ότι ζούμε για τα καλά ανάμεσά τους. Με τις υγείες μας.
Ζωή Παρασίδη: Η αλήθεια είναι πως η φαμίλια μου δεν το έχει πολύ με την μπάλα. Η μόνη ποδοσφαιρόφιλη σε αυτό το σπίτι είμαι εγώ και αυτό γιατί, όντας αναγκασμένη να παίζω με πέντε αγόρια στη γειτονιά, τα τέρματα που έχω φυλάξει στην παιδική μου ηλικία ισοδυναμούν με το άθροισμα που μας δίνει η καριέρα του Καν και η μέχρι τώρα πορεία του Κασίγιας. Έτσι λοιπόν, όταν άκουσα τον μπαμπά μου να λέει πως ο Θεός την έχει κάνει για διακοπές στη Χαβάη, αφού μόνο έτσι θα βάζαμε γκολ στη Γαλλία, πίστεψα πως αν φτάναμε στον τελικό θα κάναμε τρελό γλέντι. Καταλήξαμε σε μια οικεία αυλή μιας μονοκατοικίας στο Περιστέρι, αλλά τελικά ο αγώνας φάνηκε πως ήταν άλλη μια καλή ευκαιρία για να φάμε μπιφτέκια και να πιούν μπυρίτσες. Στον γυρισμό προς το σπίτι, η Πετρουπόλεως ήταν κατάμεστη και βλέποντας το αυτοσχέδιο τζέρτζελο, αποφάσισα να βιώσω μία από τις πρώτες μου εφηβικές επαναστάσεις. Κατέβηκα από το αμάξι με αέρα «Είμαι μεγάλο κορίτσι πλέον και μπορώ να ανέβω δύο στενά με τα πόδια», συνάντησα από συμμαθητές μέχρι καθηγητές μου και όλοι μαζί τελικά καταλήξαμε να χαζεύουμε τον κόσμο που σταματούσε τις μεταμεσονύχτιες νταλίκες της λεωφόρου και ανέβαινε πάνω τους για να πανηγυρίσει υπό τους ήχους μιας ανύπαρκτης μουσικής. Καλή φάση, αλλά ένα πράγμα δεν θα καταλάβω ποτέ: Πώς όλοι γύρω μου είχαν εκστασιαστεί με την περιγραφή του Χελάκη, ενώ σε μένα έμοιαζε πιο γραφική από τα Καλάβρυτα.
Ναταλία Πετρίτη: Το ένδοξο εκείνο βράδυ που στέφθηκε η εθνική μας ομάδα Πρωταθλήτρια Ευρώπης βρισκόμουν με τους γονείς μου στο σπίτι μας στο Πασαλιμάνι. Λογικό, αν σκεφτείς πως ήμουν 10 χρονών και πιθανότατα φορούσα μπλουζάκι Αθήνα 2004 με το Φοίβο και την Αθηνά να επιδίδονται σε αθλοπαιδιές. Το ματς το είδαμε στο μπαλκόνι με σουβλάκια (ή μήπως πίτσες;), όπως και ολόκληρος ο πειραϊκός λαός. Μετά τη λήξη του αγώνα, θυμάμαι το χάος που επικρατούσε κάτω από το σπίτι και σε όλη την έκταση του Πασαλιμανιού, αλλά προφανώς λόγω ηλικίας τοποθετήθηκα με συνοπτικές διαδικασίες στο κρεβάτι μου για ύπνο και δεν πανηγύρισα ποτέ. Έτσι λοιπόν η μόνη καλή ιστορία που έχω να διηγηθώ από εκείνο το βράδυ περιορίζεται στο ότι είδα για πρώτη (και για τελευταία) φορά στη ζωή μου ποδόσφαιρο με μια κάποια όρεξη, βομβαρδίζοντας τον πατέρα μου, που λίγο έλειψε να με σκοτώσει, με ερωτήσεις του τύπου: «Μπαμπά, ποιος είναι ο Κολίνα;»
Τατιάνα Φύσσα: Ήμασταν στην Κυλλήνη, η αδερφή μου, ο πατέρας μου κι εγώ (μέγα λάθος η απουσία θηλυκού ενήλικα εκείνο το βράδυ.) Η τηλεόραση είχε χάλια σήμα, αλλά είχαμε αρκετή πίτσα για παρηγοριά. Θυμάμαι τον πατέρα μου να προσπαθεί να εξηγήσει γιατί είμαστε με τους μπλε και την αδερφή μου να βγάζει τις πιπεριές από την πίτσα. Ξαφνικά ένας ψηλός βάζει κεφαλιά και βγάζει φανέλα. Αμέσως άρχισαν τα γνωστά μπαμ μπουμ και οι οργασμοί νίκης του γείτονα. Η αδερφή μου, οκτώ χρονών τότε, βρέθηκε κάτω από το τραπέζι από το φόβο κι ο πατέρας μου σχεδόν πάνω από το τραπέζι από τη χαρά. Βρήκα ευκαιρία να πιω λίγη μπίρα. Δεν είχα ξαναπιεί. Ορκίστηκα να μην ξαναπιώ. Ήμουν δέκα χρονών όταν το πήραμε το Euro, τι να θυμηθώ αν όχι το φαΐ; Πάντως μπίρα ξαναήπια. Ποδόσφαιρο δεν έμαθα, αλλά οκέι, είμαι απ’ αυτές που πηγαίνουν για την πίτσα και –χάρη στο Χαριστέα – για την μπίρα.
Κώστας Χανδρινός: Το ματς με την Πορτογαλία ήταν σαν παιχνίδι που είχε ήδη τελειώσει. Εκείνη η διοργάνωση, από την αρχή μέχρι το τέλος, ήταν παράξενη, ασυνήθιστη και εξωπραγματική. Εμείς πηγαίναμε σταθερά να δούμε τα ματς για χαβαλέ και πλάκα και τελικά φτάσαμε να πάρουμε το τρόπαιο. Ο τελικός λοιπόν δεν διέφερε πολύ από τις προηγούμενες φιλικές μαζώξεις-τελετουργίες για το γούρι. Ειδικά μετά το ματς με την Τσεχία, όπου για μένα είναι όλη η διοργάνωση αφού νικήσαμε ίσως την καλύτερη ομάδα του τουρνουά. Οπότε, το εμπόδιο της Πορτογαλίας που είχαμε ήδη ξενερώσει μια φορά μέσα στο γήπεδό της, δε θα ήταν και τίποτα δύσκολο. Ο Χαριστέας επιβεβαίωσε τις προσδοκίες, πήραμε το τρόπαιο και ήταν μια από τις λίγες φορές όπου πραγματικά το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν κάτι στο χάρτη. Ακόμα δεν ξέρω τι και πώς..
Page: 1 2