Ήταν καλοκαίρι του 1996, και η Γηραιά Αλβιώνα ένιωθε βαθιά ταπεινωμένη. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, η χώρα είχε κερδίσει ένα και μοναδικό χρυσό και συνολικά μόνο 15 μετάλλια. Είχε έρθει έτσι 36η στην κατάταξη, πίσω από πολύ μικρότερες χώρες όπως το Καζακστάν, η Ιρλανδία και η Βόρεια Κορέα. Ήταν η χειρότερη επίδοσή της σε Ολυμπιακούς Αγώνες από το 1952. Περιστατικά όπως η δις λανθασμένη εκκίνηση του Λίνφορντ Κρίστι που τον απέκλεισε από τον τελικό των 100 μ. και τζόκεϊ να πέφτουν από τα άλογά τους ολοκλήρωναν την εικόνα του αθλητικού ξεπεσμού μιας περήφανης χώρας. Η ομάδα των 300 Βρετανών αθλητών που είχε σταλεί στους αγώνες θα ονομαζόταν «Η Ομάδα της Ντροπής». Ήταν δυνατόν οι Βρετανοί να το αφήσουν αυτό έτσι; Ε, λοιπόν, δεν ήταν.
Στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2000 στο Σίδνεϊ, η Βρετανία απέσπασε 11 χρυσά μετάλλια και συνολικά 28, κι ήρθε 10η στην παγκόσμια κατάταξη. Ήταν η καλύτερη επίδοση της χώρας σε θερινούς ολυμπιακούς από το 1920. Μόνο που αυτό δεν συνέβη από θαύμα, ούτε μόνο χάρη στην ικανότητα και τη θέληση των αθλητών: μια ριζική τομή είχε γίνει στην πολιτική του αθλητισμού.
Τι μεσολάβησε λοιπόν μεταξύ 1996 και 2000, και ανέβηκαν τόσοι Βρετανοί αθλητές στο ολυμπιακό βάθρο; Στο αθλητικό Βατερλό της Ατλάντα, πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ο ηγέτης των Συντηρητικών Τζον Μέιτζορ. Ο Μέιτζορ, «ένας λάτρης όλων των αθλημάτων σε όλα τα επίπεδα, πραγματικά πληγώθηκε καθώς χάσαμε τη φήμη μας στον αθλητισμό», έγραψε αργότερα ο τότε σύμβουλός του και επί αθλητικών ζητημάτων Σάιμον Γούοκερ. Αν και ως πρωθυπουργικός σύμβουλος, ο Γουόκερ δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντικειμενικός, ωστόσο τα γεγονότα επιβεβαιώνουν την αλήθεια των λόγων του.
Ο Μέιτζορ, που ανέλαβε πρωθυπουργός μετά τη Μάργκαρετ Θάτσερ, ήταν σαφώς μεγαλύτερος υποστηρικτής της κοινωνικής πολιτικής και του Δημοσίου από την προκάτοχό του. Η τέχνη, ο πολιτισμός, η ψυχαγωγία θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εικόνα της χώρας και να δημιουργήσουν ένα κλίμα ομοψυχίας, έτσι θεωρούσε. Κι ήταν μάλλον κάτι για το οποίο υπήρχε τεράστια ανάγκη μετά από χρόνια σκληρής θατσερικής πολιτικής με έμβλημα το «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα».
Ο πρωθυπουργός όμως είχε ένα σημαντικό πρόβλημα. Από πού θα αντλούσε χρήματα για μια πιο ανθρώπινη πολιτική; Όταν το 1994 η κυβέρνησή του ίδρυσε την Εθνική Λοταρία (The National Lottery – κάτι σαν τον δικό μας ΟΠΑΠ), ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός δεν δίστασε καθόλου: θα την αξιοποιούσε προς αυτόν το σκοπό. Την πρώτη χρονιά λειτουργίας της Λοταρίας, 267 εκατ. στερλίνες από τα κέρδη της πήγαν σε «καλό σκοπό» (τέχνες, πολιτισμό, αθλητισμό) και 154 εκατ. στερλίνες σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Την επόμενη κιόλας χρονιά από τους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, το 1997, ο Τζον Μέιτζορ πήρε εκείνη την απόφαση που θα άλλαζε ριζικά τον αθλητισμό στη χώρα και θα σφράγιζε την υστεροφημία του για πάντα: θα έχτιζε ένα σύστημα χρηματοδότησης της βρετανικής Ολυμπιακής Ομάδας από την Εθνική Λοταρία.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί στους οποίους η Ομάδα Μεγάλη Βρετανία / Team GB είχε χρηματοδοτηθεί από την Εθνική Λοταρία με 54 εκατ. στερλίνες – σε αντιδιαστολή με τα κατά μέσο όρο 5 εκατ. στερλίνες ετησίως με τα οποία τη χρηματοδοτούσε το βρετανικό κράτος προ Ατλάντας. Το αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν 28 μετάλλια.
Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Όλη την οργάνωση και το σχέδιο για την ενίσχυση του πρωταθλητισμού έχει αναλάβει ένα ινστιτούτο, το UK Sport. Αυτό λαμβάνει περί το 67% της χρηματοδότησής του από την Εθνική Λοταρία. Η υπόλοιπη χρηματοδότηση του UK Sport έρχεται από το βρετανικό κράτος. Όλες οι απευθείας πληρωμές σε αθλητές χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τη Λοταρία. Συνολικά, το 25% των χρημάτων από τις πωλήσεις λαχνών της Εθνικής Λοταρίας διοχετεύονται σε καλούς σκοπούς, εκ των οποίων το 20% στον αθλητισμό. Αυτό το 20% μοιράζεται στο UK Sport και στις τοπικές αθλητικές ομοσπονδίες -Sport England, Sport Scotland, Sport Wales, Sport NI- που με τη σειρά τους χρηματοδοτούν τον τοπικό αθλητισμό.
Με νέο, ούριο άνεμο στα πανιά της πια, η Team GB σάρωσε και στους Ολυμπιακούς στο «σπίτι» της, στο Λονδίνο το 2012, κερδίζοντας 65 μετάλλια και την τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Το BBC περιέγραψε πώς η Βρετανία χάρη στη Λοταρία αντέστρεψε την αθλητική της φήμη μέσα σε 16 χρόνια και θριάμβευσε στη σειρά ντοκιμαντέρ «The Gold Rush: Our Race to Olympic Glory» (Ο Πυρετός του Χρυσού: Η Κούρσα μας προς την Ολυμπιακή Δόξα»). Στους δε Ολυμπιακούς του Ρίο το 2016 τα μετάλλια θα αυξάνονταν σε 67, ανεβάζοντας τη χώρα 2η στην παγκόσμια κατάταξη. Ήταν η καλύτερη επίδοση στην ιστορία της. Το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε μάλιστα έτσι η πρώτη η χώρα που αύξησε τα μετάλλιά της στην επόμενη Ολυμπιάδα από αυτή που φιλοξένησε. Η πορεία επιτυχιών συνεχίστηκε και φέτος στο Τόκυο με 65 μετάλλια, και τη χώρα 4η στη παγκόσμια κατάταξη.
Ο αθλητής που θα κέρδιζε το 100ο χρυσό μετάλλιο-ορόσημο για τη Βρετανία (μετρώντας από τους Ολυμπιακούς της Ατλάντα) στους Ολυμπιακούς του Τόκυο ήταν το φοβερό παιδί της βρετανικής κολύμβησης Άνταμ Πίτι. Ο Πίτι, που πήρε το χρυσό στα 100 μ. πρόσθιο, θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους ολυμπιακούς αθλητές που είχε ποτέ η χώρα. Δεν έχει ηττηθεί στα 100 μ. πρόσθιο για περισσότερο από επτά χρόνια, σημειώνοντας έτσι ένα από τα πιο μακροχρόνια σερί νικών στην ιστορία της κολύμβησης.
Για να φθάσει όμως σε αυτό το σημείο ένας αθλητής, δεν αρκεί να είναι χαρισματικός και ικανός. Όπως είπε ο επικεφαλής της Βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής Σερ Χιου Ρόμπερτσον στον Guardian: «Για να κερδίσεις ένα χρυσό μετάλλιο χρειάζεσαι τέσσερα πράγματα. Χρήματα, δομή, προπόνηση και αθλητές με την κατάλληλη προετοιμασία και πνευματική αντοχή. Τα χρήματα επιτρέπουν στα αθλήματα να δημιουργήσουν τη σωστή δομή, να βρουν τους σωστούς προπονητές και, το πιο κρίσιμο, επιτρέπουν στους αθλητές να αφιερώνονται εξ ολοκλήρου στην προπόνηση».
Ο Πίτι, λοιπόν, ήταν ήδη γνωστός από τα 14 του ως υποσχόμενο αστέρι. Ωστόσο, «στην αρχή στηριζόταν σε πάρτι χρηματοδότησης που οργάνωναν φίλοι και γείτονές του, για να πληρώσει τα ταξίδια του στις εθνικές διοργανώσεις», έγραφε το BBC. «Έπειτα, το 2012, του δόθηκε επιχορήγηση 15.000 στερλίνων, ενώ ο προπονητής του εντάχθηκε σε ένα πρόγραμμα προπονητών των πρωταθλητών. Και οι δύο χρηματοδοτούνταν από το UK Sport… Δύο χρόνια αργότερα, ο Πίτι νίκησε τον τότε Ολυμπιακό πρωταθλητή στον τελικό των 100 μέτρων πρόσθιο στους Αγώνες της Κοινοπολιτείας στη Γλασκώβη – κι αυτός θα ήταν ο πρώτος από πολλούς διεθνείς τίτλους». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2016, θα κέρδιζε το πρώτο του ολυμπιακό χρυσό στα 100 μ. πρόσθιο.
Ποια θα ήταν άραγε η πορεία του Πίτι αν δεν τον στήριζε οικονομικά μέσω του UK Sport το βρετανικό κράτος; Ο Πίτι σε λίγο κλείνει τα 27, όσο δηλαδή ήταν ο «δικός μας» Θοδωρής Ιακωβίδης της εθνικής ομάδας άρσης βαρών όταν -όπως πρόσφατα δήλωσε– είχε πάρει την απόφαση να αποσυρθεί πριν κάνει αυτή την τελευταία προσπάθεια φέτος στο Τόκυο. Ο αθλητής μας, σε μια στιγμής απόλυτης ντροπής για το ελληνικό κράτος, δήλωνε πως «η υπερηφάνεια του δεν το αντέχει, να μην παίρνει χρήματα ο φυσικοθεραπευτής που τον κάνει καλά, επειδή ξέρει ότι είναι δύσκολα» και ότι «το κράτος είναι “απών”».
Παρόμοιες αγωνίες με τον Ιακωβίδη είχαν βιώσει και Βρετανοί αθλητές πριν το σύστημα με τη Λοταρία δώσει στο Team GB φτερά. Η Βρετανίδα Ντενίζ Λιούις, η μοναδική γυναίκα που είχε κερδίσει μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα (χάλκινο στο έπταθλο) ως νεαρή αθλήτρια «μόνη όριζε τη μοίρα της», θα έλεγε στον Guardian. Πάλευε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για φυσιοθεραπευτές και ακτινογραφίες και προπονούνταν εξωτερικά με part-time προπονητές,
Πόσο μακριά μοιάζει πλέον αυτή η πραγματικότητα. Το UK Sport «έριξε» ποσό-ρεκόρ 345 εκατ. στερλίνων (407,5 εκατ. ευρω) σε ολυμπιακά αθλήματα για τους Ολυμπιακούς του Τόκυο, υψηλότερο από τα 274 εκατ. στερλίνες που είχε δώσει για τους Ολυμπιακούς του Ρίο και τα 264 εκατ. για εκείνους του Λονδίνου. Ο πακτωλός αυτός των χρημάτων πληρώνει έναν «μικρό στρατό ομάδων υποστήριξης γύρω από τους ολυμπιακούς αθλητές, από μασέρ μέχρι φυσιοθεραπευτές, διατροφολόγους και προπονητές», σημειώνει ο Guardian. Μαζί με υποδομές. «Δεν είναι τόσο το ποσό, όσο το πώς διανέμεται, πού επενδύεται, πώς ελέγχεται», έλεγε στο BBC o Μπόρια Γκαρθία, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λόουμποροου. «Σίγουρα έχει δώσει αποτελέσματα, ακόμα και αν ορισμένοι το θεωρούν κάπως ‘βάρβαρη’ προσέγγιση».
Γιατί θεωρείται «βάρβαρη» προσέγγιση; Γιατί η χρηματοδότηση δίνεται στα αθλήματα που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν προοπτική απόκτησης μεταλλίου στους επόμενους δύο Ολυμπιακούς Αγώνες. Μια χαμηλή επίδοση στους Ολυμπιακούς μπορεί να κάνει την κάνουλα της χρηματοδότησης να κλείσει.
Όπως εξηγεί το BBC, πριν από κάθε κύκλο χρηματοδότησης, όλα τα αθλήματα παρουσιάζουν στο UK Sport μια λεπτομερή και κοστολογημένη στρατηγική και συμφωνούν σε ποια μετάλλια θα στοχεύσουν στους επόμενους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες. Έπειτα, το UK Sport μελετά τα στοιχεία και καταλήγει στο πλάνο χρηματοδότησης. Η χρηματοδότηση δεν δίνεται οριζόντια. Τα μεγαλύτερα ποσά δίνονται στα αθλήματα που στοχεύουν σε περισσότερα μετάλλια και φθίνει για αθλήματα που στοχεύουν σε λιγότερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αυστηρών κριτηρίων είναι η βρετανική γυναικεία ομάδα βόλεϊ. Η ομάδα ήταν στις 20 κορυφαίες διεθνώς πριν τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου. Αλλά δεν κέρδισε μετάλλιο τότε, κι έτσι αποσύρθηκε όλη τη χρηματοδότηση. Μάλιστα, η Βρετανία δεν έστειλε καν γυναικεία ομάδα βόλεϊ στους επόμενους Ολυμπιακούς του Ρίο. Σε μια άλλη περίπτωση, η Βρετανίδα Μπέθανι Σρίβερ που κέρδισε το χρυσό στο BMX στο Τόκυο είχε πάει στους Ολυμπιακούς βασισμένη σε crowdfunding: το UK Sport είχε αποφασίσει ότι μόνο οι άνδρες αθλητές BMX θα χρηματοδοτούνταν καθώς καμία Βρετανίδα δεν είχε προκριθεί στο Ρίο. Ωστόσο, με το μετάλλιο της Σρίβερ, τώρα η χρηματοδότηση θα αυξηθεί για τους επόμενους Ολυμπιακούς. Αθλήματα λοιπόν που επιτυγχάνουν, λαμβάνουν μεγαλύτερη χρηματοδότηση, κι έτσι διαιωνίζεται ένας κύκλος επιτυχιών.
Σαφώς, δεν είναι ιδανικό ο αθλητισμός να χρηματοδοτείται από τον τζόγο. Όμως, σε μια πιο πραγματιστική προσέγγιση, όπως έγραφε ο Τζον Μέιτζορ στο New Statesman: «Ήξερα ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση η ανάπτυξη του αθλητισμού και των τεχνών μακροπρόθεσμα να χρηματοδοτηθεί από τα γενικά έσοδα της κυβέρνησης. Μια λοταρία θα μπορούσε να κάνει ακριβώς αυτό».
Ναι, το βρετανικό σύστημα ενέχει το στοιχείο του σκληρού ανταγωνισμού και άλλες αρνητικές πτυχές. Όμως, σήκωσε τη λαβωμένη υπερηφάνεια του βρετανικού αθλητισμού από τις λάσπες και την έστησε όρθια στο βάθρο των νικητών με το βλέμμα προς τ’ αστέρια.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως πολλές φορές ολυμπιακοί και παραολυμπιακοί αθλητές έχουν ευχαριστήσει δημοσίως την Εθνική Λοταρία. «Ξεκίνησα να λαμβάνω χρηματοδότηση από τη Λοταρία το 2000, όταν ήμουν ακόμα νέα αθλήτρια», θα έλεγε η δρομέας (800μ.) Τζένι Μίντοους στην Telegraph. «Δεν μου είχε δοθεί ακόμα επιχορήγηση, αλλά ιατρική υποστήριξη και μπορούσες να αγοράσεις κάποιον εξοπλισμό – κι έτσι πρώτη φορά βλέπεις ότι κάποιος πιστεύει σ’ εσένα. Πήγα στο πανεπιστήμιο και συνέχισα τον αθλητισμό: σχεδόν ένιωθα ότι είχαν την υποχρέωση να προπονηθώ σκληρά γιατί η Λοταρία πίστευε σε εμένα. Δούλευα οκτάωρο για να επιβιώσω μετά το πανεπιστήμιο. Τώρα δεν μπορώ να δουλέψω γιατί προπονούμαι κάθε μέρα, οπότε η Εθνική Λοταρία και το ιατρικό back-up μου πληρώνουν μηνιαίο μισθό. Με απαλλάσσουν από το οικονομικό άγχος. Το τελευταίο εξάμηνο τραυματίστηκα στον αχίλλειο τένοντα και είχα πρόσβαση σε μεγάλη ιατρική βοήθεια».
Η Εθνική Λοταρία της Βρετανίας έχει πλέον επιστρατευτεί σε έναν ρόλο που ομοιάζει, τουλάχιστον ως προς τη στοχοθεσία, με εκείνον που διατηρούσε στην Ελλάδα ο ΟΠΑΠ στα πολύ παλιά χρόνια, και σίγουρα πριν ιδιωτικοποιηθεί το 2013. Οι παλιοί θυμούνται ακόμα τη διαφήμιση του οργανισμού με σύνθημα «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο».
Ωστόσο, τα πράγματα φαίνεται πως είχαν αλλάξει και πριν το 2013. Για παράδειγμα, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μπάσκετ Γιώργος Βασιλακόπουλος υποστήριζε ότι «τα έσοδα από τον ΟΠΑΠ είχαν μεταφερθεί τα τελευταία χρόνια στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους» και δήλωνε ότι γι’ αυτόν τον λόγο δεν σήμαινε πολλά για εκείνον και το αθλητικό κίνημα η ιδιωτικοποίηση του οργανισμού. «Εκείνους που πλήττει είναι οι πολιτικάντηδες, που έβρισκαν άκρες στην επιτροπή χορηγιών και έκαναν ρουσφέτια», συμπλήρωνε. Από την άλλη, ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού και προπονητής Γιάννης Ιωαννίδης εξέφραζε εκείνη την εποχή την αγωνία του «οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ο Οργανισμός έναντι του αθλητικού κινήματος, τα 100 εκατομμύρια του χορηγικού προγράμματος, να εξακολουθήσουν να ικανοποιούνται στο ακέραιο».
Την τελευταία χρονιά πριν την ιδιωτικοποίησή του, το 2012, ο ΟΠΑΠ είχε επιχορηγήσει 17 ομάδες της Σουπερλίγκας με 26.846.489,44 ευρώ, ενώ στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, στα 32 ολυμπιακά αθλήματα, είχαν κατευθυνθεί περί τα 5,7 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των χορηγιών προς την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (2,5 εκατ.) και την Ελληνική Παραολυμπιακή Επιτροπή (1 εκατ.). Το καθαρό ποσό που πήγε τότε σε αθλητικές ομοσπονδίες και σωματεία έφθασε περίπου τα 2,2 εκατ. ευρώ.
Ποια είναι σήμερα η κατάσταση; Μόλις τον περασμένο Απρίλιο, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΕΟΕ) Σπύρος Καπράλος, απευθυνόμενος στον υφυπουργό Πολιτισμού Λευτέρη Αυγενάκη, δήλωνε ότι το 2020 η ΕΟΕ επιχορηγήθηκε από το υπουργείο «μόλις με 565.000, το μικρότερο ποσό των τελευταίων 50 ετών», που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 20% του ετήσιου προϋπολογισμού τους. Και απαριθμούσε δαπάνες που καλύφθηκαν από χορηγίες εταιρειών και από ιδιώτες, αλλά και από τις Ευρωπαϊκές Ολυμπιακές Επιτροπές και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Και ότι το 2021, «οι συμμετοχές των αθλητών και των αθλητριών μας στα προολυμπιακά τουρνουά, στα παγκόσμια, ευρωπαϊκά και άλλα τουρνουά καλύφτηκαν εξ ολοκλήρου από εμάς».
Στις 23 Απριλίου, το υφυπουργείο Αθλητισμού ανακοίνωσε τις τακτικές επιχορηγήσεις των ομοσπονδιών για το 2021, συνολικού ύψους 18,3 εκατ. ευρώ – σε ολυμπιακή χρονιά. Δημοσιεύματα ήθελαν παράγοντες του αθλητισμού να κάνουν λόγο για σημαντικές περικοπές.
Ο ΟΠΑΠ ιδιωτικοποιήθηκε το 2013. Με σύμβαση όμως είχε προβλεφθεί η συμμετοχή του ελληνικού Δημοσίου 30% στα έσοδα από τα τυχερά παίγνια που διεξάγει ο οργανισμός μέχρι το 2020. Στη συνέχεια, με τροποποίηση η συμμετοχή του ελληνικού Δημοσίου αυξήθηκε από το 2016 αναδρομικά σε 35% επί των μεικτών κερδών. Ωστόσο, όπως δημοσιεύεται, το ελληνικό Δημόσιο θα συμμετέχει πλέον με μόλις 5% έναντι 35% μέχρι πρότινος επί των καθαρών εσόδων για τη δεκαετία 13 Οκτωβρίου 2020 – 12 Οκτωβρίου 2030 και για 13 παιχνίδια της σύμβασης, ενώ και οι φόροι στα μεικτά κέρδη τυχερών παιγνίων προβλέπονταν για το 2021 μειωμένοι σε 367 εκατ. ευρώ από 801 εκατ. ευρώ αντίστοιχα το 2020 με σημαντικό μέρος της μείωσης να οφείλεται στο ότι για την προαναφερθείσα δεκαετία τα έσοδα του ΟΠΑΠ θα φορολογούνται με το 80% του ισχύοντος συντελεστή. Το θέμα είναι αντικείμενο έρευνας άλλου ρεπορτάζ, ωστόσο εν συντομία να πούμε εδώ ότι το ύψος των εσόδων της Πολιτείας από τον ΟΠΑΠ εφεξής εξαρτάται από μια συμφωνία, κατά την οποία το Δημόσιο φέρεται ότι ενδεχομένως θα πρέπει να επιστρέψει προπληρωμή φόρων από τον ΟΠΑΠ (300-330 εκατ. που προσδιορίστηκε σε Πρόσθετη Πράξη του 2013 μεταξύ ΟΠΑΠ και ΤΑΙΠΕΔ ότι θα έχουν μελλοντική αξία 1,83 δισ. ευρώ) συμψηφίζοντάς τη με τον φόρο παιγνίων.
Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα ακολουθεί αντίθετη πορεία από αυτή της Βρετανίας, έχοντας ιδιωτικοποιήσει τον ΟΠΑΠ και με φθίνοντα τα κέρδη που προσπορίζεται από αυτόν. Έστω κι έτσι, όμως, το ελληνικό Δημόσιο έχει –τουλάχιστον μέχρι σήμερα- έσοδα από τον ΟΠΑΠ. Πού διοχετεύονται αυτά τα έσοδα; Γιατί φαίνεται πως η κρατική στήριξη περιορίζεται σε «ψίχουλα», όχι μόνο για τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, αλλά και για τον πρωταθλητισμό – ακόμα και για αθλητές με υψηλές διακρίσεις.
Γιατί δεν είναι δυνατόν να επιστρέφει ο ολυμπιονίκης μας και κάτοχος πολλών διεθνών τίτλων στους κρίκους Λευτέρης Πετρούνιας τον Απρίλιο από το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ενόργανης γυμναστικής της Βασιλείας και να δηλώνει ότι τόσο εκείνος όσο και οι συναθλητές του είναι επτά μήνες απλήρωτοι κι ο λόγος που εκείνος μπορεί να συνεχίζει είναι ότι έχει χορηγούς, διευκρινίζοντας πως οι υπόλοιποι δεν έχουν.
Δεν είναι δυνατόν ο προπονητής του ολυμπιονίκη μας στο άλμα εις μήκος Μίλτου Τεντόγλου, Γιώργος Πομάσκι, να βγαίνει τον Απρίλιο να λέει ότι «φέτος δεν έχει έρθει ένας να μου δώσει μια καραμέλα να γίνει καλύτερος ο Μίλτος» και ότι ενώ ο αθλητής έχει κερδίσει 5-6 πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα, δικαιούνταν πριμ μόνο για ένα, κι αυτό δεν το είχε πάρει ακόμα. Και ο ίδιος ο Τεντόγλου να δηλώνει πως «δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί μας».
Δεν είναι δυνατόν ο ολυμπιονίκης μας στην κωπηλασία Στέφανος Ντούσκος να δηλώνει πως «από την Πολιτεία δεν είχα καμία στήριξη».
Και βέβαια δεν είναι δυνατόν ο Ιακωβίδης της άρσης βαρών να ανακοινώνει κλαίγοντας πως αποσύρεται από την εθνική ομάδα γιατί «δεν αντέχει άλλο αυτή την κατάσταση» γιατί «το κράτος είναι “απών”» και «πόσο να κρατάει ο Έλληνας αθλητής ο δόλιος;»
Όσο κι αν οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν εμπορευματοποιηθεί, σε πολιτειακό επίπεδο η Γηραιά Αλβιώνα φαίνεται πως τιμά μακράν περισσότερο το ολυμπιακό ιδεώδες από τη χώρα που το γέννησε. Και δυστυχώς προς το παρόν δεν διαφαίνεται στον ελληνικό πολιτικό ορίζοντα κανένας Τζον Μέιτζορ για να σώσει την τιμή του ελληνικού αθλητισμού. Μόνο οι αθλητές μας τη σώζουν. Όσοι αντέξουν. Μόνοι.