Πριν 20 περίπου χρόνια, είχα έναν συμφοιτητή Παλαιστίνιο, τον Άχμεντ. Ήταν από πλούσιο σπίτι, όπως σχεδόν όλοι όσοι κατάφερναν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, έστω και σε περιφερειακό ελληνικό πανεπιστήμιο. Σοβάρευε απότομα κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στα πάτριά του. «Έχετε ποδόσφαιρο στην Παλαιστίνη;», τον ρώτησα μια μέρα ψάχνοντας το κλασικό ευχάριστο θέμα. «Δεν έχουμε καθόλου χρόνο γι’ αυτά», μου το ξέκοψε, κάνοντάς με να νιώσω ανόητος που τον ρώτησα. Να όμως που η 12η Ιανουαρίου της φετινής χρονιάς αναμένεται να γράψει ξεχωριστή ιστορία, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά μάλλον και γενικότερα για τη συγκεκριμένη χώρα, μια και η Παλαιστίνη θα κάνει την πρεμιέρα της σε τελική φάση μεγάλης ηπειρωτικής διοργάνωσης, στο Κύπελλο Ασίας (09-31/01), που για πρώτη φορά θα διεξαχθεί στην Αυστραλία.
Από μόνο του το γεγονός ότι η διοργάνωση θα πραγματοποιηθεί περίπου 8 χιλιάδες χιλιόμετρα από το κυρίως σώμα της ασιατικής ηπείρου, στο καλοκαίρι του νότιου ημισφαιρίου, δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα. Μια κατά κάποιο τρόπο ανασύσταση της Αυστραλασίας (κατά κυριολεξία: Νότια της Ασίας), όρου που χρησιμοποιούταν στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 20ου αιώνα για να περιγραφούν κοινές ομάδες Αυστραλών και Νεοζηλανδών, που ήθελαν τότε να προσδιορίζονται ξεχωριστά από τους Πολυνήσιους. Ωστόσο εδώ και 10 περίπου χρόνια οι Νεοζηλανδοί παίζουν μπάλα μόνοι με τους Πολυνήσιους στην εξωτική απομόνωση της, ενώ οι μακρινοί τους γείτονες Αυστραλοί κόλλησαν στην αχανή ασιατική ήπειρο οραματιζόμενοι ανάπτυξη, ανταγωνισμό και μόνιμη παρουσία στα Μουντιάλ, πράγματα που λίγο-πολύ έχουν ήδη πετύχει.
Σε συνδυασμό με το ετήσιο Τένις Όπεν της Μελβούρνης, που επικαλύπτεται με το Ασιατικό Κύπελλο (19/01-01/02), η Αυστραλία θα έχει δικό της τον Γενάρη σε δύσκολες (πρωινές-μεσημεριανές για μας) ώρες μετάδοσης. Το ζήτημα βέβαια είναι πώς θα ανταποκριθούν και οι ντόπιοι στο ποδοσφαιρικό ιβέντ, αφού το γκραν-σλαμ τουρνουά έχει εξασφαλισμένο χιτ ξεσηκώνοντας τις διάφορες μεταναστευτικές κοινότητες, πόσω μάλλον που φέτος αναμένεται να λάμψει πιο πολύ το άστρο του –και λίγο Έλληνα- Αυστραλού Νικ Κύργιος. Η περίοδος ευνοεί, μια και είναι η εποχή της ραστώνης για τη λίγκα AFL, αυτή που περισσότερο συγκινεί τους Αυστραλούς, καθώς εκεί θεωρούν ότι παίζεται το πραγματικό ποδόσφαιρο, μια παραλλαγή του ράγκμπι προς το ακόμα πιο φίζικαλ. Το sold-out για την πρεμιέρα, Αυστραλία vs Κουβέιτ στο Ορθογώνιο Στάδιο της Μελβούρνης (30.000 θέσεων), θεωρούταν εύκολος στόχος, παρά το μάλλον τσουχτερό εισιτήριο (από 50 έως 100€), συνδυασμένο με την τελετή έναρξης.
Οι Socceroos του Έιντζ (Άγγελου) Ποστέκογλου είχαν απρόσμενα γοητεύσει στο βραζιλιάνικο Μουντιάλ, παρά τις 3 ήττες με 3-9 γκολ, αφού εμφανίστηκαν ανταγωνιστικοί σε έναν πανδύσκολο όμιλο, ειδικά στα παιχνίδια με Χιλή και Ολλανδία, προτού παραδοθούν στους φορτισμενους συναισθηματικά Ισπανούς. Η νέα γενιά των Λέκι, Όουρ, Ντέιβιντσον, Ράιαν κ.ά, με τη συνδρομή των αιώνιων Κέιχιλ, Μπρεσιάνο, Γέντινακ, φιναλίστ στη διοργάνωση του 2011 στο Κατάρ, παρά την κακή εικόνα στα μετα-μουντιαλικά φιλικά, ξεκινούν λογικά από θέση φαβορί, ελπίζοντας να τιγκάρουν το γιγαντιαίο (84.000) Stadium Australia του Σίδνεϊ τη μέρα του τελικού (Σάβ. 31/01).
Από τα υπόλοιπα ματς της πρεμιέρας, αυτό που ασφαλώς έχει προσελκύσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η αναμέτρηση της Ιαπωνίας, κατόχου του τροπαίου, με την Παλαιστίνη, μόνη debutante του τουρνουά, εκεί όπου η ψαλίδα της παγκόσμιας κατάταξης πριν ένα χρόνο έφτανε περίπου τις 120 θέσεις (νο. 48 οι Ιάπωνες, 167 οι Παλαιστίνοι), τώρα όμως έχει περιοριστεί περίπου στις μισές (54-113). Αυτό που μεσολάβησε, πέρα από το κακό Μουντιάλ για τους Ιάπωνες, ήταν το AFC Challenge Cup του 2014, μια διοργάνωση που από το όνομα μαρτυρά ότι αφορούσε στις «αναδυόμενες» εθνικές ομάδες της Ασιατικής Ομοσπονδίας, εκείνες που σταθερά έμεναν έξω όχι μόνο από τις 5 του Μουντιάλ, αλλά και από τις 16 του Κυπέλλου Ασίας. Μια ευκαιρία για τους μικρούς και ταπεινούς να παίξουν κυνηγώντας ένα επίσημο τρόπαιο, με πρόσθετο μπόνους τη 16η θέση στη starting list του μεγάλου ηπειρωτικού τουρνουά.
Σ΄αυτή λοιπόν τη διοργάνωση που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο στις μακρινές Μαλδίβες, συμμετείχαν 8 χώρες, για τις οποίες πρέπει να είναι κανείς πολύ άρρωστος με το άθλημα για να πει ότι γνωρίζει έστω και έναν διεθνή ποδοσφαιριστή. Οι Φιλιππίνες ήταν μάλλον το πιο ψαρωτικό όνομα από τους 8, και όντως έφτασαν στον τελικό, χάνοντας από την Παλαιστίνη με 0-1.
Όποιος είδε το βίντεο πρέπει να εντυπωσιάστηκε από την εκπληκτική εκτέλεση φάουλ του Ασράφ Νουμάν, που χάρισε την ιστορική νίκη. Ένας φλογερός winger και ήδη θρύλος στην Παλαιστίνη, ο 28χρονος Νουμάν αγωνίζεται στην Αλ Φαϊζαλί της Χάρμα, στην 1η κατηγορία της Σαουδικής Αραβίας, ένας από τους 6 της αποστολής για την Αυστραλία που παίζουν στο εξωτερικό. Οι υπόλοιποι 17 ανήκουν σε ομάδες της Πρίμιερ Λιγκ της Δυτικής Όχθης, όπως ονομάζεται επίσημα το ημιεπαγγελματικό παλαιστινιακό πρωτάθλημα, το οποίο ξεκινούσε και τελείωνε -σχετικά- κανονικά από το 2008 έως και πέρσι. Το φετινό του ξεκίνημα το τρέναρε ο Πόλεμος των 50 Ημερών στη Γάζα.
Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που η αραβοϊσραηλινή διαμάχη επηρέαζε δραματικά το ποδόσφαιρο στην Παλαιστίνη, αφού ακόμα και στα θεωρητικά πιο ήρεμα χρόνια πριν την περσινή σφαγή, υπήρξαν δεκάδες περιπτώσεις στις οποίες οι ισραηλινές αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν βίζα σε παίκτες προκειμένου να ταξιδέψουν για διεθνή ματς, με αποκορύφωμα την ολική απαγόρευση στην ομάδα της Παλαιστίνης να μεταβεί στη Σιγκαπούρη για έναν κρίσιμο προκριματικό του Μουντιάλ του 2010, αλλά και στην Ινδία για το Challenge Cup του 2008. Είναι επίσης κάμποσοι οι ποδοσφαιριστές που έχουν συλληφθεί κατηγορούμενοι για σχέσεις με τη Χαμάς, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Μαχμούντ Σαρσάκ, η οποία πήρε ευρύτερες διαστάσεις την άνοιξη του 2012 όταν ο διεθνής ποδοσφαιριστής φυλακίστηκε «προληπτικά», χωρίς κατηγορίες, ξεκινώντας ταυτόχρονα μια τρίμηνη απεργία πείνας που έκλεισε με την αποφυλάκισή του τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Τρεις Παλαιστίνιοι ποδοσφαιριστές έπεσαν νεκροί κατά την προηγούμενη ισραηλινή επίθεση στη Γάζα (2009), εκείνη που ονομάστηκε Βαρύ Μολύβι. Και δεν ήταν οι μόνοι… Η δυσκολία τού να είσαι ποδοσφαιριστής στην Παλαιστίνη έχει περιγραφεί στο ντοκιμαντερίστικο Goal Dreams, των Μάγια Σανμπάρ και Τζέφρι Σόντερς (2006).
Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η Παλαιστίνη θεωρείται κοιτίδα του ποδοσφαίρου στη Μέση Ανατολή, αφού εκεί το άθλημα παιζόταν τουλάχιστον από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και άρχισε να οργανώνεται κατά το αμέσως επόμενο διάστημα, εκείνο της βρετανικής επικυριαρχίας στην περιοχή. Πριν από την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ το 1948, ως αντιπροσωπευτική ομάδα της Παλαιστίνης αγωνιζόταν ένα σύνολο αποτελούμενο αποκλειστικά από ποδοσφαιριστές προερχόμενους από εβραϊκές εθνοτικές κοινότητες, αρκετοί από τους οποίους βρήκαν καταφύγιο στη Δυτική Όχθη ύστερα από την έξαρση του αντισημιτικού ρεύματος στην Ευρώπη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και μετά. Μάλιστα, απέναντι σε αυτή την Εθνική Παλαιστίνης, που ουσιαστικά ήταν η Μακάμπι Τελ Αβίβ της εποχής, η Εθνική Ελλάδας πέτυχε την πρώτη της νίκη σε προκριματικά Παγκοσμίου Κυπέλλου, τέτοια εποχή πριν από 77 χρόνια, στο δρόμο για τη διοργάνωση του 1938 στη Γαλλία: ήταν το 1-3 στο Τελ Αβίβ, με δύο γκολ του Κλεάνθη Βικελίδη και ένα του Αντώνη Μηγιάκη, η πρώτη γενικότερα εκτός έδρας νίκη στην ιστορία της Εθνικής.
Από τότε κύλησαν έξι δεκαετίες με πολύ σοβαρότερα πράγματα για ν’ ασχοληθούν, όπως -δίκαια- θα μου έλεγε και ο Άχμεντ ο συμφοιτητής, μέχρι το 1998, όταν η ομοσπονδία από τα Κατεχόμενα (P.F.A.) έγινε δεκτή ως μέλος της Fifa. Μπαίνοντας σιγά-σιγά στο διεθνές κάδρο, η φετινή συμμετοχή στο Asian Cup ουσιαστικά αποτελεί κορύφωση μιας φοβερά κοπιαστικής προσπάθειας. «Το μήνυμά μας είναι ότι θέλουμε αθλητισμό και ειρήνη στην Παλαιστίνη» δήλωνε τ’ αυτονόητα ο κόουτς της ομάδας Τζαμάλ Μαχμούντ, τον περασμένο Μάιο, τη μέρα του θριάμβου στις Μαλδίβες. «Μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα πράγματα αν έχουμε ειρήνη», επαναλάμβανε, σαν να έχοντας συναίσθηση όσων θα επακολουθούσαν έναν και κάτι μήνα μετά στη Γάζα.
Ιορδανός με παλαιστινιακή καταγωγή, ο Μαχμούντ δεν κατάφερε να κρατήσει τη θέση του στον πάγκο μέχρι το Κύπελλο Ασίας, όπου μεταξύ άλλων θα ερχόταν αντιμέτωπος με την εθνική της χώρας του (το επίσης πολύπαθο Ιράκ συμπληρώνει τον 4ο όμιλο). Έχοντας επιβιώσει τρία χρόνια που συνδέθηκαν με τις μεγαλύτερες επιτυχίες στη ιστορία της ομάδας, ο Μαχμούντ ταξίδεψε στη Μανίλα στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου με μόλις 13 παίκτες στη διάθεσή του, όσους μπόρεσαν να εξασφαλίσουν βίζα, για το φιλικό Κύπελλο Ειρήνης που διοργανωνόταν στις Φιλιππίνες μόλις μία εβδομάδα μετά την ανακωχή στη Γάζα. Η ήττα με 1-4 από τη Μιανμάρ, και η ισοπαλία 3-3 στο 90λεπτο με την Ταϊβάν, ομάδων εντελώς αδύναμων ακόμα και σε επίπεδο Challenge Cup, αλλά κυρίως η εικόνα διάλυσης και η αποδιοργάνωση των πρωταθλημάτων στην Παλαιστίνη μετά τον γενικό χαμό, οδήγησαν τον Μαχμούντ στον τσακωμό με την ομοσπονδία και τελικά στην παραίτηση.
Ο ασίσταντ Σαέμπ Τζεντέγια, για χρόνια ηγέτης στην άμυνα της Εθνικής, πήρε το τιμόνι του πάγκου. Μέσα στον στενό χρόνο κατάφερε να συγκεντρώσει μια ομάδα όσο το δυνατό πιο πλήρη, ενώ καθώς έμπαινε ο χειμώνας μπορούσαν και πάλι να προπονηθούν όλοι μαζί στη Ραμάλα. Στις προσθήκες συμπεριλήφθηκαν τρεις Παλαιστίνιοι της διασποράς που αγωνίζονται σε μικρές επαγγελματικές ευρωπαϊκές ομάδες, ο γεννημένος στη Σουηδία, Μαχμούντ Εΐντ, ο γεννημένος στη Χιλή, Αλέξις Νοραμπουένα, και ο Γιάκα Ιμπεϊσέχ, από τη Σλοβενία. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις Παλαιστίνιο θα βρεις από κάτω, γι’ αυτό και τα 25.000 περίπου μέλη της ομογένειας στην Αυστραλία περιμένουν πώς και πώς το ραντεβού με τους Ιάπωνες στο Νιουκάστλ, βόρεια του Σίδνεϊ, στο γήπεδο που αναμένεται να έχει τον περισσότερο κόσμο στην πρεμιέρα (πλην του ματς των Socceroos), αφού οι Άπω Ανατολίτες έχουν σχεδόν διπλάσια κοινότητα στην Αυστραλία, ενώ το έχουν εύκολο και το ταξίδι από τα ιαπωνικά νησιά. Το εισιτήριο άλλωστε στα ματς που δεν παίζει η Αυσταλία είναι ασύγκριτα φτηνότερο, από 10 έως 20 περίπου €. Στο πνεύμα του Σαμουράι, που ελάχιστα το εντοπίζει κανείς σε υπερβολικά φτιασιδωμένους υποστάρ σαν τον Κέισουκε Χόντα, οι Παλαιστίνοι φιλοδοξούν να αντιτάξουν το δικό τους «Σαμούντ», ό,τι πιο κοντινό στο δικό μας φιλότιμο, που κι εκείνοι το θεωρούν μη μεταφράσιμο.