Στο πλαίσιο της “gig economy”, μίας νέας αναδυόμενης εργασιακής συνθήκης, και ειδικά όσον αφορά τα λεγόμενα «δημιουργικά» επαγγέλματα, όπως η φωτογραφία, το σχέδιο, η συγγραφή ή αρθρογραφία, η εύρεση σταθερής απασχόλησης συχνά αποτελεί άθλο, ενώ η ανάγκη προβολής της δουλειάς οδηγεί σε συμβιβασμούς.
Έτσι, η freelance εργασία εξελίσσεται σε μέσο συμπλήρωσης του εισοδήματος ή εισόδου σε ένα πεδίο φαινομενικά απροσπέλαστο, τουλάχιστον δια της οδού της παραδοσιακής έμμισθης εργασίας.
Ο Άγγελος Κούλης είναι δημοσιογράφος και ξεκίνησε να ασχολείται με το freelancing περίπου στα μέσα του 2015, δημοσιεύοντας τα πρώτα του θέματα επ’ αμοιβή, σε συνεργασία με media outlets. «Ήταν κάτι που δεν το είχα σχεδιάσει, ούτε είχα τότε στην αρχή κάποιο συγκεκριμένο στόχο, προέκυψε φυσικά απ’ την ανάγκη μου να είμαι δημιουργικός και να αναδείξω θέματα και πρόσωπα (γνωστά ή και όχι) που μου τραβούσαν το ενδιαφέρον. Ξεκινώντας, συνειδητοποίησα ότι αυτό μου έδινε και δημιουργική ελευθερία και σχετική ανεξαρτησία, επιτρέποντας μου να ασχοληθώ με πράγματα που πραγματικά μου άρεσαν».
Στο Cut, η Charlotte Cowles γράφει για το πώς άλλαξε η σχέση της με το χρόνο όταν μεταπήδησε από την παραδοσιακή έμμισθη εργασία στο freelancing: Το εισόδημά της πλέον έμοιαζε εξαρτημένο από τις ώρες που αφιέρωνε σε κάθε πρότζεκτ και ο χρόνος άρχισε να γίνεται αντιληπτός σε δολάρια, κάτι που παρομοιάζει με το αίσθημα που βιώνουμε όταν βλέπουμε το ταξίμετρο να ανεβαίνει ενώ είμαστε κολλημένοι στην κίνηση.
«Η αλήθεια είναι ότι μια παγίδα που ενέχει το freelancing, είναι η ανάγκη για αυτοπειθαρχία. Εφόσον είσαι ο ίδιος που ουσιαστικά συνήθως θέτεις ένα χρονοδιάγραμμα (για ένα project, για παράδειγμα), υπάρχει ο “κίνδυνος” να χαλαρώσεις ή να επαναπαύεσαι και έτσι να μένουν πράγματα πίσω… Αυτό που προσπαθούσα πάντα να κάνω — άλλες φορές το πετύχαινα, άλλες πάλι όχι και τόσο — είναι να μην πέσω σε αυτή ακριβώς την παγίδα. Γι’ αυτό και έθετα συνήθως στον εαυτό μου ένα σύντομο deadline, ώστε να επισπεύδω και να συγκεντρώνομαι σε ο,τι ήθελα να κάνω», παραδέχεται ο Άγγελος.
Βέβαια, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν ταυτίζονται αναγκαστικά ο χρόνος με το εισόδημα. Αυτό συμβαίνει για έναν απλούστατο λόγο, όπως εξηγεί. «Στο freelancing και ιδιαίτερα στην περίπτωση των ανθρώπων που ασχολούνται με creative επαγγέλματα (π.χ. graphic designers) ή γενικά το περιεχόμενο σε κάθε μορφή του, αυτή η σχέση τείνει να είναι σχετική. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να έχει αφιερώσει πολύ περισσότερο χρόνο και δουλειά σε ένα project ή — στην περίπτωση ενός δημοσιογράφου ή content creator — σε ένα θέμα, αλλά αυτό να μην αντικατοπτρίζεται στην αμοιβή που θα λάβει .Ίσως να παίζει ρόλο σε αυτό και το γεγονός πως πολλές φορές το αντίστοιχο εισόδημα προκύπτει με “μπακαλίστικο” τρόπο (ειδικά στην Ελλάδα) και όχι με βάση το hourly rate. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι το freelancing είναι περισσότερο μία επιλογή ζωής έως ένα βαθμό και όχι τόσο μία επωφελής οικονομικά εναλλακτική, ιδιαίτερα σε μια χώρα που ένας ελεύθερος επαγγελματίας “αιμορραγεί” λόγω των μεγάλων φόρων». Με άλλα λόγια, το freelancing είναι ένας δρόμος που θα ακολουθήσεις από ξεκάθαρη αγάπη για αυτό που κάνεις και όχι γιατί κυνηγάς υψηλά εισοδήματα.
Πέρα από την σχετική ανασφάλεια που απορρέει όταν δεν υπάρχει η βεβαιότητα ενός σταθερού εισοδήματος, η προσπάθεια διαχείρισης του χρόνου όταν αυτός συνδέεται άμεσα με τον βιοπορισμό, οδηγεί, σύμφωνα με έρευνες, σε επιπτώσεις για την ψυχολογία.
Συγκεκριμένα, όταν η ταύτιση του χρόνου με το χρήμα οδηγεί στην εντύπωση πως κάθε ώρα της ημέρας αποτελεί εργατοώρα και πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά ειδάλλως θα έχει σπαταληθεί, οι ώρες που αφιερώνονται σε άλλες ασχολίες ξαφνικά φαντάζουν λιγότερο σημαντικές και δεν προσφέρουν πλέον την ίδια ικανοποίηση.
Για την αρθρογράφο του Cut, αυτή η οξυμένη επίγνωση της σύνδεσης χρόνου και εισοδήματος πάει χέρι-χέρι με την επιδείνωση της ψυχικής υγείας και των διαπροσωπικών σχέσεων της. Όταν το ίδιο το αντικείμενο της δουλειάς αποκλείει την ύπαρξη ενός «μπούσουλα» στη διαχείριση του χρόνου, σχέδια ακυρώνονται και το πρόγραμμα του freelancer αναδιαρθρώνεται συνεχώς, συχνά την τελευταία στιγμή και σε βάρος του ελεύθερου χρόνου.
Συνδέοντας την freelance εργασία με την εργασία εξ’ αποστάσεως, ο Άγγελος πιστεύει «ότι οι freelancers — εργαζόμενοι πολλές φορές μόνο απ’ το σπίτι τους και χωρίς παρουσία άλλων συναδέλφων — είναι ίσως περισσότερο επιρρεπείς σε ψυχολογικές μεταπτώσεις».
Η Ashley Williams, καθηγήτρια του Χάρβαρντ και ψυχολόγος, μελετά ένα φαινόμενο που έχει ονομάσει “time poverty”, με άλλα λόγια πενία ή έλλειψη χρόνου — ή το οικείο σε όλους μας αίσθημα μίας διαρκούς αργοπορίας. Σύμφωνα με μία έρευνα του Ινστιτούτου Γκάλοπ, σε δείγμα 2,5 εκατομμυρίων Αμερικανών προερχόμενων από όλα τα κοινωνικά στρώματα, το 80% δηλώνει πως δεν του περισσεύει χρόνος για να κάνει όσα θέλει. Στην ανάλυση της, η οποία δημοσιεύτηκε στο Harvard Business Review, η Williams, για να εξηγήσει τη συλλογική μας αποτυχία διαχείρισης του χρόνου, παρομοιάζει αυτή η κατάσταση με «λιμό».
Ενώ ο ελεύθερος χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας έχει σε γενικές γραμμές αυξηθεί, νιώθουμε περισσότερο από ποτέ «πεινασμένοι» για χρόνο. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Εδώ παρατηρείται κάτι παράδοξο: Ενώ ο ελεύθερος χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας έχει σε γενικές γραμμές αυξηθεί, νιώθουμε περισσότερο από ποτέ «πεινασμένοι» για χρόνο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η Williams πιστεύει πως πέφτουμε συχνά στην παγίδα της ταύτισης του χρήματος με την ευτυχία και είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε χρόνο για να την αποκτήσουμε. Αυτή η αντίληψη παρεισφρέει σε όλα τα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα και επιφυλάσσει σοβαρές συνέπειες για την ψυχική και σωματική υγεία. Συνδέεται με αυξημένο στρες, μειωμένη παραγωγικότητα, χαμηλό επίπεδο ικανοποίησης στις διαπροσωπικές σχέσεις (άτομα που είναι «φτωχά» σε χρόνο έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάρουν διαζύγιο), και την αύξηση της παχυσαρκίας.
Ο αρνητικός αντίκτυπος της πίεσης χρόνου μπορεί να μετριαστεί όταν, για παράδειγμα, πληρώνουμε άλλους να διεκπεραιώσουν όλες εκείνες τις πληκτικές αγγαρείες της καθημερινότητας που μας τρώνε πολύτιμο χρόνο. Τουλάχιστον αυτό δείχνει η έρευνα της ψυχολόγου και καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο της British Columbia, Elizabeth Dunn. Όμως ούτε αυτό είναι πανάκεια: «Αν σε γεμίζει το να βγάζεις βόλτα τον σκύλο σου αλλά χρειάζεσαι κάποιον άλλον να το κάνει για να δουλέψεις πάνω σε ένα βαρετό πρότζεκτ, ίσως πρέπει να αναθεωρήσεις τις προτεραιότητές σου», εξηγεί.
Αυτή η αναθεώρηση ίσως είναι πιο δύσκολη από ό,τι πιστεύουμε. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Ashley Williams, λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες ανέφεραν πως προτιμούν περισσότερο χρόνο από περισσότερο χρήμα, κάτι που σε τελική ανάλυση έχει μία λογική, αφού οι περισσότεροι δεν έχουν την πολυτέλεια του άπλετου ελεύθερου χρόνου και της εναπόθεσης των δυσάρεστων καθηκόντων σε κάποιον άλλον, όσο και αν οι δυνατότητες να γίνει αυτό (κυρίως μέσω διάφορων apps) έχουν πολλαπλασιαστεί.
Το 2016, η πρώην διευθύνουσα σύμβουλος της Yahoo είχε δηλώσει πως το σενάριο 130 (!) εργάσιμων ωρών την εβδομάδα είναι ρεαλιστικό, αρκεί να γίνεται σωστή διαχείριση του χρόνου που αφιερώνουμε στον ύπνο και σε άλλες βασικές ανάγκες.
Πέρα από το εξωφρενικό αυτού του ισχυρισμού, στην πραγματικότητα, το παρατεταμένο ωράριο εργασίας δεν αποφέρει κανένα όφελος, ούτε στην παραγωγικότητα ούτε για την δημιουργικότητα, αλλά αποτελεί μία συγκαλυμμένη μορφή εκμετάλλευσης μεταμφιεσμένη σε motivational τσιτάτα — μία παράδοση που ανάγεται στην άνοδο του μερκαντιλισμού τον 16ο αιώνα.
Άλλωστε, όσοι τοποθετούν τον ελεύθερο χρόνο υψηλότερα στις προτεραιότητές τους είναι μάλλον πιο ευτυχισμένοι και πιο επιτυχημένοι τόσο στο εργασιακό όσο και στο διαπροσωπικό κομμάτι.
«Εκείνες οι ώρες και οι ασχολίες εκτός δουλειάς είναι που θα σου δώσουν τα ερεθίσματα που χρειάζεσαι για να πας ένα επίπεδο παραπέρα τη δουλειά σου. Ό,τι σταματά να εξελίσσεται, πεθαίνει. Και αυτός είναι ένας κανόνας που διέπει στην προκειμένη περίπτωση και τη δημιουργία πρωτογενούς περιεχομένου. Και σε προσωπικό επίπεδο μιλώντας, οι περισσότερες φορές που κατάφερα να δημοσιεύσω κάτι το οποίο να θεωρώ ότι είναι αρκετά αξιόλογο, προήλθαν από ένα ερέθισμα ή μια ιδέα που προέκυψε από δραστηριότητες εκτός δουλειάς. Πιστεύω πραγματικά ότι το να σκέφτεσαι μόνο εντός πλαισίων και συνθηκών δουλειάς, είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς τη μετριότητα», σημειώνει ο Άγγελος.
Όπως τονίζει και ο Aidan Harper, ιδρυτής της καμπάνιας 4 Day Week, η αξία ενός ανθρώπου δεν έγκειται στο πόσο παραγωγικός είναι.
Γιατί υπάρχει αυτή η ασυμφωνία λοιπόν;
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου να συμπληρώνουν 18ωρα δουλειάς τη μέρα — και ύστερα να καυχιούνται για αυτό στο Instagram. Πότε έγινε η προσποίηση της εργασιομανίας lifestyle;»: Το lead του άρθρου της Erin Griffith στους New York Times μας συστήνει το παράδοξο φαινόμενο της επιτελεστικής εργασιομανίας.
Οι millennials είναι τα παιδιά αυτής της εργασιακής κουλτούρας του “hustle”, μίας «αναβαθμισμένης» εκδοχής της προτεσταντικής ηθικής, όπου η εργασία δεν είναι μέσο για να αποκτήσουμε ό,τι επιθυμούμε, αλλά αυτοσκοπός. Ο μόχθος και η περιχαρής επίδειξή του στα social media δεν εξασφαλίζουν μία θέση στον παράδεισο, αλλά λειτουργούν ως αμυντικός μηχανισμός για μία γενιά εφοδιασμένη με όλα τα προσόντα, που όμως βλέπει τον εαυτό της να χαραμίζεται σε επισφαλείς και άσκοπες δουλειές.
Η διαπίστωση της συσχέτισης χρόνου και χρήματος έχει και τα θετικά της. Παρά τις επιπτώσεις στην προσωπική της ζωή, η Cowles παραδέχεται πως την έχει βοηθήσει στην διαχείριση των οικονομικών της και κινητοποιήσει να ζητά καλύτερες αμοιβές ως freelancer. Ίσως λοιπόν η επίτευξη μίας ισορροπίας είναι εφικτή. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως τα χρήματα δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα. Για τον Άγγελο, «όταν καταπιάνεσαι με κάτι που σε ικανοποιεί απόλυτα σαν αντικείμενο δουλειάς και θες να δεις να παίρνει σάρκα και οστά μια ιδέα που είχες, αυτό δεν φαντάζει πλέον ενός είδους “αγγαρείας”, αλλά ουσιαστικά μια παραγωγική ασχολία που τείνει να είναι τόσο ευχάριστη, όσο και ένα χόμπι σου».
Το ζήτημα τελικά είναι να βάλουμε κάτω και να εξετάσουμε τις προτεραιότητές μας: Τι μας κάνει χαρούμενους; Η ευτυχία μας εξαρτάται από το εισόδημά μας ή από την δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου μας; Είμαστε πρόθυμοι να την θυσιάσουμε; Με ποιο κόστος;