Ανάμεσα στα 180 τραπέζια και στα κάτι παραπάνω από 700 άτομα που γεμίζουν τις καρέκλες, μόνο ο ήχος του φυλλομετρήματος και κάποιο ήπιο βήξιμο διαταράσσουν την ησυχία που επικρατεί. Την περασμένη Παρασκευή το κλειστό γήπεδο ξιφασκίας, στις εγκαταστάσεις του παλαιού διεθνούς αεροδρομίου του Ελληνικού, φιλοξενείται ένα πρωτάθλημα διαφορετικό. Ένα πρωτάθλημα που δεν κερδίζεται με γυμνασμένους τετρακέφαλους, ούτε προβλέπει βάθρο για τους νικητές.
Ένα γυνακείο καρέ έχει ήδη βρει τη θέση του πάνω από την πράσινη τσόχα, ενώ τα τσιγαρόχαρτα καίνε ακόμη στον προαύλιο χώρο. Η τράπουλα μοιράζεται ισάξια και η μία από αυτές ξεφυλλίζει ένα φυλλάδιο για τα 50 χρόνια της ΕΟΜ, σταματώντας στη σελίδα με την ιστορία της. Δύο νεαροί με προσπερνούν ενώ περιεργάζομαι μια ανυπόμονη παρέα με μαύρα φούτερ που στο μέρος της καρδιάς έχουν κεντημένο το σήμα του, εκ Δράμας ορμώμενου, μπριτζ κλαμπ «ΓΑΛΑΞΙΑΣ».
Η Ελληνική Ομοσπονδία Μπριτζ ιδρύθηκε το 1965, χρονιά που διοργάνωσε το πρώτο της πανελλήνιο πρωτάθλημα Ζευγών. Δύο χρόνια μετά μετέχει στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες ομάδων Όπεν, ενώ το 1971 ιδρύεται το πρώτο της σωματείο εκτός Αθηνών, στη Θεσσαλονίκη. Το 1975 το μπριτζ αναγνωρίζεται ως άθλημα από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού με το Νόμο 75/75 και το 2000 από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Το 2004 αυξάνονται τα περιφερειακά πρωταθλήματα και καθιερώνονται ταυτόχρονα τουρνουά σε όλη την επικράτεια. Μια δεκαετία αργότερα οι συμμετοχές στο διασυλλογικό πρωτάθλημα ξεπερνούν κάθε προσδοκία, κάνοντάς με να αναρωτιέμαι: πότε ακριβώς διαδόθηκε σε όλη την επικράτεια το συγκεκριμένο παιχνίδι.
«Στα χωριά παιζόταν μέχρι και στα καφενεία, αλλά οι κάτοικοι δε μπορούσαν να δημιουργήσουν όμιλο αν δεν ήταν πάνω από 20 άτομα. Τα χρόνια της δικτατορίας, οι νέοι δεν είχαν πολλές εναλλακτικές διασκέδασης, οπότε το μπριτζ άνθισε, παρά το γεγονός ότι μας κυνηγούσαν έχοντας της εντύπωση πως είναι χαρτοπαίγνιο». Ο Αλέκος Αθανασιάδης είναι μπριτζέρ εδώ και 41 χρόνια, καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας. Νιώθει πως πρόκειται για ένα παιχνίδι εφάμιλλο επιστήμης, ελκυστικό σαν τις σειρήνες που βρέθηκαν στο δρόμο του Οδυσσέα, ώστε να μη μπορείς να ξεφύγεις αν το γνωρίσεις. «Ενώ σε πολλά κράτη της Βόρειας Ευρώπης και στο Ισραήλ διδάσκεται σε σχολεία και ο Μπιλ Γκέιτς έδωσε κάποτε ένα εκατομμύριο δολάρια χορηγώντας την εκμάθηση του, εμείς προσπαθούμε να το εισάγουμε στα σχολεία με τους γονείς να αντιδρούν λέγοντας πως δεν θα κάνουν τα παιδιά τους χαρτοπαίκτες» μου εξηγεί (τον πόνο του), ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω η μητέρα του δεκάχρονου Αιμιλιανού μου συνιστά να μην του αποσπώ την προσοχή με τις ερωτήσεις μου γιατί «τώρα εκτελεί» και η ώρα είναι δύσκολη.
Κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας δε χρησιμοποιείς το όνομα που αναγράφει η ταυτότητα σου, ανήκεις είτε στο Βορρά είτε στο Νότο. Ωστόσο ο Θεσσαλονικιός πρόεδρος γνωρίζει τους περισσότερους από τους παρευρισκόμενους προσωπικά «Καθώς παίζεται με τέσσερα άτομα σε ζευγάρια, οφείλεις να αναπτύξεις αρετές όπως είναι η πειθαρχία και ο σεβασμός τόσο προς τον συμπαίκτη, όσο και προς τον αντίπαλο. Αν σέβεσαι κάποιον σ’ ένα παιχνίδι κάνεις το ίδιο αυτόματα στην καθημερινότητά σου, στην εργασία και στις σχέσεις σου». Ενώ συζητάμε για την πνευματική διάσταση του παιχνιδιού και το κοινωνικό του αντίκρυσμα, παρατηρώ πως πάνω σε ορισμένα τραπέζια μια ξύλινη κατασκευή αναστέλλει τα βλέμματα των συμπαιχτών και συνδαιτυμόνων, που προμηθεύονται σαλάτες, αραβικές πίτες και πατατάκια από δυο μεταλλικά καλάθια στη μέση της αίθουσας.
Μπορείς, ας πούμε, να δεις τέννις στην τηλεόραση, αν δε γνωρίζεις να παίζεις – όμως μπριτζ δε μπορείς να παρακολουθήσεις
Ένας διαιτητής που δε γνωρίζω αν είναι επικεφαλής, εθνικός, επίσημος ή έμπειρος όπως αναγραφόταν στο πρόγραμμα του πίνακα ανακοινώσεων πλησιάζει μια ομάδα για τις απαραίτητες υποδείξεις. «Πρέπει να σου πω ότι το παιχνίδι έχει πάνω από όλα ηθικούς κανόνες και η παραβίαση τους τιμωρείται, όπως όταν ένας παίχτης κινείται μόνος του προς την αντίπαλη εστία στο ποδόσφαιρο και ο αντίπαλος αμυντικός τον ρίχνει κάτω. Εδώ δεν θα πάρεις απλά κόκκινη κάρτα, αλλά θα αναγκαστείς να συνεχίσεις την προσπάθεια σου από εκεί που βρισκόσουν πριν ρίξεις εσκεμμένα άλλο χαρτί πάνω στην κούπα του αντιπάλου, ενώ στην πραγματικότητα είχες να παίξεις το ίδιο φύλλο».
Να εξηγηθούμε…
52 φύλλα, 4 παίκτες. Ο καθένας κρατά 13 στο χέρι στην πρώτη φάση που λέγεται «αγορά», όπου όλοι εκτιμούν πόσες «μπάζες» – ή κατά τη γλώσσα του Μπριτζ «λεβέ» – μπορούν να κερδίσουν με τα χαρτιά που τους δόθηκαν. Καθώς ο πρώτος παίζει το χαρτί του, ο επόμενος πρέπει να συνεχίσει με το ίδιο χρώμα και ούτω καθεξής. Τον γύρο κερδίζει αυτός που έχοντας ανοιχτό το μεγαλύτερο φύλλο παίρνει τη λεβέ ξεκινώντας πρώτος τον επόμενο. «Ποιο είναι το μεγάλο του μειονέκτημα; Ότι δεν είναι θεαματικό. Κι ότι πρέπει να το γνωρίζεις. Μπορείς, ας πούμε, να δεις τέννις στην τηλεόραση, αν δεν ξέρεις να παίζεις – όμως μπριτζ δε μπορείς να παρακολουθήσεις. Παρόλα αυτά μπορεί να παίζεις επί πέντε ώρες και τελικά όλα να κριθούν στο τελευταίο λεπτό, όπως γίνεται στο μπάσκετ». Και ο προκαθορισμένος χρόνος του παιχνιδιού μετρά αντίστροφα στην οθόνη που κρέμεται στον τοίχο ακριβώς πίσω μου.
Καθισμένη παραπλεύρως προσπαθώ να αντιληφθώ τους κανόνες που ακολουθούν βουβά στο τραπέζι μπροστά μου. «Αν ξέρεις πρέφα ή μπουρλότ αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει σε τρία λεπτά, είναι σα να λύνεις διαρκώς ένα παζλ αλλά για να το καταφέρεις πρέπει να εντρυφήσεις σε κάποιους απλούς κανόνες του παιχνιδιού», εξηγεί ο κύριος Αθανασιάδης σε εκείνη που οι γνώσεις της περιορίζονται στην ξερή και τον μουτζούρη. «Πρωτάθλημα σημαίνει πως αφού όλες οι τράπουλες μοιράζονται μια φορά στην αρχή, στο τέλος συγκρίνουμε, με τα ίδια δεδομένα, πως χειρίστηκαν τα χαρτιά διαφορετικές ομάδες. Επομένως δεν παίζει ρόλο ο παράγοντας τύχη αλλά το κατά πόσο θα αξιοποιήσεις τα φύλλα που κρατάς», επισημαίνει καθησυχάζοντάς με ο πρόεδρος την ώρα που, έχοντας πάρει αυθόρμητα το μέρος του ζεύγους που τελικά χάνει του πόντους της παρτίδας από τη στιγμή που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το στόχο που έθεσε κατά την πρώτη φάση, νιώθω πως δεν στάθηκα δίπλα τους ως γούρι.
Το παιχνίδι που ξεκίνησε ως παραλλαγή του αγγλικού Ουίστ και υπήρξε δημοφιλές μεταξύ των διπλωματικών αποστολών δυτικών κρατών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ είχε ήδη από το 1870 αναπτυχθεί σε Σερβία, Ρουμανία και Ρωσία, παίζεται εκείνο το βράδυ με αντιπάλους Βόλο – Πειραιά, Σάμο – Μυτιλήνη, Ρέθυμνο – Αθήνα, Καλαμάτα – Χαλκίδα, Θεσσαλονίκη – Καλλιθέα, Αγρίνιο – Πάτρα. Παρότι με μια γρήγορη ματιά μοιάζει να είναι αντρική υπόθεση, μαθαίνω πως το 70% των φετινών 2000 αιτηθέντων για αγωνιστικό δελτίο είναι γυναίκες.
Αφού έχω πληροφορηθεί πως ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Γεώργιος Ράλλης υπήρξαν μεγάλοι εραστές του αθλήματος και πως στην αίθουσα βρίσκονται πρώην παίκτες πόκερ που έπαψαν να τζογάρουν όταν μυήθηκαν σ’ αυτό, ακούω τον κύριο Χατζηφαράκη -ετών 78 από τα Χανιά- να περηφανεύεται πως συλλέγει εδώ και 70 χρόνια τρόπαια που κάνουν τη σύζυγό του να παραπονιέται για τη διακόσμηση του σπιτιού. Λίγο πριν νιώσω ότι ρίχνω κατά πολύ το μέσο όρο ηλικίας συναντάω τη δεκαεξάχρονη πρωταθλήτρια της Εθνικής Νέων που χαμογελά βιαστικά στον φακό.
Αφήνοντας πίσω μια ομάδα που αιτείται να γεμίσουν τα ποτήρια της με το κρασί που μπήκε στην κατάψυξη, επιστρέφω στον προαύλιο χώρο. «Νομίζω πως δεν έχω παίξει χειρότερα στη ζωή μου» εξομολογείται στο συμπαίχτη του ένα μέλος του κλαμπ Σ.Α.Μ.Ο.Σ για να αγκαλιαστούν τελικά γελώντας κάπως συνωμοτικά. Πιο πέρα, ένας άντρας και μια γυναίκα διαξιφίζονται εντόνως για τα σπαθιά που δεν χρησιμοποιήθηκαν σωστά σε κάποιο γύρο. «Πως να σ’ αγοράσω με ένα τρία, πες μου πως;» της αποκρίνεται – σαν σε ρεφρέν λαϊκού τραγουδιού – και καθώς εκείνη παραδέχεται με συγκατάβαση το λάθος, της συνιστά ψυχραιμία χτυπώντας την φιλικά στον ώμο.
όλες οι φωτογραφίες από το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Μπριτζ