Ρώμη, Πόλη, Λονδίνο – Θρυλικές Ιστορίες από την Κορυφή της Ευρώπης

Και τα εισιτήρια κερασμένα από τον Ρίβερς…, του Τάσου Χελιώτη

Ο Αργύρης Καμπούρης ήταν το γούρι μας…

Πρώτη φορά Ρώμη. Πρώτη φορά Ιταλία. Πρώτη φορά με τον Θρύλο στο εξωτερικό. Πρώτη φορά σε F4. Πρώτη κούπα. Κι όπως λέγαμε τότε, για να πικάρουμε τους βάζελους, «πρώτη κούπα χωρίς ένσταση» τονίζοντας ότι εμείς κερδίσαμε την Μπαρτσελόνα με 15 πόντους διαφορά και όχι με αντικανονικό κόψιμο στο τέλος. Μιας κι έγραψα «βάζελους», όταν τους κάναμε στη φάση των 8 την κηδεία με το 49-69, τότε που έκλαιγε η Χριστίνα Παππά στα σκαλάκια του ΟΑΚΑ (και ντουμπλάραμε μετά τις νίκες στο ΣΕΦ), ήταν που την πιστέψαμε την κούπα. Γιατί εξασφαλίσαμε ότι θα πηγαίναμε αυτήν την φορά στο F4, χωρίς να πρέπει να σκοτωθούμε σε εμφύλιο ημιτελικό. Κι έτσι έγινε, περάσαμε εύκολα την Ολύμπια Λιουμπλιάνας στον ημιτελικό και στον τελικό με την Μπάρτσα δεν ήμασταν στεγνωμένοι. Υπήρχε διάσπαρτη αισιοδοξία και στην κερκίδα, «φέτος δεν το χάνουμε». Και δεν πτοηθήκαμε ούτε από το κακό ξεκίνημα στον τελικό. Έτσι κι αλλιώς ήταν μια χρονιά που είχαμε περάσει από χίλια κύματα με αποκορύφωμα την ήττα από τον ΒΑΟ. Αλλά στην τελική ευθεία ο Σίγάλας έκανε τρεις φορές ανάταση για το πρώτο triple crown. Νομίζω, πάντως, ότι μπροστά σε 7-8.000 Ολυμπιακούς στο Παλαέουρ ήταν τότε που έσβησε οριστικά το φάντασμα του Ιωαννίδη που πλανιόταν όλη τη χρονιά πάνω από την ομάδα. Εκεί ήταν που όλοι αποδεχθήκαμε πλήρως τον Ντούντα.

Δεν έχω πολλά να θυμάμαι εκτός από τα του γηπέδου. Ήταν άλλωστε πολύ σημαντικό, γιατί σπάσαμε αυτό που πήγαινε να γίνει κατάρα μετά το Τελ Αβίβ και τη Σαραγόσα. Κάναμε τα κλασικά τουριστικά με Κολοσσαίο, Φοντάνα Ντι Τρέβι κτλ., φάγαμε τις πίτσες και τα ζυμαρικά μας, μας άρεσαν πολύ τα συνθήματα των Ισπανών (οι Καταλανοί δικοί μας άλλωστε, αφού ΠΑΟ-Ρεάλ το ‘χαν παίξει amigos para siempre στον τελικό του 1995). Αυτό που ποτέ δεν έμαθα, είναι αν ο Ντέιβιντ Ρίβερς εκτός από τα όργια που έκανε μέσα στο παρκέ, μας κέρασε και το ταξίδι. 20 χρόνια πίσω, πολύ πριν τα POS και τα capital controls, οι πιστωτικές κάρτες πέρναγαν χειροκίνητα – όπως θα θυμάστε – στο μηχάνημα. Τα χαρτιά για εισιτήρια, διαμονή κτλ. τα υπογράψαμε αλλά, ποιος ξέρει γιατί, ο λογαριασμός δε μας ήρθε ποτέ. Και νικητές και κερδισμένοι που λένε…

Ο Τάσος Χελιώτης είναι εμπορικός διευθυντής της Frontstage (En Lefko 87.7, Hit 88.6, Red FM 96.3, En Lefko Film Festival)


Το Πεταχτάρι-Facepalm, του Παναγιώτη Μένεγου

Δεν πίστευα ότι θα πάρουμε το έβδομο. Ή, για την ακρίβεια, πίστευα ότι τους δύο του άλλου ημιτελικού (Ολυμπιακό και Μπαρτσελόνα) τους είχαμε, αλλά δε θα περνούσαμε την ΤΣΣΚΑ. Όμως, το πράγμα φώναζε από μακριά ότι αυτή θα ήταν η τελευταία παράσταση εκείνης της ομάδας, ότι με πρώτο τον Ζοτς τα μέλη της θα σκόρπιζαν στο τέλος της σεζόν, άρα το F4 θα είχε ιστορικό χαρακτήρα και καλά θα έκανα να ήμουν εκεί.

Τη στενοχώρια για τη χαμένη ευκαιρία του ημιτελικού (μεγάλη εμφάνιση, αληθινά κακή διαιτησία, πληρέστερος αντίπαλος), από τις λίγες φορές που άξιζε να στενοχωρηθείς περισσότερο από δέκα λεπτά αφού τελείωσε το παιχνίδι, την πνίξαμε στα μπαρ και τα ξενυχτάδικα της Κωνσταντινούπολης με την εκκωφαντική μουσική. Τη μεσαία μέρα του F4 βολτάραμε στην πανέμορφη Ιστάνμπουλ που ζούσε στην σκιά, όχι της Ευρωλίγκας αλλά, του «τελικού πρωταθλήματος» Φενέρ-Γαλατά στο ποδόσφαιρο που μάζευε ουρές ατόμων έξω από τις βιτρίνες των καταστημάτων με ηλεκτρικές συσκευές για να τον δουν στις τηλεοράσεις. Και φυσικά έχοντας το νου μας για το ξύλο ανάμεσα σε Ολυμπιακούς, Παναθηναϊκούς, Έλληνες και Τούρκους που μύριζε ότι μπορούσε να πέσει παντού. Από την Αγιά Σοφιά μέχρι τις στάσεις του τραμ.

Μετά το συγκινητικό κι αξέχαστο standing ovation στο τέλος του χαμένου μικρού τελικού, μείναμε λίγοι στην πράσινη εξέδρα για τον μεγάλο. Χαλαροί, καλαμπουρίζαμε το -ανεκδιήγητο για 25 λεπτα- θέαμα του Ολυμπιακού που βρέθηκε στο -19. Και μετά ήρθε η ανατροπή. Σιγά σιγά. Βασανιστικά. Τα καλαμπούρια κόπηκαν. Τις χαμένες βολές του Σισκάουσκας και την εισαγωγή της λέξης «πεταχτάρι» στο μπασκετικό λεξικό την είδαμε, φεύγοντας για τον φόβο των Ιουδαίων, πίσω από κάτι σύρματα. Βωβοί. Κάποιος κλότσησε μια πόρτα από τη ζοχάδα του, όλοι αποχωρούσαν μονολογώντας ακατάληπτες κατάρες στον Μίλος που «τρελάθηκε» και στον Καζλάουσκας που «κοιμήθηκε». Να έχεις ξεκινήσει από την Αθήνα για το «μπας και» κύκνειο άσμα του εξάστερου και να (μην αντέχεις να) βλέπεις την απονομή στην ομάδα με την οποία γέλαγε ο κόσμος στο ξεκίνημα της σεζόν; Και το κυριότερο να μην έχουν κι ένα κόκκινο πανί τύπου Ιωαννίδη, Τόμιτς (ο Άντιτς δεν πολυπιάνεται) για να τους «μισείς». Αντίθετα, αν άφηνες τον εαυτό σου ελεύθερο για 5 δευτερόλεπτα, ήταν σχεδόν συμπαθείς: με κάτι πιτσιρίκια που τα είδες να γίνονται άντρες σε ένα τριήμερο, κάτι ωραίους αμερικάνους τυχοδιώκτες, έναν τύπο που πέτυχε το τελευταίο καλάθι οδηγώντας την ομάδα που υποστήριζε από μικρός στην κορυφή της Ευρώπης κι έναν «προδότη» που δικαίωσε τον εαυτό του για την απόφαση ζωής που πήρε να αλλάξει στρατόπεδο. 

Epic fail. Facepalm.

Όμως μια στιγμή, πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά; Στο αεροπλάνο προς Αλεξανδρούπολη, ενδιάμεσο σταθμό για Πόλη, με τρόμο διαπιστώσαμε ότι στις μπροστινές θέσεις καθόταν ο Βασίλης Γκαγκάτσης. Έπρεπε να καταλάβουμε τον οιωνό. Κι άρον άρον να πάρουμε το ελικοφόρο και να γυρίσουμε όπως ήρθαμε… 

Ο Παναγιώτης Μένεγος είναι συνιδρυτης της Popaganda και ραδιοφωνικός παραγωγός.  


– «Βρε λες;»
– «Μπα, δύσκολα»
– «Βρε λες;»
– «Αυτό ήταν. Γυρίζει», του Μιχάλη Σπανού.

Tα Final Four είναι ωραία. Πολύ ωραία. Οι φίλαθλοι, ο κόσμος της πόλης που φιλοξενείται το event, τα fan zones, οι παράλληλες εκδηλώσεις. Ακόμη πιο ωραία – για τους άρρωστους μπασκετικά – είναι οι τυχαίες συναντήσεις με προπονητές, παίκτες και παράγοντες που μοιράζονται τις σκέψεις τους για το μπάσκετ. Τα καλύτερα όμως, είναι τα βράδια σε κάποιο γνωστό μπαρ της πόλης ή στο μπαρ του ξενοδοχείου – over drinks που λένε –  τα καρεδάκια με δημοσιογράφους κι απεσταλμένους που μαθαίνεις τα dessous και τις «αποκλειστικές» πληροφορίες. 

Αυτά είναι πολύ ωραία μέχρι την Παρασκευή που ξεκινάνε οι ημιτελικοί. Μετά υπάρχει μόνο το μπάσκετ. Τρομερό κλισέ. Αλλά έτσι είναι. 

Το Final Four στο Λονδίνο ήταν περίεργο. Μετά το 2012 στην Πόλη φαντάζεσαι ότι δεν θα ξαναζήσεις ένα αντίστοιχο Final Four, ένα τέτοιο τελικό, και μάλιστα δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. 

Δεν ήταν μόνο η ανατροπή, δεν ήταν μόνο ο τρόπος που τελείωσε. Ήταν ότι καμιά ομάδα, μέχρι τότε, δεν είχε κάνει ποτέ το repeat. Κάτι τέτοιες παραδόσεις, λες, δεν σπάνε. Δεν γίνονται ξανά θαύματα.  

Φτάνει η Παρασκευή και οι ημιτελικοί. Ο Ολυμπιακός περνάει. Και σκέφτεσαι «βρε λες;» και μονολογείς φωναχτά «μπα, δύσκολα».  

Κι έρχεται ο τελικός. Ο Ρούντι σουτάρει σαν να πετάει πέτρες στον Τάμεση. Ο Μίροτιτς κάνει πάρτι. Και στο 10’ είναι στο -17. Και σκέφτεσαι «το έργο αυτό το έχω ξαναδεί». Και μονολογείς. «Αποκλείεται. Δεν μπορεί να ξαναγίνει».  

Κι έρχεται το 2ο δεκάλεπτο και οι Μαδριλένοι χάνονται από το γήπεδο. Και το -17 γίνεται -4 χωρίς να έχει βάλει πόντο ο Σπανούλης. Και λες: «Τώρα γυρίζει. Δεν μπορεί. Θα βάλει κάτι και αυτός». 

Κι άξαφνα, από το πουθενά, βάζει 1,2,3 συνεχόμενα τρίποντα. Και το ματς γύρισε. Και λες: «Αυτό ήταν. Έγινε το repeat». 

Μετά από το 3ο τρίποντο δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν χρειαζόταν να παρακολουθώ. Ήξερα από εκείνη τη στιγμή το αποτέλεσμα. 

Ο Μιχάλης Σπανός είναι συνιδρυτής της Parenthesis που ασχολείται με το event planning και διοργανώνει φεστιβάλ όπως το In-Edit Greece, το Off Side Festival, το Pic Nic Urban Festival κ.ά. Στο παρελθόν έχει εργαστεί για την Ευρωλίγκα. 

POPAGANDA