Categories: ΙΣΤΟΡΙΕΣ

O Saadat διέσχισε μια θάλασσα για να μας κάνει πιο ελεύθερους

Στις ημέρες του μεγάλου καύσωνα, εκείνες δηλαδή που δυσκολευόσουν να πατήσεις τα κουμπιά κάποιου ΑΤΜ ή να σταθείς κάτω απ’ τους στύλους του Ολυμπίου Διός με κανονικούς παλμούς, συνάντησα τον Saadat. Περπατώντας στην παλιά αγορά της Αθήνας, εξοικονομώντας ανάσες, κατάφερα για αρχή να μάθω ότι είναι 18 χρονών και βρίσκεται 3 χρόνια στην Ελλάδα. Ακολούθησε διάλειμμα για νερό και για μια ιστορία που άρχισε να υφαίνεται στο Αφγανιστάν, πέρασε στο Ιράν, έπειτα στην Τουρκία και από εκεί έφτασε στην Ελλάδα, μια ιστορία που κομπιάζει και που όσο και αν δυσκολεύεται να λυθεί, δεν κόβεται.

«Όταν έφτασα στην Τουρκία ήμουν περίπου δώδεκα χρονών. Νοίκιασα ένα σπίτι στο όνομα μου μιας και ήμουν ο μόνος με χαρτιά και ζούσα μαζί με δύο ακόμη συνομήλικους μου. Όσο βρισκόμουν στην Τουρκία δούλεψα σε οικοδομές, σε φούρνο και σε συνεργείο αυτοκινήτων. Στην Τουρκία τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά απ’ ότι είναι στην Ελλάδα. Κανείς δεν ασχολείται με το πόσο μικρός είσαι για να μπορείς να μένεις μόνος σου ή αν μπορείς να δουλέψεις λόγω ηλικίας. Απλώς σου δίνουν μια δουλειά να κάνεις χωρίς να σε ρωτάνε τίποτα περισσότερο. Έτσι, πέρασα τρία χρόνια εκεί, πριν ήμουν στο Ιράν.

Τον Αύγουστο του 2018, αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα. Κάποιοι απ’ τους φίλους, δεν ακολούθησαν, έφυγα μαζί με άλλους δύο, μικρότερους από εμένα. Ήμασταν 45 άτομα μέσα σε μια φουσκωτή βάρκα. Μωρά, μικρά παιδιά με τις μαμάδες τους, παππούδες και γιαγιάδες. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και είχε ζέστη. Οι φίλοι μου φοβήθηκαν, εγώ όμως όχι. Τους έλεγα πως θα φτάσουμε και θα είμαστε καλύτερα στην Ελλάδα, να μη φοβούνται.

Φτάσαμε στη Μόρια, στο camp υπήρχαν 65.000 πρόσφυγες, σε έναν χώρο που οι προδιαγραφές ήταν μόλις για 800 ανθρώπους. Στριμωγμένοι πάνω στο βουνό, περιμέναμε ατέλειωτες ώρες σε ουρές για λίγο φαγητό ή νερό. Έμεινα τρεις μήνες, ήταν πολύ δύσκολα, τι να σου πω που δεν το ξέρεις ήδη; Κάθε μέρα τρομακτικοί καβγάδες για μια μπουκιά φαΐ, για να κάνεις μπάνιο ή να χρησιμοποιήσεις απλά την τουαλέτα. Εγώ δεν ήθελα να τσακώνομαι, κάθε φορά που ένιωθα πως θα ξεκινήσει φασαρία, έφευγα. Μύριζε άσχημα παντού, αλλά και πώς αλλιώς να γίνει, με τόσο κόσμο, ο ένας πάνω στον άλλον κυριολεκτικά.

Δύο μήνες με έβαλαν να μείνω σε μια σκηνή και έπειτα άλλον έναν σε ένα κοντέινερ. Μας είχαν δώσει από ένα sleeping bag για να κοιμόμαστε και ένα σαπούνι. Αν τώρα χρειαζόταν κάποιος φάρμακα, έπρεπε να περιμένει σε τεράστιες ουρές ακόμη και αν πονούσε. Μια μέρα ξέσπασε φοβερός καβγάς, φοβόμουν πολύ. Προσπάθησα να φυλαχτώ και τελικά έχασα τα πράγματα μου. Δεν με πείραξε που έχασα τα ρούχα και τα παπούτσια μου, όμως μέσα σε εκείνη την τσάντα είχα όλες τις φωτογραφίες της οικογένειας μου και δικές μου από τότε που ήμουν μικρός. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό για μένα.

Υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν στα αλήθεια να μας βοηθήσουν, όμως οι πρόσφυγες ήταν πάρα πολλοί, πώς θα μπορούσαν να φροντιστούν όλοι αυτοί απ’ τον απλό κόσμο; Όταν περίπου έναν χρόνο πριν είδα τη Μόρια στις φλόγες, ένιωσα να πνίγομαι. Μπορεί να μην ήμουν πλέον εκεί, όμως ήταν φίλοι μου, ο κόσμος εκεί έχασε τα πάντα και πάλι. Ήταν μια ζωντανή φρίκη. Θυμάμαι επίσης όλους εκείνους τους ανθρώπους που εξαιτίας της φωτιάς βρέθηκαν στην πλατεία Βικτωρίας. Πήγαινα πριν το σχολείο και έβλεπα τα παιδιά έξω να κοιμούνται στο κρύο. Προσπάθησα να βοηθήσω αν και δεν είχα πολλά πράγματα. Πήγα ρούχα και νερά. Ήταν πολύ δύσκολα για μένα, μιας και καταλάβαινα ακριβώς πως ένιωθαν, γιατί έτσι ήμουν και εγώ στην Τουρκία. Κοιμόμουν στο κρύο έξω από το τζαμί και έτρωγα το φαγητό που είχαν για τα σκυλιά, πίνοντας βρώμικο νερό.

Έπειτα ήρθα στο Σχιστό, όπου ήταν και εκεί μια φρίκη. Πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, τη Συρία και την Αφρική προσπαθούσαν να συνυπάρξουν, όλοι μας εντελώς διαφορετικοί, κάτω από άθλιες συνθήκες. Εγώ, ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο στο ΕΠΑΛ Πειραιά. Απ’ την αρχή μου άρεσε το σχολείο, όμως δεν ήταν εύκολο όταν δεν ξέρεις τη γλώσσα. Εγώ σκέψου, ήξερα μόνο Τούρκικα. Όταν άκουσα πρώτη φορά ελληνικά στη Μόρια, είπα ότι δεν πρόκειται να τα μάθω ποτέ. Στο Σχιστό όμως, συνάντησα πολύ καλούς δασκάλους και άρχισα σιγά-σιγά να μαθαίνω. Μετά, ήρθε η PRAKSIS και όλα έγιναν πολύ καλύτερα».

Ο Saadat ενηλικιώθηκε μέσα σε ένα καραβάνι αγώνα για επιβίωση και καθημερινής μάχης μακριά απ’ τους ανθρώπους του. «Σκέφτομαι συνέχεια την οικογένεια που άφησα πίσω στον Αφγανιστάν, τη μητέρα και τη μικρότερη αδερφή μου. Μιλάω μαζί τους, μαθαίνω και διαβάζω διαρκώς πως τα πράγματα είναι πολύ άσχημα στην πατρίδα μου λόγω του πολέμου. Δεν μπορώ και ούτε θέλω να επιστρέψω, φοβάμαι.

Εκείνες απ’ την άλλη δεν θέλουν να έρθουν εδώ, είναι πολύ συνδεδεμένες με τη θρησκεία εκεί. Εγώ, δεν πιστεύω πουθενά και έτσι μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς γίνεται οι άνθρωποι να σκοτώνονται για τις θρησκείες. Έχω διαβάσει και τη Βίβλο και το Κοράνι, δεν βρίσκω καμία διαφορά στα δύο αυτά βιβλία, που να δικαιολογεί τόσο μίσος.

Η Αθήνα μου αρέσει, αυτή μόνο έχω δει έτσι και αλλιώς. Θα ήθελα να βρω μια δουλειά για να φτιάξω τη ζωή μου εδώ. Τελείωσα το σχολείο, πήρα την ειδικότητα του μηχανικού και η μόνη δουλειά που κατάφερα μέχρι τώρα να βρω είναι να καθαρίζω τζάμια με 450 ευρώ τον μήνα. Είχα σύμβαση για έναν χρόνο, όμως η δουλειά ήταν βραδινές ώρες στην Κηφισιά, πολύ μακριά απ’ το σπίτι μου. Για να επιστρέψω έπρεπε να περιμένω σχεδόν τρεις ώρες να ανοίξει ο ηλεκτρικός και να πάρω το πρώτο τραίνο τα ξημερώματα. Δεν το άντεξα.

Μέχρι και σήμερα μένω στο σπίτι της PRAKSIS, όμως έγινα πλέον δεκαοχτώ χρονών και πρέπει να φύγω. Είναι πολύ αγχωτικό αυτό, μιας και, επειδή είμαι αναγνωρισμένος πρόσφυγας, μπορώ να μείνω πολύ λίγο καιρό στο πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ. Μετά, αν δεν έχω βρει δουλειά, θα βρεθώ χωρίς σπίτι και χρήματα».

Η κοινωνική λειτουργός παρακολουθεί τη συζήτηση μας, είναι εκεί γιατί ο Saadat έχει το δικαίωμα να νιώθει και αυτός ασφαλής, όσο σπάνια και αν το επιτρέπουν οι συνθήκες. Μου εξηγεί πως έχει υπάρξει φοβερά επιμελής με το σχολείο του και ότι ενώ έχει κλείσει τα δεκαοχτώ απ’ τον Ιανουάριου, κάτι που σημαίνει πως θα έπρεπε να είχε ήδη αποχωρήσει από το πρόγραμμα της PRAKSIS, αξιολόγησαν πως η προσπάθεια του πρέπει και να αναγνωρισθεί και να βοηθηθεί, οπότε και έκαναν ειδικό αίτημα ώστε να μπορέσει να παραμείνει στο διαμέρισμα μέχρι το τέλος της χρονιάς.

«Πρόκειται για μια κίνηση που στόχο έχει να μην πέσει στο κενό η τεράστια προσπάθεια του Saadat μιας και δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη μέριμνα για το τι γίνονται οι άνθρωποι που ολοκληρώνουν το πρόγραμμα. Ο Saadat, έχει τεράστια εξέλιξη μέσα στο πρόγραμμα. Παρά τις δυσκολίες, κατάλαβε τον σκοπό όσων γίνονται εδώ και το «εκμεταλλεύτηκε» στο 100%. Προσπάθησε και τα κατάφερε.

Στο πρόγραμμα υπάρχουν κάποιες παραπομπές από δομές, όπου οι υπεύθυνοι εκεί μας στέλνουν κάποια παιδιά που θεωρούν πως είναι έτοιμα να αυτονομηθούν. Έτσι, συναντηθήκαμε με τον Saadat στο camp και αποφασίσαμε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για εκείνον. Ένα από τα «κακά» των safe zone, είναι ότι δεν υπάρχει καθόλου ατομικότητα, όλα γίνονται με όλους μαζί. Χρειαζόταν τον χώρο και τον χρόνο του. Το σημαντικό σε αυτό το πρόγραμμα είναι ότι ενώ τα παιδιά είναι ανήλικα, δεν μένει κάποιος 24 ώρες τη μέρα μαζί τους, οπότε πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο σίγουροι ότι μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ελληνική οικογένεια. Ποιο παιδί 15 χρονών πάει να μείνει μόνο του; Όσο και αν έχουν περάσει τα παιδιά αυτά, δεν παύουν να είναι παιδιά».

«Στην PRAKSIS» συνεχίζεο 0 Saadat «έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα, οι άνθρωποι εδώ σε βοηθάνε να γίνεις ανεξάρτητος. Πλέον μπορώ να πάω σε υπηρεσίες χωρίς να έχω διαρκώς την υποστήριξη τους. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά γρήγορα κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να καταλάβω ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου. Όταν έχεις κάποιον μαζί να σε βοηθάει,  δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά. Όταν είσαι μόνος σου, πρέπει να σκεφτείς λύσεις.

Θέλω να σου πω επίσης ότι μου αρέσει πολύ το ποδήλατο, έκανα από μικρός. Μου αρέσει να κάνω κόλπα στο Πεδίον του Άρεως και ας έχω σπάσει το χέρι και το δάχτυλο μου. Ειδικά στην καραντίνα που έχασα το κινητό μου, έκανα πάρα πολύ. Επίσης, διάβαζα ελληνικά και αγγλικά. Προσπάθησα και γερμανικά αλλά μου φάνηκαν πολύ δύσκολα και τα σταμάτησα. Αποστηθίζω εύκολα γλώσσες, γιατί τις μαθαίνω στην καθημερινότητα όχι μέσα σε μια τάξη».

Ο Saadat, που αγαπάει το ποδόσφαιρο και πιο παλιά του άρεσε να βλέπει τη Μπαρτσελόνα, μικρός ήθελε να γίνει πιλότος. Σήμερα, έχει πάρει το πτυχίο μηχανικού και ψάχνει για δουλειά, ενώ πιστεύει ότι τα παιδιά θα πρέπει να παίζουν λιγότερο με το κινητό και να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στο διάβασμα και στη γυμναστική.

«Τρεις μήνες αφότου έφτασα στο Σχιστό, έχασα τον πατέρα μου και χώρισα από τη σχέση που ήμασταν μαζί τέσσερα χρόνια. Ένιωθα μόνος και βρήκα διέξοδο στο κάπνισμα και το αλκοόλ. Δεν άργησα όμως να καταλάβω ότι δεν είναι αυτή η λύση, ότι άλλα πράγματα μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε πραγματικά καλύτερα. Τώρα, όταν δεν είμαι καλά, βγαίνω για τρέξιμο ή διαβάζω».

Ο Saadat, το κακοτράχαλο ταξίδι του, ο δικός μας δρόμος προς την ελπίδα!

Χρύσα Λύκου

Share
Published by
Χρύσα Λύκου