Οι φιλοσοφικές προεκτάσεις της δικαιοσύνης

Δικαιοσύνη είναι το να λαμβάνει ο καθένας ό,τι δικαιούται.

 Η τυπική δικαιοσύνη είναι η αμερόληπτη και συνεπής εφαρμογή αρχών, είτε οι ίδιες οι αρχές είναι δίκαιες είτε όχι.

Η ουσιαστική δικαιοσύνη σχετίζεται στενά με τα δικαιώματα, δηλαδή με ό,τι τα άτομα νομιμοποιούνται να απαιτήσουν το ένα από το άλλο ή από την κυβέρνησή τους (λόγου χάριν όσον αφορά στην προστασία της ελευθερίας ή στην προαγωγή της ισότητας).

Η ανταποδοτική δικαιοσύνη αφορά στο πότε και γιατί δικαιολογείται η τιμωρία. Συνεχίζεται η διαμάχη γύρω από το αν η ποινή δικαιολογείται ως ανταπόδοση για ένα αδίκημα του παρελθόντος ή διότι αποτρέπει μελλοντικά αδικήματα. Εκείνοι που τονίζουν την ανταπόδοση ως δικαιολόγηση της τιμωρίας πιστεύουν συνήθως ότι τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν απόλυτη ελευθερία βούλησης, ενώ εκείνοι που τονίζουν την αποτροπή συνήθως αποδέχονται τον ντετερμινισμό [αιτιοκρατία].

Από την εποχή του Αριστοτέλη ακόμα, η δικαιοσύνη ταυτιζόταν συνήθως τόσο με την υπακοή στο νόμο όσο και με τη μεταχείριση του καθενός με ακριβοδικία. Αν ο νόμος, σε αντίθεση με τη δικαιοσύνη, είναι εξ ολοκλήρου ζήτημα σύμβασης, τότε η δικαιοσύνη μπορεί να ταυτιστεί με την υπακοή στο νόμο. Η φιλολογία γύρω από το νομικό θετικισμό και τη θεωρία του φυσικού δικαίου περιέχει πολλές διαμάχες γύρω από την ύπαρξη ηθικών ορίων ως προς το ποιες συμβάσεις μπορούν να υπολογίζονται ως νόμος.

Η επανορθωτική δικαιοσύνη αφορά στην ακριβοδικία των απαιτήσεων για αστικές ζημίες.

Η ανταλλακτική δικαιοσύνη αφορά στην ακριβοδικία των αμοιβών, των τιμών και των συναλλαγών, ενώ η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά στην ακριβοδικία της κατανομής των πόρων. Η ανταλλακτική και διανεμητική δικαιοσύνη σχετίζονται μεταξύ τους, αφού οι αμοιβές των ανθρώπων επηρεάζουν το ποσό των πόρων που διαθέτουν. Όμως, η διάκριση είναι σημαντική, διότι ενδέχεται να πληρωθεί ο Α περισσότερο από τον Β (διότι ο Α είναι πιο παραγωγικός από τον Β), αλλά και δίκαιο το ότι στον Β απομένουν περισσότεροι πόροι μετά τη φορολόγηση (διότι ο Β έχει περισσότερα παιδιά να θρέψει από τον Α).

Ωστόσο, στη νεότερη φιλοσοφία, τη διαμάχη γύρω από τις δίκαιες αμοιβές και τιμές έχει επισκιάσει το ευρύτερο ζήτημα του τι συνιστά δίκαιη κατανομή των πόρων. Ορισμένοι, όπως για παράδειγμα ο Μαρξ, υπερασπίστηκαν την κατανομή των πόρων ανάλογα με τις ανάγκες. Άλλοι υπερασπίστηκαν την κατανομή τους με όποιον τρόπο μεγιστοποιεί τη μακροπρόθεσμη ωφέλεια. Άλλοι υποστήριξαν ότι ακριβοδίκαιη κατανομή είναι εκείνη που, με μια έννοια, είναι προς το συμφέρον του καθενός. Άλλοι πάλι, ισχυρίστηκαν ότι δίκαιη κατανομή είναι όποια προκύπτει από την ελεύθερη αγορά. Ορισμένοι θεωρητικοί συνδυάζουν αυτές, καθώς και άλλες προσεγγίσεις.

Πηγή: Το Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, εκδόσεις Κέδρος

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA