Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Ο Μπέρνι Σάντερς Δεν Έπαιξε Μόνο για τη Φανέλα

Λάθος ιδέα, κακή εκτέλεση

Η καμπάνια Σάντερς βασίστηκε σε μια εξαιρετικά επίφοβη υπόθεση εργασίας. Το 2016 ο γερουσιαστής από το Βερμόντ κέρδισε το 43% της λαϊκής ψήφου και τα μεγάλα κενά toy παρουσιάστηκαν σε δύο δημογραφικές κατηγορίες (γυναίκες και αφροαμερικάνικη κοινότητα) που – στη θεωρία – θα μπορούσε να έχει προνομιακή απεύθυνση το 2020, με την προϋπόθεση ότι ο αντίπαλος του δεν θα ήταν Αφροαμερικανός ή γυναίκα. Εφόσον φάνηκε από την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων ότι ο βασικός του αντίπαλος θα ήταν αργά ή γρήγορα ο Τζο Μπάιντεν, θεωρήθηκε ότι η βασική γραμμή πλεύσης θα έπρεπε να είναι η σαφής ενίσχυση των αντισυστημικών χαρακτηριστικών της υποψηφιότητας Σάντερς απέναντι στον «καθεστωτικό» Μπάιντεν. Κι άρα από εκεί να αρθεί η επιρροή του, κυρίως στις μαύρες κοινότητες. Η επιλογή αυτή δεν δούλεψε ποτέ αφού τελικά τα αποτελέσματα και στις δύο δημογραφικές κατηγορίες ήταν τελικά χειρότερα του 2016, ενώ σε ορισμένες πολιτείες του Νότου τα ποσοστά του Μπάιντεν ξεπέρασαν και αυτά της Κλίντον.

Άλλο 2016, άλλο 2020

Είναι σημαντικό στοιχείο η υπερτίμηση του αφετηριακού σημείου της καμπάνιας Σάντερς. Στα 13 εκατομμύρια που τον ψήφισαν το 2016 περιλαμβάνονταν κι άνθρωποι που όχι απλά δεν θεωρούσαν την Κλίντον φυσική συνέχεια του Ομπάμα αλλά τουναντίον, είχαν έντονη δυσαρέσκεια απέναντι της από τον καιρό που η Χίλαρι ήταν αντίπαλος του για το χρίσμα το 2008. Άρα, για να το πούμε απλά, οι υποστηρικτές του Ομπάμα το 2016 «έσπασαν», ενώ το 2020 αυτό κατέστη τελικά αδύνατο με δεδομένο ότι υποψήφιος ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήταν απλά ο αντιπρόεδρος αλλά ένας πιστός φίλος και κάτι σαν το στήριγμα στα δύσκολα για τον πρώην Πρόεδρο.
Αξίζει επίσης να θυμηθούμε ότι το 2016, οι προκριματικές εκλογές για τους Δημοκρατικούς διεξήχθησαν σε μία πολύ λιγότερο πολωμένη κοινωνική συνθήκη που επέτρεπε εν πολλοίς και μια ψήφο πρώτης προτίμησης. Δηλαδή την στήριξη του υποψήφιου με τον οπίο συμφωνεί κάποιος περισσότερο κι όχι την στήριξη αυτού που έχει προβάδισμα απέναντι στον – όποιο – Ρεπουμπλικάνο. Όπως γνωρίζουμε αυτός ο «όποιος Ρεπουμπλικάνος» είναι σήμερα ο Τράμπ που τους κέρδισε πριν τέσσερα χρόνια. Οπότε, το 2020 ένα πράγμα καθορίζει σε τελική ανάλυση την όποια συζήτηση: Ποιος μπορεί να κερδίσει τον Τράμπ.

Μπέρνι Σάντερς και Τζο Μπάιντεν στη νότια Καρολίνα τον περασμένο Φλεβάρη EPA/JIM LO SCALZO

Αυτός κερδίζει τον Τράμπ

Τι κι αν ο Σάντερς σε κάθε πανεθνική δημοσκόπηση εμφανιζόταν να κερδίζει καθαρά τον Τράμπ; Τι κι αν κάθε λογικός άνθρωπος με στοιχειώδη γνώση των ρητορικών ικανοτήτων του Σάντερς και του Μπάιντεν κατανοεί ότι ο άοκνος φωνακλάς Μπέρνι θα σάρωνε τον Τράμπ σε όλα τα debates; Μικρή σημασία έχουν αυτά τελικά. Αυτό που δείχνει το αποτέλεσμα είναι ότι τον Τράμπ μπορεί να τον κερδίσει μόνο ο Ομπάμα. Ή, αν δε μπορεί αυτός τότε, η αύρα του. Τώρα, αν αυτή η αύρα μπορεί να δώσει αποτελέσματα όταν πάρει τη μορφή ενός κάπως άνευρου 78χρονου (με ένα παράλληλο debate να τρέχει για το αν πάσχει από άνοια), αυτό μένει να αποδειχτεί. Πάντως τα αποτελέσματα των προκριματικών δείχνουν ακριβώς αυτό. Τέσσερα χρόνια μετά την αποστράτευση του, η ασύλληπτη δημοφιλία Ομπάμα τελικά αρκεί για να ωθήσει τον Αντιπρόεδρο του στο χρίσμα των Δημοκρατικών.

«Λίγο να ησυχάσει το κεφάλι μας»

Η αμερικάνικη κοινωνία έχει ζήσει μέσα σε 12 χρόνια δύο κοσμογονικά γεγονότα. Την εκλογή Ομπάμα, κι αμέσως μετά την εκλογή Τράμπ. Η αντανακλαστική επιθυμία για επιστροφή στην κανονικότητα, με τα απολύτως minimum κριτήρια, είναι πολύ πιο ισχυρή από την επίκληση στην «επανάσταση» του Μπέρνι. Πολλές φορές η συλλογική ανάγκη μιας κοινωνίας να «ηρεμήσει» είναι ισχυρότερη από τη δίψα της για αλλαγή. Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια που κατά περιόδους έχει κοστίσει στη συλλογική πρόοδο των κοινωνιών, έχει αποθαρρύνει οραματιστές κι επαναστάτες, έχει φέρει στο προσκήνιο ανθρωπάκια που για τις ανάγκες της συγκυρίας βαφτίστηκαν ηγέτες. Είναι σκληρό, αλλά απολύτως θεμιτό και λογικό όταν μιλάμε για κοινωνίες που τα τελευταία χρόνια βιώνουν πολύ δυσκολότερες καταστάσεις από ότι πριν από 20 ή 30 χρόνια. Μένει να φανεί το Νοέμβριο αν αυτή η ανάγκη θα μπορέσει να επικρατήσει των ενστίκτων και του θεμελιώδους ρατσισμού τμημάτων της αμερικάνικης κοινωνίας που εκπροσωπεί ο Τραμπ.

Ο γητευτής των boomers

Για να γίνει σαφές το παραπάνω σημείο, ας μιλήσουμε γι’ αυτούς που αποζητούν την ηρεμία και τη σταθερότητα στη ζωή τους, αυτούς που κατά βάση δεν ενδιαφέρονται να ρισκάρουν πολλά. Ας το πούμε με δύο στατιστικά: Στις εκλογές του 2016 οι ψηφοφόροι μέχρι 29 ετών αποτελούσαν το 13% του εκλογικού σώματος. Οι άνω των 50 ετών αποτελούσαν το 56%. Στις 12 από τις 15 πολιτείες της Σούπερ Τρίτης στις προκριματικές του Δημοκρατικού Κόμματος που εν πολλοίς έκριναν το αποτέλεσμα υπέρ του Μπάιντεν, η συμμετοχή των νέων μέχρι 29 ετών μειώθηκε στις έξι από αυτές, ενώ αντίθετα η συμμετοχή των ψηφοφόρων άνω των 65 ετών, αυξήθηκε κατά 60% σε όλες, εκτός της Άιοβα. Είναι προφανές ότι βασική αιτία πίσω από αυτό το φαινόμενο είναι η απαράδεκτη νομοθεσία για την εγγραφή ενός νέου ψηφοφόρου στους εκλογικούς καταλόγους που ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτειών. Σε κάθε περίπτωση όμως, το μοτίβο είναι ξεκάθαρο. Ανάμεσα σε αυτόν που σχεδιάζει να επικρατήσει στο υπάρχον εκλογικό σώμα και σε αυτόν που έχει ως προϋπόθεση για την επικράτηση του, τη διεύρυνση του, πάντα θα έχει σαφές προβάδισμα ο πρώτος.

Το δίκιο δεν κρίνεται ποτέ στην κάλπη

Το αιώνιο σύνδρομο της παγκόσμιας Αριστεράς είναι να μπερδεύει την κάλπη με το δίκιο και το πολιτικό πρόγραμμα με την εκλογική καμπάνια. Μπορεί με όρους αρχής αυτά να είναι αλληλένδετα, αλλά στις δημοκρατίες του δυτικού καπιταλισμού απέχουν όσο η κηραλοιφή του Βελόπουλου από το εμβόλιο για τον κορωνοϊό. Στις εκλογικές αναμετρήσεις κερδίζει συνήθως η καλύτερη ιστορία, το πιο δυνατό αφήγημα που θα γεννήσει το λιγότερο συμπάθεια και το περισσότερο συστράτευση. Ο Σάντερς το 2016 είχε ένα υπέροχο αφήγημα για να συναρπάσει και να διεγείρει τα πιο δυναμικά τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας. Η «επανάσταση» του, ως το πιο κοντινό στο νικηφόρο αφήγημα της «αλλαγής» του Ομπάμα είχε τεράστιο αποτύπωμα και στην εσωκομματική κάλπη. Το 43% του, κυριολεκτικά από το πουθενά, είναι ένα ιλιγγιώδες νούμερο που αποτύπωσε κάτι πολλαπλάσια μεγαλύτερο από την απεύθυνση του ριζοσπαστικού αριστερού κινήματος στις ΗΠΑ.
Το 2020, ο Σάντερς επανήλθε με την ίδια ιστορία που τώρα έπρεπε να δικαιωθεί ως προφανής επιλογή γιατί το λάθος με την Κλίντον, γέννησε τελικά Τράμπ. Οπότε αντί για αφήγημα, ο Μπέρνι εμφάνισε πρόγραμμα. Ορθά σκεπτόμενος, ώστε να εκλαϊκεύσει τον (εξαποδώ) σοσιαλισμό ακόμα και στους πιο καχύποπτους μετριοπαθείς ή συντηρητικούς πολίτες. Όντως επέβαλλε ατζέντα στα debates, όλοι οι υποψήφιοι κλήθηκαν να τοποθετηθούν συγκεκριμένα για το αν συμφωνούν με την καθολική υγειονομική περίθαλψη, την κατάργηση διδάκτρων στα κρατικά πανεπιστήμια, το κατώτατο ωρομίσθιο στα 15 δολάρια, την φορολόγηση των δισεκατομμυριούχων και των μεγάλων εταιριών. Όντως οι θέσεις του σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις βρίσκουν μεγάλη αποδοχή. Και, τελικά, όντως, χθες αποδέχθηκε την ήττα του στις προκριματικές για το χρίσμα. Γιατί, δυστυχώς, στο τέλος της ημέρας το κρίσιμο ερώτημα πριν την κάλπη ήταν ποιος θα κερδίσει τον Τράμπ. Κι εκεί που ο αντίπαλος του είχε τις πλάτες και το legacy του Ομπάμα, ο Μπέρνι έμεινε μόνο με το δίκιο.

Τιμή και δόξα

Ο Μπέρνι Σάντερς είναι ήδη μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας διεθνώς. Η δική του παρουσία κατέγραψε τις δυνατότητες αλλά και τα όρια μιας αριστερής στρατηγικής για την εκλογή ενός ριζοσπάστη πολιτικού στο πιο ισχυρό – μέχρι σήμερα – πολιτικό πόστο στον πλανήτη. Ο θείος Μπέρνι με τις δύο καμπάνιες του, συνέβαλλε ξεκάθαρα στο να απελευθερώθει ένα πολιτικό δυναμικό με συγκρότηση, πυγμή, και πλέον γνώση, για να μπορέσει να συνεχίσει τον προοδευτικό δρόμο που χαράχτηκε την τελευταία πενταετία. Τα όρια που καλείται να ξεπεράσει αυτό το προοδευτικό ρεύμα πιθανά βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να βρει την ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν να φέρουν τούμπα τον κόσμο τώρα και σε αυτούς που θέλουν να ζήσουν καλύτερα, αλλά ήσυχα. Δυστυχώς, τα παραδείγματα αριστερής ή προοδευτικής στρατηγικής ιστορικά, συνήθως παγιδεύονται στο να μιλάνε αποκλειστικά στους δεύτερους και να ξεχνούν τους πρώτους, ή το αντίθετο. Ίσως τώρα, όμως, σε έναν κόσμο κι έναν καιρό (αυτόν της πανδημίας) που η τράπουλα ξαναμοιράζεται και τα κοντέρ των θεσφάτων μηδενίζονται, να βρουν τελικά τον τρόπο τα παιδιά του γίγαντα παππού από το Βερμόντ.

Δημήτρης Καραμάνης

Share
Published by
Δημήτρης Καραμάνης