Μιλώντας για μπάλα, έτσι, χωρίς πρόγραμμα

Στο τέλος του το 2014 επιφύλαξε δύο απώλειες για τον χώρο του ποδοσφαίρου, που πέρασαν στα ψιλά. Από διαφορετική σκοπιά πάντως, οι δυο τους προστέθηκαν σαν σημαντικοί κρίκοι σε αλυσίδες, η μία από τις οποίες έχει πιο πολύ να κάνει με τη μεταφυσική και συνεχίζει να εξελίσσεται, ενώ η άλλη έχει κλείσει τον κύκλο της, μάλλον λογικά. 

Τελευταίος κάτω δεξιά, ο Γιώργος Τσιμπίνης, πλάι στον Γιάννη Βαλαώρα και κάτω από τον Βασίλη Καραπιάλη, τους δύο μεγαλύτερους ίσως παίκτες στην ιστορία της ΑΕΛ, σε αγώνα στο ΟΑΚΑ το 1990.

Ο Γιώργος Τσιμπίνης έγινε ο 9ος ποδοσφαιριστής με καριέρα στην ΑΕΛ που έφυγε σε μικρή ηλικία από τη ζωή. Στα 47 του η καρδιά σταμάτησε να χτυπάει ξαφνικά, καθιστώντας τον το γηραιότερο στέλεχος του κλαμπ του παραδείσου, όπως το τραγουδούν οι φίλοι της ομάδας, προσπαθώντας να εξοικειωθούν μ’ αυτή τη μακάβρια και δυσεξήγητη ακολουθία. Κι αν οι κακοί δρόμοι γύρω και πέρα από τον Κάμπο έδωσαν μια ερμηνεία για τις απώλειες των Δημήτρη ΚουκουλίτσιουΔημήτρη Μουσιάρη (19 και 20 ετών, το 1979), Ανδρέα  Ζέρμα (25 ετών, το 1996), Γιώργου Μητσιμπόνα (35 , 1997) και Λευτέρη Μίλος (31, 1997), η μοίρα χτύπησε και τις καρδιές των Θόδωρου Πασσιά (18, 1965), Αντόνιο Ντε Νίγκρις (31, 2009), ενώ το 2010 ο Παναγιώτης Μπαχράμης έφυγε μέσα από τη θάλασσα, θύμα ενός ταχύπλοου (34, 2010).

Οι δυο Δημήτρηδες, Κουκουλίτσιος και Μουσιάρης, μέλη του Κλαμπ του Παραδείσου της ΑΕΛ.Έχασαν τη ζωή τους το 1979 οδηγώντας από τη Λάρισα στην Αθήνα. Θα ταξίδευαν με την Εθνική Ελπίδων στην Οδησσό.

Αν εξαιρέσει κανείς τραγωδίες όπου μαζικά χάθηκαν ολόκληρες ομάδες, όπως  η Τορίνο (1949), η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (1958) και η Αλιάνζα Λίμα (1987), παρόμοια κατάρα σαν της Λάρισας φαίνεται να έχει συμβεί μόνο στους Ορλάντο Πάιρατς, μία από τις τοπ ομάδες της Νότιας Αφρικής, που έχουν χάσει 7 παίκτες τα τελευταία 15 χρόνια, όλους σε νεαρή ηλικία, όλους σε διαφορετικές περιστάσεις (κυρίως σε δυστυχήματα με αυτοκίνητο, επίσης). 

Ο Τσιμπίνης αγωνίστηκε στη Λάρισα από το 1989 έως το 1996. Συνήθως φορούσε το 8 ή το 11, παίζοντας σε ρόλους μεσοεπιθετικού. Ουσιαστικά συνδέθηκε με τα δύσκολα χρόνια μετά το ιστορικό πρωτάθλημα του 1988 και μέχρι τον υποβιβασμό του 1996. Η καλύτερή του σεζόν στην ΑΕΛ ήταν μάλλον η πρώτη (1989-90), όταν στα 22 του έβγαλε μια φουλ σεζόν δίπλα σε θρύλους της ομάδας, όπως οι Βαλαώρας, Βουτυρίτσας, (Γιάννης) Γκαλίτσιος, Καραπιάλης, Κολομητρούσης, Αγορογιάννης, Μιχαήλ κ.ά.  Συνολικά στη Λάρισα έπαιξε 133 φορές και έβαλε 6 γκολ. Δεν ήταν καμπίσιος, όπως πολλοί ίσως νόμιζαν λόγω εποχής, αλλά από τα Γιαννιτσά

Αναντίστοιχα, ο Παναγιώτης Μολακίδης άφησε κάτι από μια παράδοση που έχει μάλλον σβήσει, αυτή που ήθελε βορειοελλαδίτες τερματοφύλακες  να φτάνουν μέχρι την Εθνική Ελλάδας. Ο ίδιος βέβαια δεν αγωνίστηκε ποτέ στην Ανδρών, συνδέθηκε όμως με τη μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου σε εθνικό επίπεδο μέχρι το 2004, όντας βασικός στην ομάδα των Ελπίδων που το 1988 έφτασε μέχρι τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Μια περίφημη «χαμένη γενιά», από την οποία 2-3 παίκτες μόνο έγραψαν αρκετές συμμετοχές στη μεγάλη εθνική (οι Νιόπλιας, Στέφανος Μπορμπόκης και Αλεξανδρής), ενώ οι υπόλοιποι εξελίχτηκαν απλά σε κλασικούς παίκτες Α’ Εθνικής (Βαΐτσης, Γιουκούδης, Οικονομίδης, ΒακαλόπουλοςΧατζηνικολάου, Μαυρομμάτης, Κούτουλας, Γ. Παπαδόπουλος  και  Άρης Καρασαββίδης, που είχε γεννήσει και τις περισσότερες προσδοκίες όταν έβαλε 4 γκολ στο 5-0 του ημιτελικού κόντρα στην Ολλανδία). Στον διπλό τελικό, η Ελλάδα βρέθηκε τότε απέναντι στη Γαλλία των Καντονά και Μπλαν, οι οποίοι επίσης ήταν οι μόνοι, από τους συμπαίκτες τους που έκαναν (πολύ) μεγάλη καριέρα, ο πρώτος με τον δικό του τρόπο και ο δεύτερος ως τοτέμ της Εθνικής που σήκωσε το Μουντιάλ του ’98 στο Παρίσι. Πέντε μήνες έπειτα από το 0-0 στο Καραϊσκάκη, το τέρμα του Μολακίδη βομβαρδίστηκε από τα μακρινά σουτ του Φρανκ Σοζέ, φαντεζί χαφ με αρκετά σημαντική σταδιοδρομία, στην Μπεζανσόν (0-3). 

10 χρόνια αργότερα (1998), μια άλλη Εθνική Ελπίδων έφτασε πάλι μέχρι τον τελικό του Ευρωπαϊκού, χάνοντας αυτή τη φορά σε μονό τελικό από την Ισπανία (0-1). Σε αντίθεση με τους παλιότερους, αρκετοί από εκείνους τους μικρούς έφτασαν πολύ ψηλά και σαν μεγάλοι (Καραγκούνης, Δέλλας, Μπασινάς, Γκούμας, Λάκης  – όλοι τους μέλη της ομάδας του 2004, ενώ είχαν συμπαίκτες τους Ν. Λυμπερόπουλο, Άντζα, Στολτίδη, Μαυρογενίδη). Ο τερματοφύλακας και τότε προερχόταν από τον Ολυμπιακό, ωστόσο ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος είχε εντελώς διαφορετική πορεία από τον προκάτοχό του στην Ελπίδων. 

Η αναγγελία της Αθλητικής Ηχούς για τη μεταγραφή του Παναγιώτη Μολακίδη από τον Κιλκισιακό στον Πανσερραϊκό, το καλοκαίρι του 1987 (πηγή – serraikanea.gr).

Ο Μολακίδης βρέθηκε στον Πειραιά το καλοκαίρι του 1988, την εποχή της φούριας του Κοσκωτά να αποκτήσει ό,τι κινούταν στον ελλαδικό χώρο. Ήταν στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στους δύο τελικούς των Ελπίδων, όταν πήρε τη μεταγραφή του από τον Πανσερραϊκό, έχοντας μία χρονιά εκεί ως βασικός. Στον Ολυμπιακό τοποθετήθηκε αμέσως 2ος πίσω από Ηλία Ταληκριάδη, ενώ οι στόχοι του περιορίστηκαν περισσότερο όταν ήρθε και ο Αλέκος Ράντος το 1989 από τον Πιερικό. Στην αρχή εκείνης της χρονιάς ωστόσο είχε πάρει την ευκαιρία του από τον τότε προπονητή Μίλτο Παπαποστόλου στον αγώνα του Κυπέλλου Ουέφα απέναντι στη Ραντ Βελιγραδίου, όμως χρεώθηκε κυρίως το 1ο γκολ στην ήττα με 2-1, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στον πάγκο και να πάρει ελάχιστες ακόμα συμμετοχές σε αγώνες Κυπέλλου, προτού μεταγραφεί στον Απόλλωνα (1991), όπου και εκεί δεν κατάφερε να καθιερωθεί.

Ο αίλουρος Παναγιώτης Κελεσίδης απογειώνεται σε ντέρμπι ΑΕΚ-Ολυμπιακού στη Ν. Φιλαδέλφεια. Σερραίος στην καταγωγή, έγραψε 7 συμμετοχές με την Εθνική τη δεκαετία του 70.

Χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ εκείνα τα χρόνια έπαιζαν στον Ολυμπιακό τρεις τερματοφύλακες από τη Βόρεια Ελλάδα (ΤαληκριάδηςΞάνθη, ΡάντοςΚατερίνη, ΜολακίδηςΚιλκίς), ενώ η εθνική της γενιάς τους, που έφτασε στο Μουντιάλ του 1994 είχε επίσης τρεις Μακεδόνες γκολκίπερ (Μήνου, Ατματσίδης, Καρκαμάνης, στα προκριματικά συμμετείχε και ο Γιώργος Μίρτσος, Σαλονικιός κι αυτός). Η γενικότερη φήμη θέλει προς τα εκεί να γεννιούνται πιο ψηλά παιδιά, κι ίσως αυτό να δίνει μια εξήγηση, πάντως ο Σερραίος Παναγιώτης Κελεσίδης, από εκείνους που ξεκίνησαν τη σχετική παράδοση (1973-79), δεν ήταν πρώτο μπόι για τέρμα. Σε μεγαλύτερο εύρος από τον Κελεσίδη (1965-79) έγραψε σημαντικό αριθμό συμμετοχών (27) ο Νίκος Χρηστίδης, ενώ υπήρξαν κι άλλοι από Θεσσαλονίκη ή Χαλκιδική με πάνω από 5 παρουσίες στη μεγάλη Εθνική, οι Λάκης Στεργιούδας (1976-77), Γιάννης Γκιτσιούδης (1988-89) και  – περισσότερο- Θεολόγος Παπαδόπουλος (1986-91).  Σε όλο αυτό το διάστημα των 35 περίπου χρόνων, οι σταθεροί εκπρόσωποι του νότου στο τέρμα της Εθνικής περιορίζονταν στο πράσινο δίδυμο των Τάκη Οικονομόπουλου και Βασίλη Κωνσταντίνου και βέβαια στον Νίκο Σαργκάνη, που κι αυτός πάντως αναδείχτηκε στην Καστοριά. Σε δεύτερο πλάνο είχαν επίσης παρουσία ένας Λαρισαίος (Γιώργος Πλίτσης), ένας Πατρινός (Σπύρος Οικονομόπουλος) και ένας Ρεθυμνιώτης (Λευτέρης Πουπάκης). 

Ο Αντώνης Μήνου, ένας από τους 3 γκολκίπερ με καταγωγή από τη Μακεδονία (εκείνος από την Αριδαία), που ταξίδεψαν με την αποστολή της Εθνικής στο πρώτο της Μουντιάλ, το ΄94 στις ΗΠΑ..

Προκαλεί λοιπόν μια κάποια εντύπωση το γεγονός ότι στον 21ο αιώνα οι τερματοφύλακες από τη Βόρεια Ελλάδα μετρούν όλες κι όλες τρεις (3) συμμετοχές σε αγώνες της Εθνικής Ανδρών, από μία οι Φάνης Κατεργιαννάκης (σε φιλικό με τη Ρωσία το 2001), Χρυσόστομος Μιχαηλίδης (σε επίσης φιλικό με τη Φινλανδία, το 2008) και Δημήτρης Κωνσταντόπουλος  (το 2011, σε προκριματικό του Euro 2012 με τη Μάλτα). Από τους τρεις μάλιστα μόνο ο πρώτος αγωνίστηκε επαγγελματικά σε ομάδα της Βόρειας Ελλάδας. (Άρης). Αντίθετα Αθηναίοι και Πειραιώτες (Ελευθερόπουλος, Τζόρβας, Καρνέζης, Καπίνο), Θεσσαλοί (Χαλκιάς, Μιχόπουλος, Γλύκος), ένας Κρητικός (Σηφάκης) και φυσικά  ο κορυφαίος Αρτινός (Νικοπολίδης), έχουν σημαδέψει τη θέση κάτω από τα γκολπόστ της Ελλάδας στα τελευταία και πιο πετυχημένα της χρόνια. Είναι γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή συνδέεται και με τον γενικότερο συγκεντρωτισμό του ποδοσφαίρου σε αυτήν την περίοδο, ενώ το ποδόσφαιρο στο Βορρά αδυνατούσε να ακολουθήσει, έχοντας μείνει στις χρυσές δεκαετίες των ‘70-’80. Ταυτόχρονα εξελίχτηκε η εξειδίκευση της προπόνησης των τερματοφυλάκων, οι οποίοι λογικά άρχισαν να βελτιώνονται εκεί όπου η εκγύμναση αυτή εντατικοποιήθηκε με πιο άρτιο τρόπο. Ο Μολακίδης, όπως και ο συμπαίκτης του στον Ολυμπιακό Αλέκος Ράντος, στράφηκε επαγγελματικά σε αυτόν τον ρόλο του γυμναστή τερματοφυλάκων, παρουσιάζοντας αξιόλογη δουλειά στις μικρές εθνικές, ιδιαίτερα σε αυτή των Νέων του 2012-13, η οποία αγωνίστηκε επίσης σε ευρωπαϊκό τελικό, αλλά και Παγκόσμιο Κύπελλο. Κάτω από τις οδηγίες του ξεπήδησε και ο πιο ελπιδοφόρος σύγχρονος βορειοελλαδίτης τερματοφύλακας, ο Σωκράτης Διούδης.

Αντρέας Κίκηρας

Share
Published by
Αντρέας Κίκηρας