Μια βραδιά στη Βραζιλία της Αθήνας

Σε πλευρίζει ένας τύπος σ’ ένα μπαρ και σου λέει συνωμοτικά, πως η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις: υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω μυστικός, ένας κόσμος γεμάτος στρας, φτερά και πούπουλα, κι ιδρωμένα μελαμψά κορμιά να λυγάνε ηδονικά, ένας κόσμος που τα λυσσασμένα τύμπανα της σάμπα λικνίζουν τα μηνίγγια σου κι οι κόρες σου διαστέλλονται να τα χωρέσουν όλα, το μυαλό σου χάνεται στην ψυχεδέλεια των πολύχρωμων φτερών που κουνιούνται υπνωτιστικά πάνω απ’ τα κεφάλια εξωτικών φιγούρων, κι αποτελειώνουν ό,τι είχαν βάλει μπρος οι καϊπιρίνες που κατεβάζεις για να σβήσεις την πρωτόγονη κάψα που ανάβει στο κορμί σου αυτή η καταβύθιση σ’ έναν αλλόκοτο, αισθησιακό μυστικισμό.

Τον κοιτάς στραβά και του λες πως ξέρεις, έχεις ακούσει, Ρίο ντε Τζανέιρο, καρναβάλι και λοιπά. Χαμογελά και σε παίρνει απ’ το χέρι, σε πετάει σ’ ένα ταξί και σε στέλνει στην Καβάλας. Ελαιών Loft, δεύτερος όροφος, ετήσιος χορός του πολιτιστικού συλλόγου Lar Brasileiro. Του γηραιότερου βραζιλιανικού πολιτιστικού συλλόγου στην Ελλάδα, που κάθε χρόνο κορυφώνει τις εκδηλώσεις του με τον αποκριάτικο χορό του. Αρπάζεις ένα κοκτέιλ, αράζεις σ’ ένα πάσο, ανάβεις τσιγάρο. Κοιτάζεις δίπλα σου, τρεις όμορφες κοπέλες, ξεκάθαρα Ελληνίδες όμως, αποφασίζεις. Η Ελένη, η Βάσω και η Τζένη. Παραδόξως, η Τζένη είναι απ’ το Σάο Πάολο. Και τα χείλη της είναι φτιαγμένα από στρας. Ξανά: τα χείλη της, είναι φτιαγμένα από στρας. Το κατακόκκινο, γυαλιστερό κραγιόν της, ένα μασίφ κατασκεύασμα από υπέρλαμπρους γιορτινούς κόκκους, μετατρέπει το στόμα της στην πιο φωτεινή οπή που έχεις δει ποτέ στη ζωή σου. Η βραδιά έχει αρχίσει σωστά.

Στις συστάσεις και τις γνωριμίες παρεμβάλλεται ο τύπος που κάθεται ήσυχα στην άλλη μεριά του πάσου. Θράσος έχει, σκέφτεσαι. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, θέλει και λίγο θράσος όταν πέσει η νύχτα. Τα κορίτσια φεύγουν, «μη χαθούμε», και σου μένει ο καινούριος φίλος. «Γρηγόρης», σού λέει. «Με τη Βραζιλία όχι, δεν έχω καμία σχέση. Το μόνο που αξίζει από ‘κει, όμως, είναι οι Βραζιλιάνες. Αν και τα καλύτερα κορμιά, βέβαια, τα έχουν οι Μασάι, έτσι; Ξέρεις, στην Αφρική. Άντρες-γυναίκες. Τα βλέπεις και στα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, αλλά άμα τις δεις αυτές τις γυναίκες από κοντά, με κάτι πανιά που φοράνε για ρούχα, κάτι πράγματα…». Εύλογα, αναρωτιέσαι πώς κι είχε πάει στην Αφρική με τους Μασάι και σου δίνει τη μόνη λογική απάντηση που θα μπορούσες να περιμένεις υπό τις περιστάσεις: με ιεραποστολή. Είναι, άλλωστε, ο βασικός κατασκευαστής χρυσαφικών παραφερναλίων της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, μαθαίνεις. Και καθώς παραδίδεσαι πλήρως σ’ αυτήν την καταβύθιση στον υπαρκτό σουρεαλισμό, το σκέφτεσαι μια δυο φορές και τελικά ρωτάς: αν πήγαινε τελικά η Κοκκίνου στους Μασάι; «Θα την είχαν να σφουγγαρίζει τα πατώματα φίλε, άσε σου λέω».

Ο χώρος, που μέχρι τότε έμοιαζε να περιμένει τη νύφη και το γαμπρό να τελειώσουν τη φωτογράφιση / να κόψουν την τούρτα / να ανοίξουν το χορό, έχει αρχίσει να ζωντανεύει. Ο Κώστας Βενετσάνος κάνει τον κονφερασιέ, και ξέρεις πώς, οποιαδήποτε βραδιά έχει τον Κώστα Βενετσάνο για κονφερασιέ, θα κινηθεί στην κόψη του ξυραφιού. Η μπάντα έχει πάρει θέση, οι πρώτες μπατσάτες έχουν μαζέψει μια χούφτα ζευγάρια στην πίστα, το μπουφέ ανοίγει, να περάσει το τραπέζι τρία παρακαλώ, το κρασάκι κατεβαίνει σα νερό, ο σύλλογος Lar Brasileiro είναι πολιτιστικός, οπότε αρχίζουν τα μπαλέτα. Ο Τιάγκο, που έβγαζε το six-pack του να χορέψει στην τηλεόραση και να οργάσει η μισή Ελλάδα πριν κάτι χρόνια, βγάζει τα κορίτσια του στην πίστα να ιδρώσει και η άλλη μισή αίθουσα, κι αφού έχεις αδειάσει δυο ποτήρια πριν το πάρεις πρέφα, έρχεται η σειρά της καποέιρα –ξέρεις, αυτόν τον φοβερό χορό που σ’ τον πλασάρουν και ως αυτοάμυνα, γιατί άμα σ’ την πέσει ο τσαντάκιας, θα του πεις «μισό, να βάλω λίγο μουσική».

Η ατμόσφαιρα έχει κάτι από αποικιοκρατική δεξίωση, όπου οι κατακτητές βγάζουν τους ιθαγενείς να επιδείξουν τα παγανιστικά τους έθιμα, μόνο που οι ιθαγενείς εν προκειμένω, είναι Έλληνες που προσπαθούν να πείσουν ότι κυλάει κάτι λατίνικο στις φλέβες τους. Έχει μια θλίψη το θέαμα, οι θεατές την κάνουν κοκτέιλ με τη νοσταλγία τους όμως. Πάρε τον κύριο Παναγιώτη, για παράδειγμα. Ο κύριος Παναγιώτης είναι 70 χρονών. Το πρόσωπό του, κόκκινο απ’ το κρασί και την έξαψη, δε μοιάζει ούτε μέρα πάνω από 50. Από 10 χρονών στο Σάο Πάολο, έφτιαχνε ρούχα. «Όλοι οι Έλληνες φτιάχναμε ρούχα», σου λέει. «Και πηγαίναμε πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Στέλναμε στο Περού, στη Βολιβία, στην Αργεντινή… 500 χιλιάδες Έλληνες φτιάχναμε ρούχα». Και τι έγινε, τον ρωτάς, γιατί φύγατε; «Μια λέξη θα σου πω παιδί μου: Κινέζοι. Κινέζοι και Κορεάτες. Ήρθαν, πήραν τα μαγαζιά μας -τα πληρώσανε, δε λέω- κι από μισό εκατομμύριο, μείναμε 2-3 χιλιάδες. Φύγανε όλοι, άλλοι γυρίσανε Ελλάδα, κάποιοι πήγαν Αυστραλία, άλλοι Αμερική». Ο κος Παναγιώτης ήρθε στην Αθήνα κι άνοιξε σουβλατζίδικο. «Τριάντα χρόνια έφτιαχνα ρούχα, τριάντα χρόνια έφτιαχνα σουβλάκια. Τώρα, έχω να θυμάμαι». Περιττό να ρωτήσεις από που έχει να θυμάται περισσότερα. Κοιτάζει ενοχικά τη γυναίκα του, τη βλέπει απασχολημένη και σού λέει, χασκογελώντας συνωμοτικά: «Πήγαινε στη Βραζιλία, μια βδομάδα μόνο, και μετά έλα εσύ να μου πεις».

Η άκρη του ματιού σου, πιάνει κάτι κόκκινο γυαλιστερό. Στην πίστα, τα άφθαρτα χείλη της Τζένης απ’ το Σάο Πάολο, λάμπουν σα να μην υπάρχει αύριο. Και παρά το τσουπωτό της φιγούρας της, ο ρυθμός που έχει κυριεύσει το κορμί της, σού αποδεικνύει την γενετική κληρονομιά που είχες αμφισβητήσει απ’ το παρουσιαστικό της. Την κοιτάζεις καλύτερα, επικεντρώνεσαι στη λεκάνη –εκεί που βασιλεύει η πεμπτουσία του βραζιλιανικού μύθου. Η σάμπα έχει πλημμυρίσει το δωμάτιο κι έρχεται η ώρα για το κυρίως πιάτο: μαυριδερά κοπελούδια γδυμένα στην παραδοσιακή βραζιλιανική φορεσιά, με τις τάγκες και τα στρας και τα φτερά και τα πούπουλα και τη φλόγα που ξεκινά απ’ τα λαγόνια κι ανεβαίνει στο βλέμμα, τσακίζουν την πίστα με ανελέητο χορό, και ποτίζουν την ατμόσφαιρα με κάτι διονυσιακό. Έστω κι αν το σόου τους κρατάει όσο τέσσερις γύρες στο δωμάτιο, όλη η αίθουσα έχει περάσει πια στην άλλη πλευρά.

Έχει κάτι το υπερβατικό η βραζιλιανική κληρονομιά. Τα κορίτσια, οι χορεύτριες, οι επαγγελματίες της βραδιάς, κάναν τη δουλειά τους, βγάλαν τις στολές και βάλαν τα κανονικά τους, κι όμως, δεν μπορούν να σταματήσουν να χορεύουν. «Είναι ένας άλλος τρόπος ύπαρξης», που λέει κι η Ιωάννα. Η Ιωάννα, που δουλεύει σε μεγάλο πορτογαλικό ταξιδιωτικό πρακτορείο. Και που πριν μια δεκαετία σχεδόν, είχε ακούσει στο ραδιόφωνο, ένα περίεργο τραγούδι. «Μου είχε φανεί τόσο διαφορετικό απ’ οτιδήποτε άλλο είχα ακούσει, που κόλλησα! Έψαξα ό,τι είχε να κάνει με Βραζιλία, άρχισα να ακούω μουσικές, πήγα σε σχολή χορού, άρχισα να πηγαίνω σε πάρτι… Και σ’ ένα απ’ αυτά, γνώρισα τον Τζούνιορ», λέει, δείχνοντας τον τραγουδιστή της μπάντας που έχει μαζέψει για νιοστή φορά το μαγαζί στην πίστα. «Έξι μήνες αφού πρωτογνωριστήκαμε, πήγαμε στους γονείς μου για φαγητό, έτσι, για να τους γνωρίσει. Μού ζήτησε να του κάνω τη διερμηνέα, γιατί δεν μιλούσε ελληνικά, κι έτσι, χωρίς να έχω ιδέα, τους είπε ότι θέλει να με παντρευτεί!». Από τότε, είναι έξι χρόνια μαζί.

Κάτι τέτοιες ιστορίες μπορούν να απομακρύνουν και τον πιο κυνικό απ’ τον περιρρέοντα ηδονισμό, κι αφού περάσεις λίγη ώρα στη λεωφόρο Καβάλας ανάμεσα στα αγόρια με τα ψηλά τακούνια και τα κοντά φουστάκια, να πάρεις τις ανάσες σου, βάζεις στο ταξί τον κώλο και τις σκέψεις σου. «Θα σου πω εγώ για τη Βραζιλία, που έχω πάει πενήντα φορές», σου λέει ο ταξιτζής και καταλαβαίνεις ότι η ψυχεδέλεια δεν έχει τέλος. «Στη Βραζιλία υπάρχουν μονάχα οι φαβέλες και οι υπερβίλες, τίποτα ενδιάμεσο». Πριν το ταξί ήταν ναυτικός, μπαρκάριζε απ’ τη Φιλαδέλφεια και γυρνούσε τα λιμάνια της Βραζιλίας με μια νάβα που μάζευε παλιοσίδερα. «Τελευταία φορά πήγα το ’82. Όμως να σου πω την αλήθεια, εγώ περνούσα καλύτερα στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή».

Πανηγύρι ασυνέχειας, αλλά θες ν’ ακούσεις τη συνέχεια: «Είχε πιο πολλούς Έλληνες εκεί, πέντε μπουζουκτσίδικα είχε, κι ένα βράδυ με πήρε ένας φίλος να πάμε στου Ζορμπά, που ήταν το καλύτερο, γιατί είχε και κορίτσια. Κι ήταν μάλιστα μία, μια ψηλή, μ’ ένα μαλλί μέχρι τη μέση, η οποία μου άρεσε πάρα πολύ. Πάρα πολύ, δεν μπορείς να καταλάβεις. Τέλος πάντων, είχαμε πιει τσίπουρα, είχαμε πιει κρασί, είχαμε αρχίσει τα ουίσκια, και μου λέει ο φίλος μου, ρε Μάκη, σήκω ρε να χορέψεις ένα ζεϊμπέκικο για μένα, για το φίλο σου. Αλλά μου την είχε στήσει ο μάγκας, γιατί είχε παραγγείλει πέντε ντουζίνες πιάτα κι άρχισε να μου τα σπάει στο κεφάλι. Και κάποια στιγμή ταβλιάστικα, και ξυπνάω ρε φίλε, σ’ ένα δωμάτιο τεράστιο, ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι Λουδοβίκου, ξέρεις με τις κουρτίνες. Και βγαίνω απ’ τις κουρτίνες, να δω πού βρίσκομαι». Βρισκόταν, φυσικά, στο σπίτι της ψηλής με το μαλλί. Της Ναΐρας. «Ήτανε Ισραηλινή ρε φίλε, πάρα πολλά λεφτά. Και με παρακαλούσε, κάτσε Μάκη, εδώ, μαζί μου. Αλλά δεν είχα μυαλό, σκεφτόμουνα τη μπάρκα. Κι έφυγα. Έξι μήνες μετά, γύρισα και πήγα στου Ζορμπά να την ξαναβρώ. Και τι μου λέει ρε φίλε; “Πάει η Ναΐρα, μας άφησε χρόνους”. Λευχαιμία».

Και το μόνο πράγμα που σου έρχεται να απαντήσεις, είναι πως η ζωή, είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης