Το 1996 ήταν πιθανότατα η πιο επιτυχημένη χρονιά στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Τότε και τα δύο μεγάλα τμήματα του συλλόγου (ποδόσφαιρο και μπάσκετ) γνώρισαν σημαντικές επιτυχίες σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στο ποδόσφαιρο ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το πρωτάθλημα και έφτασε στα ημιτελικά του Champions League, ενώ στο μπάσκετ πήρε το Κύπελλο Ελλάδος και έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το Διηπειρωτικό.
Ήταν η μοναδική χρονιά που και τα δύο τμήματα είχαν εξίσου μεγάλες επιτυχίες γιατί το 1996 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για αυτό του ποδοσφαίρου και την αρχή της δόξας για εκείνο του μπάσκετ. Αυτό μας πήρε λίγα χρόνια να το καταλάβουμε. Όταν στο δεύτερο μισό των ’90s βλέπαμε τους απέναντι να παίρνουν τα ηνία στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ λειτούργησε σαν το «αντικατάστατο». Το πρώτο πρωτάθλημα μετά από πολλά χρόνια το 1998 μας έφερε πιο κοντά στην ομάδα ενώ το διπλό μέσα στο ΣΕΦ το 1999 μας έκανε από μπαλαδόρους, μπασκετικούς σε μία μέρα.
Πολλοί είχαμε ένα πρόβλημα τότε: δεν ξέραμε μπάσκετ. Στο σχολείο τρώγαμε τις τάπες τη μια μετά την άλλη και βρίσκαμε τη στεφάνη μια φορά κάθε δέκα σουτ. Φυσικά δεν ήμασταν ποτέ σε ομάδα και φυσιολογικά δεν είχαμε ιδέα από τακτική. Γι αυτή την κατηγορία «νέων μπασκετόφιλων» υπήρχε ένας παίκτης που γρήγορα έγινε είδωλο: ο Αντώνης Φώτσης.
Ο Φώτσης και τη στεφάνη έβρισκε και από τακτική ήξερε. Ήταν όμως νέος κι άβγαλτος, όπως εμείς στον κόσμο του μπάσκετ, και πάνω από όλα είχε ένα στοιχείο που παραδοσιακά ελκύει όσους δεν ξέρουν τα μυστικά της πορτοκαλί μπάλας: ήταν εντυπωσιακός. Όταν στον τελικό του Final Four της Θεσσαλονίκης τον είδαμε στα 19 του να βάζει 9 πόντους και να κατεβάζει 5 ριμπαόυντ σε 10 μόλις λεπτά χαρήκαμε για αυτόν όσο χαρήκαμε για την κατάκτηση του τίτλου. Κι όταν τον βλέπαμε να μιλάει, νιώθαμε ότι είναι ένας από εμάς κι ας μην έγραφε στον φακό.
Σε αυτή τη χώρα βέβαια για να αποκτήσεις τον σεβασμό των άλλων πρέπει πάνω από όλα να ξέρεις να μιλάς. Ίσως γιατί το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να μιλάμε. Ο Φώτσης δεν είναι καλός στα λόγια. Το έγραψε και στην πρόσφατη ανακοίνωση του. Αξίζει όμως, τον ίδιο σεβασμό με αυτόν που απολαμβάνουν ο Αλβέρτης και ο Διαμαντίδης. Αυτό το δικαίωμα το έχει κερδίσει όχι με τα λόγια αλλά με τις πράξεις του· τόσο μέσα στο γήπεδο όσο κι έξω από αυτό.
Λένε ότι στο μπάσκετ οι μεγάλοι παίκτες ξεχωρίζουν απ’ τους καλούς στα τελευταία λεπτά. Ο Φώτσης ήταν πάντα εκεί στα τελευταία λεπτά. Ήταν πάντα εκεί όταν έπρεπε να είναι. Στον τελευταίο τελικό του ελληνικού πρωταθλήματος το 2011, με τον Διαμαντίδη τραυματία, όταν έκανε τη μεγαλύτερη εμφάνιση παίκτη του τριφυλλιού σε τελικό απέναντι στον Ολυμπιακό. Στα play off με την CSKA όταν λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος ισοφάρισε με ένα τρίποντο απ’ το σπίτι του. Ακόμα και στο φετινό χαμένο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό για την Euroleague στο ΟΑΚΑ, όταν στα 36 του πάλευε να δείξει στους (soft) συμπαίκτες του τι σημαίνει Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός. Ευτυχώς μέχρι το τέλος της χρονιάς το είχαν καταλάβει.
Πέρα από τα επιτεύγματα του μέσα στο γήπεδο, ο Φώτσης έχει δείξει έμπρακτα την αξία του και έξω από αυτό. Λίγοι παίκτες μετά από τρεις Ευρωλίγκες και τόσες διακρίσεις με την Εθνική θα συνέχιζαν να κάνουν τις βόλτες τους στις καφετέριες του Ζωγράφου λες και παίζουν στην Α2. Ο «Φωτσένκο» όμως το έκανε.Όπως έμπρακτα έδειξε και την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό. Φημολογείται ότι το 2011 δεν ήθελε να φύγει αλλά δέχτηκε να πάρει μεταγραφή στην Αρμάνι Μιλάνο για να βοηθήσει οικονομικά την ομάδα που τότε ήταν σε άσχημη κατάσταση.
Με δύο λέξεις: ωραίος τύπος, όπως οι περισσότεροι παίκτες που έμειναν κοντά στον Ομπράντοβιτς για τόσα χρόνια τη χρυσή δεκαετία.
Η απόφαση του να συνεχίσει το μπάσκετ στον Ηλυσιακό είναι ακόμα ένα παράδειγμα της ποιότητα του. Ένα καλοκαίρι που το κεντρικό αθλητικό debate αφορά το πόσο ψηλά μπορούν (ή πρέπει) να φτάσουν οι αμοιβές των παικτών, που η μισή Ευρωλίγκα έχει φύγει για το ΝΒΑ και η άλλη μισή για την Κίνα, ο Φώτσης αψήφησε κάποια χιλιάρικα παραπάνω για να πάει να παίξει στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Πιστεύω πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να κλείσει την καριέρα του. Και όταν αυτό συμβεί, δίπλα στο 4 και το 13 θα πρέπει να ανέβει και το νούμερο 9 στην οροφή του ΟΑΚΑ. Κι αν ο ίδιος δε θέλει, ας μη μιλήσει ούτε στη γιορτή του.