Όπως μαρτυρά η Ετήσια Έκθεση του 2020, για την Κατάσταση του Προβλήματος των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών στην Ελλάδα, η εκτίμηση του συνολικού αριθμού χρηστών υψηλού κινδύνου ηλικίας 15-64 ετών, με κύρια ουσία τα οπιοειδή, είναι 14.753 για το 2019. Τουλάχιστον 3.698 άτομα με προβλήματα εξάρτησης εισήλθαν για απεξάρτηση το ίδιο έτος στα αναγνωρισμένα από το κράτος προγράμματα θεραπείας – αριθμός αυξημένος κατά 7% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά – αλλά μειωμένος κατά 30% σε σύγκριση με μία δεκαετία πριν.
Λίγο παραπάνω από τις μισές, οι είσοδοι στη θεραπεία αφορούν χρήση οπιοειδών, συνήθως με παράλληλη χρήση και άλλων ουσιών. Αν και το 2019, ο συνολικός αριθμός χρηστών φαίνεται να έχει μειωθεί αρκετά από τη μέγιστη εκτίμηση των 24.000 χρηστών το 2009, η πανδημία του Covid-19 και η ακόλουθη κοινωνική απομόνωση οδήγησαν στην αυξημένη χρήση ουσιών, αλλά και στην ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών πέραν των διαταραχών χρήσης ουσιών (συννόσηση), με κυριότερες από αυτές την αγχώδη διαταραχή και την κατάθλιψη.
Οι χρήστες ουσιών βασίζονται συνήθως σε αυτές για να λειτουργήσουν, να αισθανθούν καλά ή και να αποφύγουν δυσάρεστα συναισθήματα (ψυχολογική εξάρτηση). Ύστερα από μια παρατεταμένη χρονική περίοδο χρήσης, το σώμα τους φτάνει σε μια κατάσταση βιολογικής προσαρμογής και ο οργανισμός τους χρειάζεται αύξηση της χορηγούμενης ουσίας προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις και για συγκεκριμένες χημικές ουσίες, μετά από χρόνια χρήση, εγκαθίσταται και σωματική εξάρτηση.
Όταν ένας χρήστης φτάσει σε αυτό το σημείο, η έλλειψη της ουσίας στον οργανισμό του οδηγεί σε ανεπιθύμητες συνέπειες, αντίθετες φυσικά από εκείνες που επιδίωκε με τη χρήση. Στα οπιούχα, για παράδειγμα, όπως η ηρωίνη, η έλλειψη μπορεί να οδηγήσει σε στερητικό σύνδρομο, που πέρα από τα σωματικά προβλήματα περιλαμβάνει και ψυχολογική δυσφορία, όπως έντονο άγχος.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, αν και ο εθισμός έχει παραδοσιακά θεωρηθεί ως ένα φαινόμενο που θα μπορούσε να προκληθεί μόνο από ψυχοδραστικές ουσίες, η έρευνα τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει δείξει ότι συμπτώματα εξάρτησης μπορεί να υπάρξουν ακόμα και όταν πρόκειται για συνήθειες όπως η υπερβολική κατανάλωση φαγητού, τα τυχερά παιχνίδια, η χρήση του διαδικτύου, τα ψώνια – ακόμα και το σεξ.
Υπάρχουν συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια για να διαπιστωθεί η διαταραχή χρήσης ουσιών, τα οποία αποτελούν και τον σημαντικότερο μοχλό στην έναρξη μιας διαδικασίας απεξάρτησης, παράλληλα με τη διερεύνηση των αιτιών που οδήγησαν στη χρήση, αλλά και την πιθανή συνύπαρξη άλλων διαταραχών.
Κάθε περίπτωση εξάρτησης είναι μοναδική, καθώς μοναδικό είναι και το κράμα των αιτιών που οδηγούν κάποιον στην ανάπτυξη εξαρτητικής συμπεριφοράς. Γι’ αυτό οι ανάγκες και οι ιδιαιτερότητες είναι ξεχωριστές για κάθε περίπτωση. Εξ ορισμού λοιπόν, δεν υπάρχει ένα και μοναδικό «τέλειο» θεραπευτικό πρόγραμμα που θα είναι ιδανικό για όλους τους χρήστες. Η ολιστική προσέγγιση επικεντρώνεται στη μέγιστη δυνατή κατανόηση όλων των αναγκών της ζωής του ατόμου: ιατρική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια, ψυχολογική στήριξη, εκπαίδευση, επαγγελματική αποκατάσταση, οικονομικά και νομικά προβλήματα καθώς και την κατανόηση της θέσης και του ρόλου του μέσα στην οικογένεια του, τις ομάδες συνομηλίκων του και τον κοινωνικό του περίγυρο.
Ο Πάνος Δ., 31 ετών σήμερα, αποφάσισε σε ηλικία 23 ετών να δώσει τον δικό του αγώνα απεξάρτησης από τις ουσίες και συγκεκριμένα από την κοκαΐνη. Χρειάστηκαν 18 περίπου μήνες προσπάθειας και παραμονής σε πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ, ώστε σήμερα να είναι καθαρός, υγιής και να βρει τη δύναμη να διηγηθεί την ιστορία του μαζί μας.
«Η σχέση μου με την κοκαΐνη ξεκίνησε ένα βράδυ, πριν από 11 περίπου χρόνια, όταν αποφάσισα να δοκιμάσω μαζί με την παρέα μου σε ένα πάρτυ. Το διάστημα εκείνο είχα χάσει τον πατέρα μου και προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου. Ήμουν ακόμη φοιτητής και δεν έβρισκα κάποιο κίνητρο για να τελειώσω τη σχολή μου. Δυσκολευόμουν πραγματικά να φανταστώ κάποιο μέλλον. Με τη μητέρα μου η επικοινωνία ήταν πολύ δύσκολη απ’ όταν ήμουν ακόμη παιδί. Οι εκρήξεις της και το έντονο άγχος της με είχαν απομακρύνει από κοντά της, με αποτέλεσμα, όταν ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, να μην μπορώ να της επικοινωνήσω τα συναισθήματά μου ή να της συμπαρασταθώ.
Οι φίλοι μου είχαν γίνει η οικογένειά μου. Μετά την απώλεια του πατέρα μου ένιωθα πολύ ευάλωτος. Ήθελα να κάνω ό,τι ήταν δυνατό για να ξεχαστώ και να πνίξω τον πόνο μου. Μετά από εκείνη τη δοκιμή, η κοκαΐνη έγινε ένα από τα πράγματα που πίστευα πως θα με βοηθούσαν να ξεχαστώ και να περάσω καλά. Έφτασε όμως μέσα σε μερικούς μήνες να γίνεται επιτακτική και αναγκαία. Για τα επόμενα 3 περίπου χρόνια της ζωής μου, η χρήση της έφτασε να γίνεται εβδομαδιαία (και όχι μόνο μια φορά την εβδομάδα) και σε πολύ μεγάλη ποσότητα. Τα χρήματα που έβγαζα από την περιστασιακή μου δουλειά έφευγαν όλα για να αγοράσω αυτή τη λευκή σκόνη, που τότε πίστευα πως με έκανε καλά.
Μετά από τρία περίπου χρόνια χρήσης, έφτασα σε σημείο να μην μπορώ να ξυπνήσω το πρωί με διαύγεια και να λείπω συχνά από τη δουλειά με χίλιες δυο δικαιολογίες. Η ίδια παρέα που με είχε παρακινήσει να δοκιμάσω κοκαΐνη για πρώτη φορά, δεν άντεχε πλέον να με βλέπει. Ήμουν συνεχώς οξύθυμος, απρόθυμος να ασχοληθώ με δραστηριότητες και το τελευταίο διάστημα της χρήσης, η έκπτωση της λειτουργικότητάς μου αλλά και της επικοινωνίας ήταν σημαντική. Το θέμα όμως είναι ότι εγώ δεν έβλεπα τίποτα από αυτά – πέρα από τα κιλά που είχα χάσει, τα οποία μαρτυρούσε ο καθρέφτης.
Εάν δεν υπήρχε η επίμονη προσπάθεια του κολλητού μου, δεν ξέρω ακόμη αν θα είχα ποτέ στραφεί στην απεξάρτηση. Η δική μου βούληση δεν υπήρχε – αντιθέτως υπήρχε άρνηση και οργή, κάθε φορά που η παρέα μου έκανε κάποια προσπάθεια να μου εξηγήσει πως έχω εθιστεί στην κοκαΐνη. Ένα απόγευμα, ο Μιχάλης ήρθε στο σπίτι μου και ήταν τότε που τα πρώτα φροντιστικά λόγια για την κατάστασή μου έφτασαν στ’ αυτιά μου. Θεωρώ πως η ιδιότητά του έπαιξε μεγάλο ρόλο στην απόφασή μου, καθώς είναι κοινωνικός λειτουργός με γνώσεις ψυχολογίας.
Στην πρώτη απόπειρά του να μου εξηγήσει πώς λειτουργούν τα ναρκωτικά και να με παρακινήσει να επισκεφτώ ένα πρόγραμμα απεξάρτησης, θυμάμαι να ουρλιάζω και να πετάω πράγματα μέσα στο σπίτι μου ανεξέλεγκτα. Εκείνος όμως δεν φοβήθηκε, δεν εγκατέλειψε. Με πήρε μια σφιχτή αγκαλιά και συνέχισε να μου εξηγεί. Μου επαναλάμβανε πόσο με αγαπάει και πόσο σημαντικός είμαι για εκείνον. Δεν μπορούσα όμως να κάνω αυτό το βήμα. Θύμωνα που με θεωρούσαν εξαρτημένο και “προβληματικό”. Δεν μπορούσα να το κατανοήσω και να το αποδεχτώ.
Για το επόμενο διάστημα, παρόλο που συνέχιζα να εργάζομαι, είχα μείνει σχεδόν μόνος μου. Ο μόνος άνθρωπος που έμοιαζε να με αντέχει, ήταν ο Μιχάλης. Κι ήρθε μια μέρα που πραγματικά δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήρθε από το σπίτι και μου είπε: “Πάνο δεν ξέρω τι άλλο να κάνω, έχω φτάσει στα όριά μου. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι και δεν μπορώ να συνεχίσω να πονάω τόσο βλέποντάς σε, σε αυτή την κατάσταση. Η προσπάθειά μου σταματάει εδώ. Ήρθε η ώρα να προστατεύσω τον εαυτό μου και να απομακρυνθώ”. Φυσικά και το πρώτο πράγμα που του είπα ήταν πως δεν με νοιάζει και πως θα είμαι μια χαρά. Φυσικά και έσπευσα να τον κατηγορήσω για εγκατάλειψη, για το ότι δεν με αγαπάει και δεν ενδιαφέρεται για ‘μένα.
Όταν πια έμεινα κυριολεκτικά μόνος, άρχισα να νιώθω έντονη δυσφορία. Η απουσία του φίλου μου ήταν ανυπόφορη. Άρχισα να καταλαβαίνω πως έχω χάσει τους πάντες από τη ζωή μου. Ακόμη και η κοκαΐνη δεν ήταν αρκετή. Αρκετές εβδομάδες μετά, αποφάσισα να τον πάρω τηλέφωνο και να του ζητήσω βοήθεια. Ήταν η πρώτη φορά που ζήτησα βοήθεια από κάποιον, που άρχισα να καταλαβαίνω τον πάτο που είχα πιάσει. Βρεθήκαμε ξανά από κοντά με τον Μιχάλη, ο οποίος ξεκίνησε να μου μιλάει για ένα πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ. Αποφάσισα να κανονίσω ένα ραντεβού στο ανοιχτό πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ Διάβαση. Ό,τι συνέβη εκεί τους επόμενους 18 περίπου μήνες, μου άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή.
Η βασική θεραπευτική προσέγγιση που εφαρμόζει το ΚΕΘΕΑ είναι η ψυχοκοινωνική προσέγγιση των θεραπευτικών κοινοτήτων, ένα από το πιο αποτελεσματικά μοντέλα ανά τον κόσμο για την απεξάρτηση και την (επαν)ένταξη του χρήστη στην κοινωνία. Αν και είχα αρκετή άρνηση και δυσπιστία στην αρχή, κατάφερα να συμμετάσχω εθελούσια στο ανοιχτό πρόγραμμα. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως οι θεραπευτικές κοινότητες του ΚΕΘΕΑ δεν χορηγούν φαρμακευτικές ή υποκατάστατες ουσίες για την αντιμετώπιση της εξάρτησης. Ό,τι κατάφερα, το κατάφερα μέσα από διάφορα θεραπευτικά εργαλεία και μπόλικη επιμονή, σε ένα εξωτερικό πρόγραμμα παρακολούθησης.
Η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία ήταν για μένα ο πιο σημαντικός παράγοντας στη διαδικασία της απεξάρτησης. Μελέτες έχουν δείξει ότι ένα πρόγραμμα που παρέχει τακτική, δομημένη και επικεντρωμένη στις ουσίες συμβουλευτική, έχει καλύτερα αποτελέσματα από ένα πρόγραμμα που παρέχει λίγο ή καθόλου συμβουλευτική. Οι συνεδρίες συμβουλευτικής για την ανακούφιση του άγχους των ασθενών είναι εξαιρετικής σημασίας κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων θεραπείας.
Συνήθως, οι ατομικές συνεδρίες στην αρχική φάση είναι πιο εντατικές από ότι εκείνες που ακολουθούν. Εγώ έκανα ψυχοθεραπεία 2 με 3 φορές την εβδομάδα κατά το πρώτο διάστημα, δίνοντας έμφαση στην ανακούφιση του άγχους μου και της δυσπιστίας για τη διαδικασία απεξάρτησης. Οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, επίσης, βοηθούν σημαντικά τους χρήστες με συνυπάρχουσες διαταραχές. Εγώ, πέραν της εξάρτησης από την κοκαΐνη, είχα κατάθλιψη, η οποία πυροδοτήθηκε από τον θάνατο του πατέρα μου. Η διαχείριση της απώλειας βρέθηκε στο επίκεντρο της θεραπείας.
Αφού βρέθηκα, σε εξωτερική βάση για δύο περίπου μήνες, στο Συμβουλευτικό Κέντρο του ΚΕΘΕΑ, στη συνέχεια πραγματοποίησα την κυρίως φάση της θεραπείας στη Θεραπευτική Κοινότητα εξωτερικής παρακολούθησης, δουλεύοντας τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική εξάρτηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια των επισκέψεών μου στις ανοιχτές δομές, ο Μιχάλης ήταν στο πλευρό μου, στηρίζοντάς με και οικονομικά. Επειδή κατά κάποιο τρόπο παρέμενα λειτουργικός στην καθημερινότητά μου (συνέχιζα να εργάζομαι και να έχω κάποιες κοινωνικές επαφές), δεν χρειάστηκε να μπω σε κάποιο κλειστό πρόγραμμα διαμονής.
Η αποχή από την κοκαΐνη κατά τη θεραπεία, ήταν το πιο δύσκολο βήμα και οι υποτροπές ήταν συχνές. Ωστόσο, η χρήση ουσιών κατά τη διάρκεια της θεραπείας ελεγχόταν με συστηματικούς και απροειδοποίητους τοξικολογικούς ελέγχους, ώστε να εντοπίζονται πιθανές υποτροπές. Αυτό με βοήθησε σημαντικά, κρατώντας με για μεγαλύτερα διαστήματα μακριά από τη χρήση και συνεπώς από την υποτροπή. Υπήρχαν βέβαια στιγμές που ένιωθα σαν να μου στερούν το φαγητό και το νερό. Ήταν μαρτυρικό. Συνήθως ήταν τότε που ερχόταν και η υποτροπή. Πάντα όμως, μέσα από συγκεκριμένα βήματα και τεχνικές, κατάφερνα να απομακρυνθώ ξανά από τη χρήση.
Αυτό που με βοήθησε καταλυτικά στη θεραπευτική διαδικασία, ήταν η σχέση μου με τη θεραπεύτριά μου. Μέσα από αυτή την αυθεντική σχέση ενδιαφέροντος, μπόρεσα να ανταποκριθώ και να δεσμευτώ σε εκείνη, δείχνοντας εμπιστοσύνη για τη διαδικασία. Η αλληλεπίδραση με τον θεραπευτή, μπορώ να πω πλέον πως είναι το Α και το Ω στη διαδικασία της απεξάρτησης. Αυτό που πολύς κόσμος δεν γνωρίζει, είναι ότι η σωματική αποτοξίνωση είναι μόνο μια “εισαγωγική” θεραπευτική διαδικασία που αποτελεί το πρώτο στάδιο μιας θεραπευτικής προσπάθειας και από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει στη μακρόχρονη αποχή από τις ουσίες. Παρόλο που η ιατρικά υποβοηθούμενη αποτοξίνωση μπορεί να αντιμετωπίσει με ασφάλεια τα οξεία σωματικά συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου που προκαλούν οι ουσίες, και τελικά μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την απεξάρτηση, σπάνια επαρκεί για να βοηθήσει τα άτομα να αποκοπούν ολιστικά από τη χρήση.
Ο αγώνας μου ήταν εξουθενωτικός και μακρύς. Χρειάστηκαν 18 περίπου μήνες για να μην βάλω ξανά κοκαΐνη στον οργανισμό μου. Χρειάστηκε πολλή υπομονή από τους ανθρώπους γύρω μου, πολλά δικά μου ξεσπάσματα, πολλές εντάσεις με τη θεραπεύτριά μου και αρκετές υποτροπές. Τα κατάφερα όμως. Είμαι ζωντανός, είμαι υγιής και μαθαίνω να αγαπώ ξανά τη ζωή. Όλο αυτό το ταξίδι με έκανε να πιστέψω στη δύναμη του ανθρώπου, τόσο όσο δεν είχα πιστέψει ποτέ στη ζωή μου. Όπως μπόρεσα εγώ, μπορείς κι εσύ. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Η διάρκεια θεραπείας για ένα εξαρτημένο άτομο εξαρτάται από το είδος και το βαθμό των προβλημάτων και των αναγκών του. Η έρευνα δείχνει ότι τα περισσότερα εξαρτημένα άτομα χρειάζονται τουλάχιστον 3 μήνες σε θεραπεία για να μειώσουν σημαντικά ή να σταματήσουν τη χρήση ναρκωτικών και ότι τα καλύτερα αποτελέσματα εμφανίζονται με μεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία. Η αντιμετώπιση της ουσιοεξάρτησης είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και συχνά απαιτεί πολλές προσπάθειες. Η πρόωρη εγκατάλειψη της θεραπείας είναι συχνή σε όλες τις φάσεις των προγραμμάτων απεξάρτησης. Γι’ αυτό και τα προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν συγκεκριμένες στρατηγικές πρόληψης της υποτροπής και της εγκατάλειψης της θεραπείας.