Trigger Warning: Προειδοποίηση για σοκαριστικό περιεχόμενο
Εκατοντάδες χιλιάδες Βέλγοι είχαν συγκεντρωθεί στην καρδιά των Βρυξελλών. Κρατούσαν λευκά μπαλόνια και λευκά λουλούδια. Η οργή έβραζε. Ήταν Οκτώβριος του 1996. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας είχε μόλις παύσει τον δικαστή Jean Marc Connerotte από την έρευνα για πιθανό δίκτυο παιδοβιαστών και παιδόφιλων πίσω από την υπόθεση Ντιτρού. Ο Connerotte είχε αναμφισβήτητα αναδειχθεί σε λαϊκό ήρωα. Χάρη σε αυτόν, είχε συλληφθεί ο παιδοβιαστής και δολοφόνος Μαρκ Ντιτρού και είχαν σωθεί δύο θύματά του, σε μια υπόθεση που σημάδεψε το βελγικό συλλογικό υποσυνείδητο για πάντα.
Οι συμμετέχοντες στη «Λευκή Διαδήλωση» -όπως ονομάστηκε- διεκδικούσαν όμως και κάτι ακόμα: την αλλαγή των νόμων περί αποφυλάκισης στη χώρα. Όσοι καταδικάζονταν για ειδεχθή εγκλήματα όπως του Ντιτρού δεν θα έπρεπε να αποφυλακίζονται, τουλάχιστον όχι σύντομα. Γιατί το «τέρας» αυτό είχε διαπράξει τα πιο στυγερά εγκλήματά του τη διετία 1995-1996, μετά δηλαδή την αποφυλάκισή του το 1991 «για λόγους καλής διαγωγής» και έχοντας εκτίσει μόλις τρία χρόνια από ποινή κάθειρξης 13 ετών που του είχε επιβληθεί το 1989 για πέντε κατηγορίες βιασμού παιδιών.
Οι Βέλγοι είχαν ανεχθεί αρκετά. Γι’ αυτό και τώρα είχαν ξεχυθεί στους δρόμους αμφισβητώντας ευθέως τα δικαστήρια, την αστυνομία και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Η «Λευκή Διαδήλωση» θα συγκέντρωνε περί τις 300-400.000 κόσμο και θα καταγραφόταν ως μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η υπόθεση είχε ενώσει τους Βέλγους: Φλαμανδοί χέρι χέρι με τους Βαλόνους βρίσκονταν στους δρόμους για μία εβδομάδα, διοργανώνοντας επίσης καθιστικές διαμαρτυρίες και απεργίες.
Παρεμπιπτόντως, ο Connerotte είχε παυθεί με την αιτιολογία της μεροληψίας καθώς είχε συμμετέχει σε φιλανθρωπικό δείπνο για τους γονείς των εξαφανισμένων παιδιών.
Παύθηκε όμως σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή της έρευνας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Τα εγκλήματα που είχε διαπράξει ο άνεργος ηλεκτρολόγος Ντιτρού, μετά την αποφυλάκισή του το 1991, δεν τα χωρά ανθρώπου νους.
Στις 24 Ιουνίου 1995 είχε απαγάγει τις οκτάχρονες συμμαθήτριες Julie Lejeune και Melissa Russo, ενώ έκαναν βόλτα. Τις φυλάκισε σε ένα μπουντρούμι που είχε ο ίδιος ειδικά κατασκευάσει σε σπίτι του στο Charleroi, τις βίαζε επανειλημμένα και γύριζε βίντεο με την κακοποίηση.
Δυο μήνες αργότερα, στις 23 Αυγούστου, μαζί με τον συνεργάτη του Michel Lelièvre, απήγαγαν τις έφηβες An Marchal και Eefje Lambrecks, φίλες που βρίσκονταν σε διακοπές και μόλις είχαν βγει από ένα κλαμπ. Αφού τις κράτησε κλεισμένες ένα μήνα σε ένα υπνοδωμάτιο στο ίδιο σπίτι με τα οκτάχρονα, θα τις έθαβε ζωντανές, τυλιγμένες σε νάιλον, μαζί με τη βοήθεια του συνεργάτη του Bernard Weinstein.
Τον Νοέμβριο ο Ντιτρού θα σκότωνε και τον Weinstein καθώς ο τελευταίος αναζητούνταν από την αστυνομία για ένα κλεμμένο φορτηγάκι και ο παιδοβιαστής φοβόταν ότι τα ίχνη του θα ενέπλεκαν και εκείνον. Τον επόμενο μήνα, όμως, ήταν ο Ντιτρού που θα συλλαμβάνονταν για την ίδια κλοπή και θα φυλακιζόταν για τέσσερις μήνες.
Ήταν εκείνο το διάστημα που τα δύο οκτάχρονα θα πέθαιναν από ασιτία στο κελί. Ο Ντιτρού είχε δώσει οδηγίες στην σύζυγο, μητέρα των τριών παιδιών του και πρώην δασκάλα Μισέλ Μαρτίν να τις ταΐζει, αλλά εκείνη δεν το έκανε επειδή «φοβόταν πολύ» ότι θα της επιτεθούν. Αργότερα, ο Ντιτρού θα τις έθαβε στον κήπο ενός άλλου σπιτιού του.
Τα κορίτσια αυτά ήταν ακόμα ζωντανά όταν η αστυνομία έψαξε για πρώτη φορά το σπίτι του Ντιτρού. Οι αστυνομικοί άκουσαν κάτι σαν παιδικές κραυγές, αλλά καθώς θεώρησαν ότι έρχονταν απ’ έξω, δεν ερεύνησαν περισσότερο.
Τον Μάιο του 1996, ο Ντιτρού και ο Lelièvre απήγαγαν τη 12χρονη Sabine Dardenne ενώ πήγαινε στο σχολείο της με το ποδήλατο. Φυλακίστηκε κι αυτή στο υπόγειο μπουντρούμι και βιάστηκε επανειλημμένα.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Ντιτρού με τον συνεργάτη του απήγαγαν και τη 14χρονη Laetitia Delhez ενώ επέστρεφε πεζή στο σπίτι της.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Ντιτρού και ο Lelièvre συνελήφθησαν. Ο Ντιτρού οδήγησε την αστυνομία στο υπόγειο όπου τα δυο τελευταία κορίτσια βρέθηκαν ζωντανά. Η Sabine ήταν αλυσοδεμένη από το λαιμό για 79 μέρες. Έγινε εκταφή των πτωμάτων των άλλων θυμάτων.
Θα περνούσαν όμως οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά τη σύλληψη του τέρατος του Βελγίου και τη «Λευκή Διαδήλωση» για να καταδικαστεί, το 2004, σε ισόβια για την απαγωγή και τον βιασμό έξι κοριτσιών, το 1995 και το 1996, και για τον θάνατο δύο εξ αυτών.
Η υπόθεση τραυμάτισε τόσο βαθιά το Βέλγιο που πάνω από το 30% των Βέλγων που έφεραν το επώνυμο Ντιτρού έσπευσαν να το αλλάξουν.
Ωστόσο, φαίνεται πως δεν διαλευκάνθηκε ποτέ πλήρως. «Κάτι είναι σάπιο στο κράτος του Βελγίου», έγραφε το 2002 ο Guardian, σε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ. Τότε, έξι χρόνια μετά τη σύλληψη του Ντιτρού, δεν είχε καν οριστεί ημερομηνία για τη δίκη του.
Δεν ήταν όμως μόνο η χρονοτριβή. Μια σειρά αβλεψιών και σοβαρών παραλείψεων της αστυνομίας και η αντικατάσταση σε κρίσιμο χρονικό σημείο ενός καίριου δικαστή και της ικανής ομάδας αστυνομικών που ερευνούσαν την υπόθεση έκαναν πολλούς να ισχυρίζονται ότι στην υπόθεση Ντιτρού συγκαλύφθηκε ολόκληρο κύκλωμα που φέρεται να βρισκόταν πίσω από τον παιδοβιαστή και να άγγιζε τα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας.
Οι ενδείξεις ότι ο Ντιτρού ήταν η κορυφή του παγόβουνου σε κύκλωμα παιδόφιλων βαφτίστηκαν θεωρίες συνωμοσίας – και σε αυτές ρίχτηκε το φταίξιμο για την απίστευτη κωλυσιεργία των αρχών. «Ενδείξεις για την ύπαρξη ενός δικτύου, όχι μόνο δεν ερευνήθηκαν, αλλά φαίνεται πως μάλλον αγνοήθηκαν ή θάφτηκαν», τόνιζε ο Guardian.
Το πρώτο καμπανάκι χτύπησε όταν ο (ναρκομανής και κλέφτης) συνεργάτης του Ντιτρού, Michel Lelievre, είπε στην αστυνομία μετά τη σύλληψή του ότι είχαν απαγάγει τα κορίτσια για λογαριασμό κάποιου άλλου.
Ο κύριος ύποπτος ήταν ο Βέλγος επιχειρηματίας Jean Michel Nihoul, ιδιοκτήτης νυχτερινών κλαμπ και «σεσημασμένη» φάτσα σε πάρτι οργίων. Σύμφωνα με τον Levievre, συναντούσε συχνά τον Ντιτρού και σχεδίαζαν διάφορα. Ο δικαστής Connerotte πίστευε ότι ο Nihoul ήταν ο εγκέφαλος της όλης επιχείρησης. Όταν όμως οι αρχές ξεκίνησαν να ξετυλίγουν το νήμα, ο Levievre σταμάτησε ξαφνικά να συνεργάζεται, ισχυριζόμενος ότι τον απειλούσαν, επισημαίνει ο Guardian.
«Είμαι το τέρας του Βελγίου», έλεγε ο Nihoul σύμφωνα με το BBC, και περίμενε ότι δεν θα καταλήξει ποτέ στο δικαστήριο καθώς οι πληροφορίες που ισχυριζόταν πως έχει για σημαντικούς ανθρώπους θα έριχναν την κυβέρνηση και θα διέλυαν τη χώρα.
Ο Nihoul τελικά καταδικάστηκε για συμμετοχή σε κύκλωμα τράφικινγκ ναρκωτικών και ανθρώπων στο Βέλγιο, και όχι για απαγωγές και βιασμούς. Ήταν μεταξύ των 13 ατόμων στα οποία απαγγέλθηκαν κατηγορίες σχετικά με την υπόθεση.
Ο Ντιτρού είχε κάποια στιγμή φυλακιστεί για κλοπή αυτοκινήτων, όπως προαναφέρθηκε. Τα στοιχεία όμως έδειχναν ότι η κλοπή αυτοκινήτων συνδεόταν με τις απαγωγές παιδιών. Το αυτοκίνητο με το οποίο απήχθησαν η Julie και η Melissa δεν βρέθηκε ποτέ. «Ερευνητές πιστεύουν ότι ο Ντιτρού και ο Nihoul οργάνωναν ένα δίκτυο τράφικινγκ, πορνείας, που περιλάμβανε αυτοκίνητα και την εισαγωγή κοριτσιών από τη Σλοβακία», έγραφε το BBC.
Ωστόσο, συνέχιζε το ρεπορτάζ, η Γενική Εισαγγελέας Anne Thilly διαχώρισε τις κλοπές αυτοκινήτων από τις απαγωγές, και ερευνήθηκαν ως δύο διαφορετικές υποθέσεις από διαφορετικές αστυνομικές υπηρεσίες. Κι έτσι η πιθανή σύνδεση χάθηκε για πάντα.
Ένας έμπορος παλιοσίδερων στο Charleroi, ο Bruno Tagliaferro, ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει κάτι για το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν απαχθεί τα κορίτσια. Σύντομα βρέθηκε νεκρός. Από καρδιακή προσβολή είπαν. Αλλά η εκταφή που αποφάσισε η γυναίκα του μην πιστεύοντας την εκδοχή της καρδιακής προσβολής, έδειξε ότι τελικά είχε δηλητηριαστεί. Λίγο μετά, ο έφηβος γιος της θα βρισκόταν νεκρός στο κρεβάτι της. Αυτοκτονία ή ατύχημα, ήταν η επίσημη εξήγηση. ΄
Ήταν μόνο ένας από τους 20 μυστηριώδεις θανάτους πιθανών μαρτύρων μετά τη σύλληψή του Ντιτρού, οι οποίοι «ενίσχυσαν τις υποψίες για συγκάλυψη που φθάνει στα ανώτατα επίπεδα», σημείωνε ο Guardian.
Η υπεράσπιση του Ντιτρού άφησε σαφείς υπόνοιες ότι πίσω από αυτόν βρισκόταν δίκτυο παιδόφιλων και παιδοβιαστών. Σύμφωνα με την Telegraph, αναφέρθηκαν σε εκατοντάδες ανθρώπινες τρίχες, που βρέθηκαν στο μπουντρούμι του Ντιτρού και καταδείκνυαν ότι υπήρχαν κι άλλοι που είχαν «επισκεφθεί» εκεί τα κοριτσια. Οι αρχές δεν ανέλυσαν ποτέ το DNA από τις τρίχες.
Επιπλέον, η βελγική αστυνομία παραδέχτηκε ότι θα μπορούσαν να έχουν σώσει ζωές αν είχαν παρακολουθήσει τα βίντεο από το σπίτι του Ντιτρού που τον έδειχναν να κατασκευάζει το φρικτό υπόγειο. Δεν τα είχαν.
Ακόμα, πήρε στην αστυνομία 14 μήνες να συλλάβει τον κύριο ύποπτο Ντιτρού μετά την εξαφάνιση των δύο οκτάχρονων και πέντε μήνες μέχρι να ερευνήσει το σπίτι του. Όταν το ερεύνησε (μόνο ένας αστυνομικός με έναν κλειδαρά) τα δύο κορίτσια ήταν ακόμα ζωντανά – ήταν τότε που αγνόησαν τις κραυγές τους. Μέχρι να συλληφθεί ο Ντιτρού, αυτά και άλλα δύο θύματά του ήταν πια νεκρά.
Ταυτόχρονα, η Washington Post σημείωνε ότι η ίδια η αστυνομία είχε κάποια στιγμή δηλώσει ότι ο Ντιτρού ήταν μέρος ενός ευρύτερου δικτύου παιδικής πορνείας που μπορεί να ευθυνόταν και για άλλες εξαφανίσεις. Υπήρχαν ισχυρισμοί ότι οι σπείρα του πρόσφερε 5.000 δολάρια για κάθε νέο θύμα. «Ως κλέφτες αυτοκινήτων μερικής απασχόλησης μπορεί να απολάμβαναν την προστασία της τοπικής αστυνομίας», σημειωνόταν.
Διαβάζοντας το μακάβριο κατηγορητήριο των 74 σελίδων στους 12 ενόρκους, ο εισαγγελέας Michel Bourlet φάνηκε να αποδέχεται την πιθανότητα ύπαρξης κυκλώματος, ισχυριζόμενoς ότι εκτός από τον Ντιτρού «και άλλοι βίασαν, κακοποίησαν και δολοφόνησαν» τα κορίτσια.
Ο Bourlet βρισκόταν σε συνεχή διαμάχη επί επτά χρόνια με τον δικαστή Jacques Langlois, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Connerotte και επέμενε ότι ο Ντιτρού ήταν ένας «μεμονωμένος ανώμαλος». Έχει γραφτεί ότι μετά την παύση του Connerotte ο φάκελος Ντιτρού δεν εμπλουτίστηκε με κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο.
Το 2009, ήρθαν και τα Wikileaks με τη δημοσίευση του «Φακέλου Ντιτρού» να αποκαλύψουν και άλλα στοιχεία για την υπόθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βελγικές αρχές προσπάθησαν –ανεπιτυχώς- να πιέσουν τα Wikileaks να αποσύρουν τον συγκεκριμένο φάκελο.
Σύμφωνα με τα Wikileaks, «ο Ντιτρού ήταν άνθρωπος του ευρωπαϊκού υποκόσμου του εγκλήματος και η υπόθεση συνδεόταν με άλλους ανθρώπους του υπόκοσμου, με τη διαφθορά στην αστυνομία, και από εκεί με Βέλγους πολιτικούς».
Το πιο σημαντικό ίσως που αποκάλυψαν τα Wikileaks ήταν οικονομικές συναλλαγές που αφορούσαν σε μεγάλα ποσά, σε διάφορα νομίσματα. Ο φάκελος δείχνει πληρωμές εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων στη σύζυγο του Ντιτρού, Μαρτίν, και στον προσωπικό λογαριασμό του βιαστή.
Πού είχε βρει τα λεφτά ο άνεργος ηλεκτρολόγος που, όπως έγραφε ο βελγικός Τύπος, μετά την αποφυλάκισή του το 1991 ζούσε αποκλειστικά από κρατικά επιδόματα 1.200 δολαρίων μηνιαίως τα οποία είχαν εγκριθεί λόγω διάφορων νοσημάτων που απέκτησε στη φυλακή; Γράφτηκαν διάφορες πιθανές εξηγήσεις, αλλά το ερώτημα ποτέ δεν απαντήθηκε πειστικά.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο «X-Files: Τι δεν έπρεπε να γνωρίζει το Βέλγιο για την Υπόθεση Ντιτρού», στην περιοχή των Βρυξελλών γύρω στα 1.300 ανήλικα παιδιά είχαν εξαφανιστεί μεταξύ 1991 και 1996. Ένας από τους κορυφαίους αξιωματούχους της αστυνομίας, ο Patriek De Baets, και η ομάδα του, στην οποία είχε αναθέσει την έρευνα της υπόθεσης ο δικαστής Connerotte, διαπίστωσε ότι μετά από μερικές εξαφανίσεις, ο Ντιτρού κατέθετε μεγάλα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς. «Μέσα σε τέσσερα χρόνια μετά την πρόωρη αποφυλάκισή του… ο κ. Ντιτρού –του οποίου το μόνο εισόδημα ήταν κρατικά επιδόματα- είχε περιουσία έξι εκατομμυρίων φράγκων, ένδειξη για τους ερευνητές ότι ενεργούσε για άλλους, πιο υψηλά ιστάμενους σε ένα κύκλωμα παιδόφιλων και πορνείας», έγραφαν οι New York Times με αφορμή το βιβλίο.
Ο όρος «X-Files» στην περίπτωση του Βελγίου δεν αναφέρεται στη γνωστή αμερικανική σειρά, αλλά σε ανατριχιαστικές καταθέσεις μαρτύρων για ένα δίκτυο παιδόφιλων. Οι πέντε γυναίκες και μία τρανσέξουαλ που κατέθεσαν ανώνυμα στο Βέλγιο υπό το κωδικό όνομα X, και που είχαν προσέλθει μετά τη σχετική έκκληση του δικαστή Connerotte προς όλα τα θύματα παιδόφιλων, περιέγραψαν έναν αδίστακτο υπόκοσμο που έφτανε μέχρι τον σαδισμό και τα βασανιστήρια και είπαν ότι σε αυτόν συμμετείχαν πολιτικοί και άλλοι μεγαλόσχημοι.
Οι μάρτυρες αυτοί είχαν θεωρηθεί φαντασιόπληκτοι και προβληματικοί ή με «ψευδή μνήμη» κατά τους ψυχιάτρους. Το βιβλίο «X-Files» αποδόμησε την κρατούσα αυτή άποψη.
Ο De Baets είχε αναλάβει την ανάκριση των μαρτύρων X. Η πρώτη μάρτυρας Χ1 που προσήλθε ήταν, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η Regina Louf. Η Louf κατέθεσε ότι την είχαν εκπορνεύσει από τα 12 της οι ίδιοι της οι γονείς: ένας «οικογενειακός φίλος» την έπαιρνε από το σχολείο και την πήγαινε σε σεξουαλικά όργια, όπου την έδινε σε άλλους άντρες και τη βιντεοσκοπούσαν.
Η Louf περιέγραψε στους αστυνομικούς τακτικούς πελάτες περιλαμβανομένων δικαστών, έναν από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς της χώρας (δεν βρίσκεται πια στη ζωή) και έναν γνωστό τραπεζίτη. Έδωσε τα ονόματα με τα οποία ήξερε τους άντρες αυτούς, και περιέγραψε με λεπτομέρειες τα σπίτια και τις περιοχές όπου την είχαν πάει μαζί με άλλα παιδιά για να «διασκεδάσουν» τους καλεσμένους.
Η «διασκέδαση» δεν ήταν μόνο σεξ, είπε. Περιλάμβανε σαδισμό, βασανιστήρια, ακόμα και δολοφονίες – και τα περιέγραψε όλα λεπτομερώς. Ένας από τους άντρες που τον ήξερε ως «Mich», o Jean Michel Nihoul, κακοποιούσε τα παιδιά με ιδιαίτερο σαδισμό, ανέφερε. Παρών εκεί ήταν και ο νεαρός τότε Ντιτρού, που σύμφωνα πάντα με τη Louf έφερνε ναρκωτικά και κάποια από τα κορίτσια.
Επρόκειτο για μια μαρτυρία-βόμβα που αν επιβεβαιωνόταν θα συμπαρέσυρε πολλούς και ισχυρούς μαζί με τον Ντιτρού.
Τότε ήταν που παύθηκε ο δικαστής Connerotte – λίγο μετά την εμφάνιση δημοσιευμάτων ότι θα αποκάλυπτε ονόματα ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων που είχαν αναγνωριστεί σε κατασχεμένες βιντεοταινίες και εν μέσω κατηγοριών για συγκάλυψη εγκλημάτων σε ανώτατο επίπεδο.
Λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του 1997, παύθηκε και η ειδική ομάδα της αστυνομίας που είχε ανακρίνει τους μάρτυρες Χ. «Μέχρι τώρα η αστυνομία πίστευε ότι είχε διασταυρώσει κομβικά στοιχεία στη μαρτυρία της Louf. Τουλάχιστον ένας από τους φόνους που είχε περιγράψει ταίριαζε με μια μη επιλυθείσα υπόθεση», έγραφε ο Guardian.
«Προσπαθήσαμε να εξακριβώσουμε αν αυτά που έλεγε ήταν πιθανό να έχουν συμβεί», θα έλεγε αργότερα ο De Baets. «Και, ναι, ήταν πιθανό».
Άλλοι μάρτυρες Χ, κατέθεσαν παρόμοιες ιστορίες κακοποίησης από παιδική ηλικία και περιέγραψαν «κυνήγι» παιδιών με ντόμπερμαν μέσα στα δάση.
Τότε, όπως γράφει ο Guardian, «ανέλαβαν δουλειά» τα ΜΜΕ, όπου είχε αφεθεί να διαρρεύσει το όνομα της Louf: «Το κρατικό κανάλι RTBF ξεκίνησε μια εκστρατεία για να αποδείξει ότι ο Ντιτρού ήταν ‘μεμονωμένος ανώμαλος’ που απήγε κορίτσια για τον εαυτό του, ότι δεν υπήρχε δίκτυο, ότι ο Nihoul ήταν αθώος και η Louf ψεύτρα. Ένα δημοφιλές πρόγραμμα παρουσίασε τη Louf με φόντο κοράκια που έτρωγαν μέσα από ερείπια και τους γονείς της σαν θύματα ενός φαντασιόπληκτου παιδιού. Αυτό που ήξεραν αλλά δεν έλεγαν τα μέσα, έγραφε η εφημερίδα, ήταν ότι ο «οικογενειακός φίλος» είχε παραδεχτεί στην αστυνομία τη «σχέση» που είχε με τη Louf. Αυτόν τον άφησαν ανενόχλητο, «ενώ αφιέρωσαν ώρες τηλεοπτικού χρόνου για να καταστρέψουν το όνομα του θύματός του, της Louf, της οποίας το μόνο έγκλημα φαίνεται πως ήταν ότι είχε αποφασίσει να καταθέσει για την οργανωμένη κακοποίηση που υπέστη ως παιδί».
Η καμπάνια πέτυχε. «Οι δικαστές ανακοίνωσαν ότι η Louf δεν θα κληθεί ως μάρτυρας σε καμία μελλοντική δίκη του Ντιτρού και τον συνεργατών του. Η κατάθεσή της, όπως κι εκείνες των δέκα μαρτύρων που είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του δικαστή Connerotte είχαν κηρυχθεί άνευ αξίας», κατέληγε ο Guardian.
Όταν το 2002 ο Guardian, παραθέτοντας αυτά τα στοιχεία, ρώτησε σχετικά τη Γενική Εισαγγελέα της Λιέγης Anne Thily, που είχε τη γενική εποπτεία στην υπόθεση Ντιτρού, εκείνη «ανασήκωσε τους ώμους και επανέλαβε την επίσημη γραμμή στο Βέλγιο, ότι η Louf είναι φαντασιόπληκτη και έχει επινοήσει τα πάντα».
Είκοσι τρία χρόνια μετά τη «Λευκή Διαδήλωση», στις 20 Οκτωβρίου 2019, 400 Βέλγοι συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες στη «Μαύρη Διαδήλωση» – για να διαμαρτυρηθούν (πάλι) για την προοπτική αποφυλάκισης του Ντιτρού. Στις 28 Οκτωβρίου 2019, τα βελγικά δικαστήρια διέταξαν τη σύνταξη νέας ψυχιατρικής έκθεσης για τον Ντιτρού, η οποία θα μπορούσε να σημαίνει την αποφυλάκισή του. Η έκθεση έπρεπε να έχει παραδοθεί μέχρι τον Μάιο του 2020, καθυστέρησε λόγω κορωνοϊού.
Το σίγουρο είναι ότι χάρη στην κινητοποίηση των εξοργισμένων με τη στάση των αρχών πολιτών, εξαιτίας της υπόθεσης Ντιτρού επήλθαν αλλαγές στην αστυνομία και το σύστημα δικαιοσύνης του Βελγίου.
Ωστόσο, όπως επισήμαινε έρευνα του Πανεπιστημίου του Cambridge (2010), τελικά δεν αποδόθηκαν ποτέ πολιτικές ευθύνες σε κανέναν και τα κόμματα δεν συμφώνησαν για μια ευρεία γενική μεταρρύθμιση. «Καθώς δεν επήλθε κάθαρση από την αρχική έρευνα, η αίσθηση κρίσης που δημιουργήθηκε από την υπόθεση Ντιτρού διευρύνθηκε σε κρίση θεσμών, που απειλούσε όχι μόνο το σύστημα δικαιοσύνης, αλλά σε έναν βαθμό και όλο το βελγικό πολιτικό σύστημα».
Τον περασμένο Ιούνιο, δημοσιευόταν στον βελγικό Τύπο ότι είχε ξεκινήσει η κατεδάφιση του «σπιτιού του τρόμου», εκεί που ο Ντιτρού φυλάκιζε τα θύματά του. Το υπόγειο της φρίκης θα διατηρηθεί και το σημείο θα μετατραπεί σε κήπο εις ανάμνησιν των θυμάτων.
Καθώς όμως αρκετοί αμφισβητούν ότι αποδόθηκε πλήρως δικαιοσύνη, τα νεκρά και εξαφανισμένα κορίτσια στοιχειώνουν ακόμα τη χώρα.