Ηγήθηκε της πραγματικά μεγάλης Εθνικής Αργεντινής, αυτής του μπάσκετ. Έσπασε, το 2002 στην Ιντιανάπολις, το άβατο της Ντριμ Τιμ. Το ξανάεκανε δύο χρόνια μετά στους Ολυμπιακούς της Αθήνας (αυτήν την φορά δεν υπήρχε Πιτσίλκας κι ανέβηκε στο πιο ψηλό σκαλί του βάθρου), επιβεβαιώνοντας ότι ο δρόμος ήταν διάπλατα ανοιχτός και για το δικό μας έπος στη Σαϊτάμα το 2006. Έγινε σημαία των Spurs, συμπληρώνοντας 16 σεζόν στα σπιρούνια – στην Αμερική δε φόρεσε άλλη φανέλα κι αυτό είναι το πιο μεγάλο παράσημο στην Λίγκα που (σχεδόν) όλοι είναι αναλώσιμοι. Κατέφθασε στο ΝΒΑ με μοδάτο ιταλικό κοντό (ηττημένος στην Μπολόνια από τον Παναθηναϊκό), έστρωσε καρεδάκι, φεύγει περήφανος καραφλός – στο μεταξύ πήρε 4 πρωταθλήματα, έπαιξε σε 2 all star games, αναδείχθηκε σε καλύτερο 6ο παίκτη το 2008 και δύο φορές ήταν μέλος της τρίτης καλύτερης πεντάδας του πρωταθλήματος. Έμαθε στους Αμερικάνους το eurostep πολύ πριν γίνει το πυρηνικό όπλο του φτεροπόδαρου Γιάννη Αντετοκούνμπο. Κάρφωνε στα μούτρα των αθλητικών σέντερ στο ξεκίνημα, στα χρόνια της ωριμότητας πάσαρε σαν να παίζει μονό στην γενέτειρα Μπαϊα Μπλάνκα, στο φινάλε λίγα χέρια ήταν πιο σίγουρα από τα δικά του την ώρα του clutch. Δεν έλειψε, παρολ’ αυτά, σχεδόν ποτέ από την «αλμπισελέστε» – κάθε καλοκαίρι ετοιμαζόταν για νέες περιπέτειες μαζί με τον Σκόλα, τον Πριχιόνι, τον Νοτσιόνι και τα υπόλοιπα μέλη της πιο πορωτικής ομάδας μετά το μιλένιουμ. Ίσως γιατί κι εκείνος ήταν ο πιο πορωτικός παίκτης της τελευταίας εικοσαετίας.
Το σημαντικότερο; Δε φοβήθηκε ποτέ.
«Ποιο είναι το πράγμα που πάντα θα θυμάστε από τον Μανού Τζινόμπιλι;», ρώτησαν τους αναλυτές στο blogtable του nba.com. Κι ο Ντέιβιντ Όλντριτζ είπε αυτό ακριβώς που κάποια στιγμή έχουμε σκεφτεί όλοι, αυτό που τελικά χαρακτηρίζει την υστεροφημία του μεγάλου Μανού.
«Έπαιζε χωρίς απολύτως κανένα φόβο – τον φόβο της ήττας, του αντιπάλου, οποιασδήποτε συνέπειας, του Γκρεγκ Πόποβιτς ακόμα. Όταν ο Τζινόμπιλι βρισκόταν στον παρκέ δεν είναι ότι έκανε τον νταή ή ότι δε σεβόταν τους ανταγωνιστές του. Το έκανε. Αλλά μπορούσε να δοκιμάσει οτιδήποτε. Οποιαδήποτε στιγμή του περνούσε από το μυαλό».