«Μα καλά, τι δουλειά έχουν ένα μάτσο Ρώσοι επιστήμονες στη Γαύδο;»

Από κοντά, πριν καν συστηθούμε, όταν τους έκανα την πιο απλή ερώτηση απ’ όλες, πως γίνεται δηλαδή άνθρωποι της επιστήμης και της λογικής να μιλούν για αθανασία του ανθρώπου, μου τα είπαν κάπως πιο απλά, ακριβώς γιατί δε μπορούσαν να μεταφέρουν στον προφορικό τους λόγο τα παραπάνω άπταιστα ελληνικά.

«Με συγχωρείς αλλά ο άνθρωπος είναι λέρα. Δεν του φτάνει τίποτα, θέλει μόνο να αρπάζει, να έχει όλο και περισσότερα. Είναι μόνος του και κυνηγάει. Η δική μας απασχόληση, λοιπόν, είναι να ψάχνουμε να βρούμε ένα δρόμο προς κάτι άλλο. Είναι τεράστιο θέμα. Η φιλοσοφία γεννήθηκε στη χώρα που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Δεν ξέρω αν προσβάλλουμε με αυτά που λέμε, αλλά Έλληνας με ταυτότητα και Έλληνας στην ουσία, δε συμπίπτουν. Ο Πυθαγόρας, όμως, που ήταν Έλληνας, ήταν ο πιο σπουδαίος φιλόσοφος. Εμείς, λοιπόν, ερευνώντας όλο αυτό λέμε ότι η Ελλάδα είναι πατρίδα της φιλοσοφίας. Και ήρθαμε εδώ θέλοντας να σμίξουμε με τους κληρονόμους αυτής της σκέψης».

Ήταν ένα σχέδιο εξαρχής δύσκολο, γιατί ήταν ακριβώς αυτές οι αναζητήσεις που τους κρατούσαν σε απόσταση από τους υπόλοιπους, ακόμη και από αυτούς με τους οποίους είχαν (και έχουν ακόμη) πιο στενές συναναστροφές. Όχι γιατί οι υπόλοιποι, «οι κληρονόμοι αυτής της σκέψης», όπως λένε, δε φιλοσοφούν, αλλά γιατί το κάνουν με ένα πιο λαϊκό, πρωτόλειο τρόπο (και αυτό δεν το λέω για κακό), σε ένα επίπεδο που δεν έχει χώρο για αμφισβήτηση των θείων ούτε για όσους πιστεύουν, ούτε για όσους λένε ότι δεν πιστεύουν μόνο και μόνο γιατί ρίχνουν κάθε μέρα χριστοπαναγίες, σε ένα επίπεδο που σχεδόν κανείς δεν έχει όρεξη να ασχοληθεί με θεωρίες όπως ότι δεν ισχύει ο νόμος του Νεύτωνα («Τόσοι αιώνες πέρασαν και μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πραγματική απόδειξη ότι ο νόμος του Νεύτωνα ισχύει. Όλα τα πειράματα είναι φτιαγμένα έτσι για να καταλήγουν σε απόδειξη. Κι εσύ στο σχολείο μαθαίνεις ότι λειτουργεί, το θυμάσαι και το πιστεύεις για μια ζωή. Σαν τη θρησκεία») ή ότι οι Αμερικανοί δεν πάτησαν ποτέ τους στο φεγγάρι («Όλοι οι επιστήμονες, από τους πιο χαζούς μέχρι τους πιο ανώτερους, ξέρουν ότι οι Αμερικανοί δεν ήταν στο φεγγάρι. Όμως δισεκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι πήγαν και περπάτησαν εκεί. Αφού λοιπόν πήγαν το 1960, τώρα που είναι 2014 γιατί δεν έχουν ξαναπάει;»), να κάνει δηλαδή τέτοια άλματα λογικής (που, αν με ρωτάς, καταλήγουν στο κενό), τέτοιες ακραίες υπερβάσεις χωρίς εμφανές έρεισμα στην πραγματικότητά τους, γιατί είναι σαν να έχουν κλείσει με το κεφάλαιο «ακραίες υπερβάσεις», άπαξ και πήραν την απόφαση να ζήσουν εδώ. Έκαναν την υπέρβασή τους και τώρα μπορεί να τους είναι αρκετή απλά μία βόλτα ανάμεσα στους κέδρους, μακριά από την τηλεόραση.

Η μικρή κουζίνα του σπιτιού τους.

Αν δεν υπήρχαν μερικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τίποτα δε θα μαρτυρούσε ότι εδώ ζουν άνθρωποι που έχουν σχέση με την τεχνολογία.

Ήταν ένα σχέδιο που τελικά απέτυχε, όταν αποφάσισαν να χτίσουν ένα ναό του Απόλλωνα, όχι γιατί δηλώνουν δωδεκαθεϊστές (δεν πιστεύουν σε κανέναν θεό και σε όλους μαζί, αν κρίνω από όσα μου είπαν και από όσα λένε στις διαλέξεις τους που αναρτούν online) αλλά με σκοπό να τον χρησιμοποιήσουν ως ένα ακόμη μέσο για την ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ως πηγή του Ευρωπαϊκού, όπως ανέφεραν το 2011 και στην ανοιχτή επιστολή τους προς τον δήμαρχο, για να εισπράξουν μία άρνηση τόσο από εκείνον όσο και από την εκκλησία, που μου φαίνεται λίγο δύσκολο να τους φάνηκε τόσο απρόσμενη όσο μου την περιγράφουν σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια μετά, με την πικρία κάποιων που δε θέλουν να δώσουν πια μεγάλη αξία σε αυτούς που τους πίκραναν.

«Αντιδράσανε με βλαμμένο τρόπο. Είχε γίνει χαμός, μας έλεγαν “πως τολμάτε, είναι χριστιανικός ο χώρος” και τέτοια. Πως μεγαλώνει ένα παραμύθι στον κόσμο, ε; Ένας ακούει κάτι από δω, το λέει σε άλλον, μετά το ακούει άλλος και ξαφνικά, γίναμε οι “απόστρατοι του Τσερνόμπυλ που φτιάχνουν ναό του Απόλλωνα”. Αυτή είναι πια η ιστορία για εμάς».

«Δε θα τον χτίσετε ποτέ δηλαδή;» λέω και στους δύο ενώ με τα μάτια μου τους δείχνω τη μακέτα του ναού που τόση ώρα βλέπω στο πιο ψηλό ράφι της ξύλινης βιβλιοθήκης τους και σκέφτομαι ότι αν κατασκεύασαν μία καρέκλα στην Τρυπητή τόσο μεγάλη θέλοντας, φαντάζομαι, να κάνουν ένα δικό τους, σχεδόν εικαστικό σχόλιο πάνω στην ιδέα της ανθρώπινης ύπαρξης, πως θα διαχειρίζονταν τις διαστάσεις ενός ολόκληρου ναού. «Τώρα, πάει. Νάτος ο ναός!» μου λένε και τα βλέμματά μας συναντιώνται στους μικροσκοπικούς κίονες.

Η επιγραφή που τοποθέτησαν έξω από το σπίτι τους.

Κανείς δεν ξέρει πόσοι από τους επτά πρώτους Ρώσους, πόσοι πέρα από τον Αλεξέι Γιούζγκιν και τον Αλέξανδρο Γιούντιν, παραμένουν σήμερα στη Γαύδο. Κάποιοι έφυγαν και ξαναγύρισαν, κάποιοι άλλοι έφυγαν οριστικά μετά το «Ναός-gate» με προορισμό τη Βενεζουέλα. Η καθημερινότητα όσων έχουν απομείνει, πάντως, συνεχίζεται περίπου όπως ξεκίνησε, έστω και αν οι σχέσεις τους με τους ντόπιους δε θα επιστρέψουν ποτέ στα «προ-Απόλλωνα» φιλικά επίπεδα, έστω και αν αυτοί που τους αναζητούν περισσότερο είναι κάποιοι από τους σκηνίτες της Γαύδου, σαν τον Βασίλη που έφυγε από το Λονδίνο και μένει σε μια καβάτζα στο Λαβρακά γιατί «στη Γαύδο υπάρχει πολύς χώρος για σκέψη, για να ισορροπήσεις», που ήταν μέσα στο σπίτι τους πριν φτάσω εγώ και τους ακούει με προσοχή, ακόμη και όταν τον κρίνουν.

«Έρχονται παιδιά με λεφτά, με πτυχία, είναι τυπικά δείγματα σύγχρονου ανθρώπου. Και τι κάνουν εδώ; Αλήθεια τίποτα. Μένουν σε σκηνές στις παραλίες. Και σ’ ένα χρόνο τους πιάνει αρρώστια ή βλακεία και τους τραβάνε πίσω στο σπίτι οι γονείς. Είναι λυπηρό. Λένε ότι θέλουν να έρθουν πιο κοντά στη φύση. Τι θα πει αυτό; Είναι ο άνθρωπος μακριά από τη φύση; Στο σάλιο μου δεν έχει φύση; Στα μαλλιά μου; Στα κύτταρα; Εμείς οι ίδιοι είμαστε φύση. Πως λοιπόν να πάω πιο κοντά;»

«Επιτέλους, συμφωνούμε σε κάτι», τους λέω, γιατί τόσες ώρες δεν τους έχω πει ότι αυτά που μου λένε μού ακούγονται κουζουλά, όπως θα έλεγαν και στην Κρήτη. Ίσως γιατί εγώ δεν είμαι φιλόσοφος και δεν ξεκίνησα από την άλλη άκρη του κόσμου για να πάω στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, να χτίζω εκεί σπίτια, να αφαλατώνω θαλασσινό νερό και μετά να το ζεσταίνω με αυτοσχέδιους ηλιακούς συλλέκτες, να κατασκευάζω μηχανήματα που χρησιμοποιούν ως καύσιμο την τσικουδιά για να κάνουν ηλεκτροκόλληση («Το δείξαμε εδώ στους ανθρώπους. Ένα μηχάνημα που μετατρέπει την τσικουδιά σε πλάσμα. Που να σου εξηγώ τώρα, θέλω πέντε ώρες τουλάχιστον»), να ξεκινήσω την κατασκευή ενός ναού του Απόλλωνα και όταν οι κάτοικοι μου απαγορεύσουν να το κάνω, να τη σταματήσω εκεί που την είχα ξεκινήσει, για να την ξεκινήσω κάπου αλλού και τελικά να χτίσω τον ναό μέσα στο δάσος, κάτι που αρκετοί κάτοικοι το έχουν μάθει αλλά ελάχιστοι έχουν πάει να τον δουν με τα μάτια τους και οι διηγήσεις τους στους υπόλοιπους που δεν τον έχουν δει, δεν είναι ακριβώς ότι δεν τους πείθουν, αλλά ότι οι υπόλοιποι αποφασίζουν να μην πεισθούν (ακόμη κι αν έχουν δει έστω από μακριά μία περίεργη στέγη να προεξέχει πάνω από τους κέδρους και τα πεύκα) γιατί ίσως να μη θέλουν να συνειδητοποιήσουν ότι οι Ρώσοι τους αγνόησαν τελικά, και έκαναν αυτό που ήθελαν – απλώς δεν το διατυμπανίζουν.

Εγώ, λοιπόν, που δεν είμαι φιλόσοφος, προσπαθώ απλώς να πιστεύω ότι ο κόσμος που ζούμε σήμερα, ακόμη κι αν δεν είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να υπάρξει μέχρι σήμερα, είναι καλύτερος από αυτόν που υπήρχε χθες. Για να μπορώ, έτσι, να πιστεύω ότι ο κόσμος που θα έρθει αύριο θα είναι καλύτερος από τον σημερινό. Γιατί για μένα αυτό είναι το νόημα.

«Κάνεις λάθος, δεν υπάρχει νόημα», μου λένε. Και τότε τι κάνουμε όλοι εδώ; Όχι στο νοτιότερο σημείο της Ελλάδας. Όχι στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Τι κάνουμε όλοι εδώ γενικώς.

Αυτό σκεφτόμουν όταν η μπουκαπόρτα του πλοίου σηκωνόταν και η Γαύδος έμενε πίσω μου.

Αυτό σκεφτόμουν όταν επέστρεφα στην πραγματικότητα.

Page: 1 2 3 4

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος