Λιπάσματα Δραπετσώνας: Ρεπορτάζ στην αστική έρημο της Αττικής

Η αρχή

«Στη Δραπετσώνα η ζωή είναι κατάρα. Όποιος δεν φοβάται κόλαση να έρθει εδώ να ζήσει με χιλιάδες ψυχές στη μεγαλύτερη παραγκούπολη της χώρας, […] να έχει στα ρουθούνια του το μαζούτ που καίει η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ και τα δεκάδες εργοστάσια, να πέφτει από ψηλά σαν πούδρα στα ρούχα του η σκόνη από τις καμινάδες του τσιμεντάδικου ΗΡΑΚΛΗΣ και να τα διαλύει, να ανασαίνει τα δηλητήρια που ξερνάει η μεγάλη τσιμινιέρα του Εργοστασίου των Λιπασμάτων και να σκάβουν τα σωθικά του για να καταλάβει αυτό που λένε εδώ οι κολασμένοι: Αν δεν αναπνέουμε θα πεθάνουμε, αν αναπνέουμε θα πεθάνουμε.» 
Έτσι περιγράφεται η  ζωή στη Δραπετσώνα στα μέσα της δεκαετίας του ’50 από τον Διονύση Χαριτόπουλο, στο βιβλίο του «Εκ Πειραιώς».  

Στις αρχές του 20ου αιώνα, στη σχεδόν έρημη από κατοίκους περιοχή της Δραπετσώνας δημιουργήθηκε μια μεγάλη βιομηχανική ζώνη. Το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος της ΔΕΗ, οι δεξαμενές καυσίμων της SHELL (μετέπειτα της ΒΡ) και φυσικά η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, τα γνωστά Λιπάσματα που έδωσαν όνομα σε μία ολόκληρη περιοχή και  σημάδεψαν την ιστορία της. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ιδρύθηκε το 1909, ξεκίνησε με κάποιες εκατοντάδες εργατών την παραγωγή λιπασμάτων, οξέων, φυτοφαρμάκων και γυαλιού και στις καλύτερες μέρες του έφτασε να απασχολεί χιλιάδες, κυρίως πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Οι ξεριζωμένοι και κατατρεγμένοι αποτέλεσαν τα φθηνά εργατικά χέρια που αναζητούσε η βιομηχανία. «Χειρότερο τόπο δεν θα μπορούσαν να βρουν για τους τριάντα χιλιάδες ξεκληρισμένους που κουβάλησαν να εγκαταστήσουν εδώ να δουλέψουν στα εργοστάσια και ας τους δίνουν ένα μπουκάλι γάλα την ημέρα, αντίδοτο στο χτικιό που τους θερίζει. Στη Δραπετσώνα δεν φυτρώνει τίποτα» αφηγείται ο Χαριτόπουλος.

Τέλος εποχής – Η αποβιομηχανοποίηση

Για 90 ολόκληρα χρόνια, μέχρι την παύση της λειτουργίας του το 1999, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ρύπαινε τον αέρα, τη θάλασσα και το έδαφος της Δραπετσώνας και της ευρύτερης περιοχής, καταστρέφοντας την υγεία των κατοίκων της. Ακόμη και οι νεώτεροι θυμούνται την ατμόσφαιρα να γίνεται κίτρινη από τη σκόνη που άπλωνε το φουγάρο  του εργοστασίου και κατέληγε στο σώμα τους. Ωστόσο, στο κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας χρησιμοποιήθηκε μάλλον προσχηματικά. 

Το 2003 η Εθνική Τράπεζα, στην οποία περιήλθε το εργοστάσιο λόγω χρεών, εξασφάλισε την απαραίτητη άδεια και το κατεδάφισε σχεδόν ολοκληρωτικά. Από τη ρυπαίνουσα βιομηχανία  περάσαμε στο «αποστειρωμένο» πολεοδομικό κενό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής του ΕΜΠ Νίκος Μπελαβίλας. Διασώθηκαν μόνο τέσσερα κτίρια, ανάμεσά τους πιο χαρακτηριστικό το υαλουργείο με την καμινάδα του. Μοναδικά και μοναχικά μνημεία. Ίσως αύριο να μην υπάρχουν ούτε αυτά καθώς αν και διατηρητέα, αυτή τη στιγμή ρημάζουν. Ίσως αύριο να μην υπάρχει στο σημείο αυτό τίποτα που να θυμίζει το εργοστάσιο που διαμόρφωσε την ταυτότητα της τοπικής κοινωνίας και σημάδεψε την εξέλιξή της. 

Τι γίνεται σήμερα

Δώδεκα χρόνια μετά την ισοπέδωση του υποτιθέμενου εμποδίου και ενώ έχουν εκπονηθεί ήδη πέντε μελέτες για την αξιοποίησής της, η περιοχή παραμένει μία «αστική έρημος». Τελικά το αξεπέραστο πρόβλημα, όπου σκοντάφτουν τα πάντα, ήταν και είναι η πολυϊδιοκτησία της έκτασης και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που αυτή συνεπάγεται. Εκτός από την Εθνική Τράπεζα η οποία κατέχει το μεγαλύτερο μέρος, η έκταση των 640 στρεμμάτων που περιλαμβάνει την ευρύτερη περιοχή γύρω από το παλιό εργοστάσιο των Λιπασμάτων ανήκει σε πέντε διαφορετικούς ιδιοκτήτες: την Γαλλική τσιμεντοβιομηχανία Lafarge, τον ΟΛΠ, τον Δήμο Κερατσινιού – Δραπετσώνας, τη ΔΕΗ και την εταιρία OilOne που εξαγόρασε την  έκταση της BP. Στη μάχη των συμφερόντων ο πιο αδύναμος κρίκος είναι οι κάτοικοι της περιοχής σε αντίθεση με τους άλλους παίκτες που παίζουν σαφώς πιο δυνατά. 

Από τη μία πλευρά υπάρχει η πρόταση για τη δημιουργία οικονομικού και ναυτιλιακού κέντρου, η οποία υποστηρίζεται από την Εθνική Τράπεζα και άλλους επιχειρηματικούς και εφοπλιστικούς κύκλους. Το σχέδιο αυτό συνεπάγεται την τσιμεντοποίηση της μοναδικής ελεύθερης έκτασης στο λιμάνι, στον Πειραιά (όπου ψάχνεις το δέντρο με το κιάλι), αλλά και τον αποκλεισμό των κατοίκων από την έξοδο προς τη θάλασσα. 

Η ειρωνεία είναι ότι αυτό το σενάριο φαντάζει καλό σε σχέση με τα σχέδια της OilOne. To 2013 η εταιρία OilOne εξαγόρασε τις εγκαταστάσεις της BP  για να λειτουργήσει σε αυτές αποθήκες καυσίμων και λιπαντικών, να παράγει  ορυκτέλαια, και να παραλαμβάνει προς επεξεργασία υγρά πετρελαιοειδή απόβλητα των πλοίων (slops), σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι τοπικές αρχές. Δεδομένου ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1999 η βιομηχανική ζώνη της Δραπετσώνας είχε αποχαρακτηριστεί και μετατραπεί σε περιοχή ανάπλασης (προς εξυπηρέτηση των σχεδίων δημιουργίας ναυτιλιακού κέντρου), επιστρατευτήκαν από αυτοδιοικητικές περιβαλλοντικές εγκρίσεις μέχρι υπουργικές αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης ώστε η περιοχή να χαρακτηριστεί και πάλι βιομηχανική ζώνη. Από τον Μάρτιο του 2014 και μέσα στους επόμενους μήνες, το ΥΠΕΚΑ πέρασε νέο Πολεοδομικό Σχέδιο που μετέτρεπε την περιοχή ανάπλασης σε «μητροπολιτικής παρέμβασης» και την παραλία σε «λιμενοβιομηχανική ζώνη» όπου επιτρέπονται οι βιομηχανικές-βιοτεχνικές χρήσεις τριτογενούς τομέα, ενώ επίσης παραχώρησε στην OilOne ακόμη και άδεια για τη λειτουργία διυλιστηρίου. 

Όποιος βρεθεί στο σημείο θα διακρίνει την ομορφιά και τις δυνατότητες της περιοχής ακόμη και σήμερα. Ακόμη και μες στην εγκατάλειψη. Θα είναι κρίμα αν χαθεί η ευκαιρία να αποδοθεί στους πολίτες και καταστροφή αν γυρίσει σε καταστάσεις περασμένων δεκαετιών. Πρόσφατα, η δράση των τοπικών συλλογικοτήτων και οργανώσεων πολιτών με την στήριξη των νέων αυτοδιοικητικών αρχών έφερε μία πρώτη θετική εξέλιξη καθώς το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναμένεται να καταθέσει στο επόμενο νομοσχέδιο, προς συζήτηση και ψήφιση, τροπολογία που θα ακυρώνει τη δυνατότητα εγκατάστασης βιομηχανικών και μεταποιητικών χρήσεων που θα υποβαθμίσουν την περιοχή. Επίσης, θα προβλέπει χρήσεις πρασίνου, αναψυχής, αθλητισμού και κοινής ωφελείας, έξοδο προς τη θάλασσα μέσω αδόμητων χώρων, μείωση του συντελεστή δόμησης (δηλαδή μικρότερες κτισμένες επιφάνειες) και ανάδειξη των μνημείων βιομηχανικής αρχαιολογίας.  

Η εξέλιξη αυτή γεννά προσδοκίες και ελπίδες αλλά χρειάζεται προσοχή και επαγρύπνηση. Ιδίως, όταν τα συμφέροντα είναι μεγάλα. Τα πισωγυρίσματα δεν είναι κάτι άγνωστο για τη Δραπετσώνα, οπότε τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Μαρίνα Σκοπελίτου

Share
Published by
Μαρίνα Σκοπελίτου