ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ

Στις «φυλακές» της γραμμής Ελλάδα-Ιταλία: Ο Έλληνας δημοσιογράφος που ανέδειξε τα παράνομα pushbacks

Τη στιγμή που τα pushbacks προσφύγων αυξάνονται απροκάλυπτα και η αλληλεγγύη προς τους κατατρεγμένους ποινικοποιείται – όπως είδαμε να συμβαίνει στην περίπτωση των διασωστών προσφύγων στη Λέσβο «στη μεγαλύτερη δίκη ποινικοποίησης της αλληλεγγύης στην Ευρώπη» – δημοσιεύεται μία πολύμηνη έρευνα που ρίχνει φως στις πρωτοφανείς πρακτικές επαναπροωθήσεων μέσα σε μυστικές «φυλακές» των επιβατηγών πλοίων της γραμμής Ελλάδα-Ιταλία.

Η διασυνοριακή έρευνα υλοποιήθηκε εντός του 2022 υπό τον συντονισμό του ολλανδικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού Lighthouse Reports σε συνεργασία με τη γερμανική τηλεόραση (ARD Monitor), την ελβετική τηλεόραση (SRF), το διεθνές δίκτυο Al Jazeera, τον ελληνικό δημοσιογραφικό οργανισμό Solomon και την ιταλική εφημερίδα Domani, καταγράφοντας τις πρακτικές των παράνομων επαναπροωθήσεων αιτούντων άσυλο από την Ιταλία στην Ελλάδα.

Οι δημοσιογράφοι που συμμετείχαν στην έρευνα, ανάμεσά τους και ο Σταύρος Μαλιχούδης από το Solomon και τους Reporters United, κατέγραψαν 16 επαναπροωθήσεις και πήραν συνεντεύξεις από οκτώ θύματα. Συνομίλησαν με υπαλλήλους των ακτοπλοϊκών εταιρειών, ανέπτυξαν επαφές στα ελληνικά και ιταλικά λιμάνια, πραγματοποίησαν δρομολόγια μεταξύ των δύο χωρών και κατάφεραν να εντοπίσουν και να παρουσιάσουν τις «φυλακές», τα μικροσκοπικά δηλαδή δωμάτια μέσα στα οποία κρατούνται όσοι επαναπροωθούνται.

Μιλώντας στην Popaganda, ο ερευνητής Σταύρος Μαλιχούδης περιγράφει όσα έζησε ταξιδεύοντας ξανά και ξανά με τα πλοία της γραμμής Ελλάδας-Ιταλίας, στην προσπάθειά του να καταγράψει τις απάνθρωπες αυτές πρακτικές.

«Η ιδέα για τη διεξαγωγή της έρευνας γεννήθηκε Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2021, με πρωτοβουλία του LightHouse Reports που συντονίζει μεγάλες έρευνες σαν κι αυτή. Αν και είχα βρεθεί ξανά στο παρελθόν στην Πάτρα, εκεί που ζουν οι πρόσφυγες, δεν είχα καμία εικόνα για τις επαναπροωθήσεις. Γνωρίζαμε μόνο πως καθημερινά προσπαθούν να περάσουν από την Ελλάδα στην Ιταλία», μου εξιστορεί ο Σταύρος.

«Αρχίσαμε λοιπόν σταδιακά να δουλεύουμε την υπόθεση μαζί με τη δημοσιογράφο Sara Creta από την ιταλική εφημερίδα Domani, που είχε πολύ καλή ενημέρωση για όσα συμβαίνουν στη χώρα της αναφορικά με τα pushbacks. Πηγαίνοντας στην Πάτρα και στην Ηγουμενίτσα, απ’ όπου έφευγαν τα πλοία για Ιταλία (Μπάρι, Ανκόνα, Μπρίντιζι, Βενετία), ήρθαμε σε επαφή με τους πρόσφυγες και αρχίσαμε να μαθαίνουμε πώς όσους είχαν καταφέρει να φτάσουν στην Ιταλία τους έστελναν πίσω στην Ελλάδα».

Στην Πάτρα, οι αιτούντες άσυλο διαμένουν σε εργοστάσια μπροστά από το λιμάνι, όπως αυτό που απεικονίζεται στη φωτογραφία παρακάτω. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες: υπάρχουν σκουπίδια, απόβλητα, βρώμικα νερά. Κάθε απόγευμα, αρκετοί αιτούντες επιχειρούν να πηδήξουν τους φράχτες και τα συρματοπλέγματα που υπάρχουν στην περιοχή, για να φτάσουν στο λιμάνι και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή.

Όπως μου λέει ο Σταύρος, «Εκεί υπάρχει έντονη αστυνόμευση, σκύλοι της αστυνομίας και μηχανήματα X-Ray, με αποτέλεσμα το να μπορέσει ένας πρόσφυγας να επιβιβαστεί κρυφά σε κάποιο πλοίο, να γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Είδαμε πολλούς ανθρώπους με τραύματα στο σώμα τους στην προσπάθειά τους να περάσουν τους φράχτες και να γλιτώσουν από το ανθρωποκυνηγητό. Στην πλειονότητά τους, όσοι είχαν καταφέρει να φτάσουν στην Ιταλία και στάλθηκαν πίσω, ήταν συντετριμμένοι ψυχικά γιατί πίστευαν πως τα είχαν καταφέρει, πως υπάρχει μια ελπίδα».

Ο δημοσιογράφος περιγράφει ότι«υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να διαφύγουν επί έξι μήνες, κάθε μέρα. Και τελικά, όσοι ξεφεύγουν από το κυνηγητό, μπαίνουν σε μία νταλίκα που πηγαίνει στην Ιταλία και ταξιδεύουν για περισσότερες από 30 ώρες κρυμμένοι στο γκαράζ που είναι τα αυτοκίνητα, σε υψηλές θερμοκρασίες. Ύστερα φτάνουν στα λιμάνια, τους πιάνουν, πηγαίνουν πάλι πίσω και νιώθουν πως βρίσκονται στο μηδέν. Βρίσκονται πάλι στο ίδιο μέρος, βλέπουν ξανά τα καράβια – στα οποία είχαν καταφέρει να μπουν – να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα».

Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι πρόσφυγες που επιχειρούν αυτή την περιπέτεια με κίνδυνο τη ζωή τους, είναι ηλικίας 17-20 χρόνων, ακόμη δηλαδή και ανήλικοι, ωστόσο υπάρχουν και άνθρωποι ηλικίας 35-40 ετών που θα αψηφήσουν τις δυσκολίες και θα προσπαθήσουν να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο. Όσο για εκείνους που έχουν οικογένειες, πρέπει να κινηθούν αναγκαστικά μέσω Βαλκανίων.

«Μιλώντας με θύματα στην Πάτρα και στην Ηγουμενίτσα, μας έλεγαν ότι τα άτομα που τους έπιαναν στα πλοία, ήταν μέλη του πληρώματος. Εγώ στην αρχή αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν κάποιος από το πλήρωμα να γραπώσει έναν άνθρωπο και να τον κλειδώσει σε ένα δωμάτιο. Ήμουν δύσπιστος. Μας επαναλάμβαναν όμως επίμονα τη λέξη «φυλακή». Όσο ακούγαμε τις μαρτυρίες των αιτούντων άσυλο, μπορέσαμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι στο τι ψάχνουμε. Έτσι λοιπόν σταθήκαμε λεπτομερώς σε όλη τη διαδικασία, από τη στιγμή που μας περιέγραφαν ότι τους έπιαναν στα γκαράζ. Στη συνέχεια τους κάναμε ερωτήσεις για το πώς έφτασαν εκεί που μας έλεγαν πως βρισκόταν η φυλακή, πόσα βήματα έκαναν, σε ποιο σημείο του πλοίου βρεθηκαν κ.λπ. Αφού σχηματίσαμε μια εικόνα, αρχίσαμε να παίρνουμε κι εμείς το πλοίο σαν ταξιδιώτες και να κάνουμε την ίδια διαδρομή».

Στο πλοίο Asterion II της Superfast Ferries συγκεκριμένα, όπως αποκάλυψαν στους δημοσιογράφους οι μαρτυρίες δύο προσφύγων, του Μαχντί και του Ραμί, η «φυλακή» όπου πέρασαν τη διαδρομή της παράνομης επαναπροώθησής τους ήταν ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, στο οποίο κάποτε υπήρχαν οι τουαλέτες του πλοίου – το μαρτυρούσε άλλωστε η δυσοσμία και η σπασμένη λεκάνη που βρισκόταν στον χώρο. Τα στρώματα στα οποία κοιμόντουσαν ήταν γεμάτα έντομα τα οποία έπρεπε να σκοτώνουν για να ξαπλώσουν. Όπως φανερώνουν οι αποκαλυπτικές φωτογραφίες που εξασφάλισαν οι δημοσιογράφοι, στους τοίχους του δωματίου του Asterion II υπήρχαν γραμμένα μηνύματα από αιτούντες άσυλο, που είχαν επιχειρήσει να φτάσουν παράτυπα στην Ιταλία και τελικά επεστράφησαν στην Ελλάδα με το ίδιο πλοίο. Αντίστοιχα μηνύματα υπήρχαν και στους τοίχους του Superfast II.

Ο Σταύρος συνεχίζει να μου περιγράφει όσα βίωσε κατά τη διάρκεια της έρευνας. «Όπως ανεβαίνει κανείς τις κυλιόμενες σκάλες του πλοίου, μας περιέγραφαν ότι η “φυλακή” βρισκόταν στα δεξιά. Ακολουθήσαμε αυτή τη διαδρομή για να εντοπίσουμε το σημείο και στη συνέχεια προσπαθήσαμε να βγάλουμε βίντεο (πράγμα όχι και τόσο εύκολο). Η Sara, που είχε πολύ καλές επαφές στα λιμάνια της Ιταλίας και στα πλοία της γραμμής, βρήκε και μία φωτογραφία από έναν άνθρωπο που είχε πάνω του το κινητό του και τράβηξε φωτογραφίες ενώ βρισκόταν δεμένος με χειροπέδες σε αποθήκη του πλοίου Superfast II. Κάπως έτσι καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν άνθρωποι της αστυνομίας και του λιμενικού όσο τα πλοία βρίσκονται εν πλω, ήταν το ίδιο το προσωπικό που προχωρούσε σε αυτές τις πρακτικές».

Οι δημοσιογράφοι μίλησαν με εργαζόμενους του πλοίου οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι υπάλληλοι έπιαναν τους πρόσφυγες – από μηχανικούς μέχρι υπεύθυνους καθαριότητας. Όπως αποκάλυψαν ορισμένοι εργαζόμενοι, οι υπάλληλοι πήγαιναν τους αιτούντες στα μυστικά δωμάτια – τα οποία αποκαλούσαν κι εκείνοι φυλακή – και τους έλεγαν πως αν μιλήσουν δυνατά θα τους περάσουν χειροπέδες, ενώ τους έπαιρναν τα παπούτσια και τη ζώνη για να διασφαλίσουν πως δεν θα κάνουν κάποια απόπειρα αυτοκτονίας με αυτά.

Σχετικά με όσα αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα αφού τα πλοία προσαράξουν στην Ιταλία, ο δημοσιογράφος του Solomon εξηγεί πως: «Φτάνοντας πια στην Ιταλία μέσα στα αμπάρια, το προσωπικό ενημερώνει το Λιμενικό για την άφιξη των προσφύγων και εκκινείται μια διαδικασία βάσει της οποίας πρέπει κανονικά να γίνει η καταγραφή τους και να τους πάρουν δακτυλικά αποτυπώματα. Επίσης, εάν οι άνθρωποι δηλώσουν πως θέλουν να κάνουν αίτημα για άσυλο, πρέπει βάσει νόμου να μείνουν εκεί. Στην πραγματικότητα όμως η διαδικασία είναι τις περισσότερες φορές άτυπη, δεν τους παίρνουν αποτυπώματα, δεν υπάρχει διερμηνέας και αφού τους κρατήσουν κάποιες ώρες στο λιμάνι, τους βάζουν ξανά στο πλοίο με το οποίο ήρθαν και τους γυρίζουν πίσω στην Ελλάδα. Επιστρέφοντας, τους βγάζουν από τα δωμάτια-φυλακές και τους παραδίδουν στο Λιμενικό και τις ελληνικές αρχές».

Από τα στοιχεία που παρείχε στους δημοσιογράφους το ελληνικό Λιμενικό, διαπιστώθηκε πως τα τελευταία δύο χρόνια επαναπροωθήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα τουλάχιστον 231 άτομα. Αυτό το οποίο έχει αποτυπωθεί εντονότερα στο μυαλό του Σταύρου, ύστερα από την πολύμηνη διερεύνηση της υπόθεσης, είναι ότι οι απάνθρωπες αυτές πρακτικές εφαρμόζονται από απλούς υπαλλήλους κατόπιν εντολών.

«Τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως οι επαναπροωθήσεις εκκινούνται με κρατικές – παρακρατικές εντολές, μέσω της έρευνας διαπιστώνεται η ιδιωτικοποίηση των pushbacks, καθώς τις πρωτοβουλίες παίρνουν πλέον και ιδιωτικές εταιρείες. Τα πλοία Asterion II, Superfast I και Superfast II συγκεκριμένα, ανήκουν στην Superfast Ferries, η οποία αποτελεί θυγατρική του ομίλου Attica Group, από κοινού με τις Blue Star Ferries και Hellenic Seaways. Η Attica Group διέψευσε κατηγορηματικά πως οι πρακτικές αυτές λαμβάνουν χώρα στα πλοία της, ενώ μας “συμβούλεψε” να μην δημοσιεύσουμε αυτούς τους “ψευδείς ισχυρισμούς”. Μιλάμε για ένα ιδιότυπο – και ίσως το μόνο στην Ευρώπη – ιδιωτικοποιημένο σύστημα πλωτών επαναπροωθήσεων. Είναι σα να κλειδώνεις κάποιον στο σπίτι σου και να του βάζεις χειροπέδες και αυτό να μην τιμωρείται».

Μάλιστα, βάση γι’ αυτή την πρακτική φέρεται να αποτελεί μια διμερής συμφωνία «επανεισδοχής» μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας, η οποία βρίσκεται σε ισχύ από το 1999 χωρίς ωστόσο να έχει επικυρωθεί από το ιταλικό κοινοβούλιο. Η συμφωνία ορίζει πως η Ιταλία μπορεί να επιστρέφει στην Ελλάδα πρόσφυγες που έχουν φτάσει από την Ελλάδα, δεν διέπεται όμως από «καμία νομική βάση» και δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όσους ζητούν άσυλο, καθώς αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ).

Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, ο Σταύρος καταγγέλλει πως, πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις των pushbacks στα πλοία της γραμμής Ελλάδα-Ιταλία, οι επαναπροωθήσεις μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας τις οποίες έχουν διερευνήσει μεθοδικά οι δημοσιογράφοι του Solomon, έχουν πάρει πλέον τη μορφή κρατικών απαγωγών: «Έχει αποδειχθεί με κάθε τρόπο, με όλα τα εργαλεία εντοπισμού που διαθέτουμε και λαμβάνεται διεθνώς ως δεδομένο, πως οι επαναπροωθήσεις ανθρώπων που θέλουν να αιτηθούν άσυλο υφίστανται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Αυτό που είναι πολύ προβληματικό, είναι πως από την άνοιξη του 2020 και μετά, οι επαναπροωθήσεις μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας είναι λιγότερο άτυπες και περισσότερο “βιομηχανοποιημένες”. Πλέον δεν μιλάμε απλά για επαναπροωθήσεις, αλλά για απαγωγές».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Έχουμε καταγράψει 3-4 περιπτώσεις ανθρώπων που ζουν στη Θεσσαλονίκη, να πηγαίνουν τον σκύλο τους βόλτα ή να βρίσκονται σε λεωφορεία και ενώ έχουν τα χαρτιά τους και έχουν κινήσει τις νόμιμες διαδικασίες για άσυλο, να τους αρπάζουν στη μέση του δρόμου, να τους βάζουν σε βαν και να τους επαναπροωθούν μέσω Έβρου στην Τουρκία. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους μιλάμε, Σύριοι, Αφγανοί, που ζουν στην Αθήνα και φοβούνται να ταξιδέψουν βόρεια λόγω του δικτύου απαγωγών που έχει αναπτυχθεί», καταλήγει ο δημοσιογράφος.


Περισσότερα για τη διασυνοριακή έρευνα μπορείτε να μάθετε στο Solomon και στο Lighthouse Reports

Λουίζα Σολομών-Πάντα