ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ

Η «ψυχική ανθεκτικότητα» είναι σπουδαία. Ανάλογα πότε τη θυμόμαστε

«Αντί για τόσες λέξεις που έκατσε να γράψει ο Σκέρτσος για την “ψυχική ανθεκτικότητα”, θα μπορούσε απλά να μας πει -ξέρω ‘γω- “Καλή Παναγιά”», σχολίασε καυστικά μια χρήστρια του X, με αφορμή τις προ μερικών 24ώρων δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας, σχετικά με τις καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν τη βορειοανατολική Αττική. Σε μια φλύαρη δημοσίευση 1000 περίπου λέξεων στο Facebook, ο κ. Σκέρτσος προέβαλε συμπόνια για τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς, που έκαψε σχεδόν 100.000 στρέμματα γης (και αναγνωρίστηκε από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ως η δεύτερη δυσμενέστερη σε καμένη έκταση στον νομό Αττικής, μετά τις φωτιές του 2009 στην ίδια περιοχή). Ο σχολιασμός του διαδέχτηκε θρασείς κυβερνητικές δηλώσεις, όπως: «Δεν είναι και πολλά τα 100 καμένα σπίτια».

Αποπροσανατολίζοντας το κοινό από τις συνέπειες της πύρινης λαίλαπας αλλά και από τις ευθύνες του κράτους για την επίμονη αδιαφορία του στο κομμάτι της πρόληψης, ο κ. Σκέρτσος προχώρησε σε μια πιο… υπαρξιακή ανάλυση της «νέας κανονικότητας», όπως χαρακτηρίζει τις πυρκαγιές που γίνονται όλο και πιο άγριες, κάνοντας λόγο για «καλοκαίρια που σκεπάζονται από ένα σύννεφο ανασφάλειας». Με σύμμαχο την επίκληση στο συναίσθημα, αναφέρθηκε εκ νέου στο πολυσυζητημένο, ήδη από την πανδημία, αφήγημα της «ατομικής ευθύνης», τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι απαιτούνται αλλαγές μέχρι και στη διατροφή μας.

Μαζί με την επαναφορά της ατομικής ευθύνης -ενός όρου που πλέον χάνει τη δύναμή του ως επικοινωνιακό τρικ, αφού οι πολίτες κουτόχορτο δεν τρώνε-, ο υπουργός επικαλέστηκε τον ψυχολογικό όρο της «ψυχικής ανθεκτικότητας», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάπου εδώ μπαίνει, λοιπόν, στη συζήτηση και ο παράγοντας της ψυχικής ανθεκτικότητας που πρέπει όλοι μαζί να χτίσουμε προκειμένου να προσαρμοστούμε στη νέα κανονικότητα της κλιματικής κρίσης με περισσότερη έμφαση στην πρόληψη και την υπευθυνότητα. Η ζωή μας θα γίνει ξανά πιο ασφαλής και προβλέψιμη αν επενδύσουμε περισσότερο στην πρόληψη, στον συγκερασμό της ατομικής με τη συλλογική ευθύνη, στον εθελοντισμό, στο ουσιαστικό νοιάξιμο για το περιβάλλον».

Η ψυχική ανθεκτικότητα (psychological resilience) είναι ένα εγγενές ψυχικό εφόδιο, το οποίο επιδέχεται καλλιέργειας και «εξάσκησης». Σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να μας διαφυλάξει από μία ανεπιστρεπτί ψυχική κατάρρευση, για παράδειγμα, και να μας βοηθήσει να συνεχίσουμε τη ζωή μας σε στιγμές μεγάλης κρίσης, κομβικών μεταβάσεων, απωλειών κ.λπ. Είναι όμως ένας όρος τον οποίο μπορούν να επικαλούνται πολιτικοί, βουλευτές και κυβερνητικά στελέχη, απευθυνόμενοι στον λαό; Όπως στην περίπτωση των πυρκαγιών που χρόνο με τον χρόνο δοκιμάζουν τις αντοχές μας και διακυβεύουν την ακεραιότητά μας, καθώς βλέπουμε ένα κράτος ανίκανο να μας προφυλάξει επαρκώς, έτσι και στην περίπτωση του δημόσιου συστήματος υγείας ή της απτόητης ακρίβειας, το να ζητούν από τους πολίτες άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία, να «αναπτύξουν ψυχική ανθεκτικότητα», αντί οι ίδιοι να βρουν λύσεις, είναι τουλάχιστον προκλητικό.

Απευθυνθήκαμε στην ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια Κατερίνα Χριστίδη, μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και ειδικευμένη στο ψυχικό τραύμα, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον ψυχολογικό αυτόν όρο, αλλά και τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακό τρικ από την κυβέρνηση.

Η ζωή προχωράει γιατί διαθέτουμε ψυχική ανθεκτικότητα

«Ψυχική ανθεκτικότητα είναι η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επιτυχούς προσαρμογής σε δύσκολες ή προκλητικές εμπειρίες ζωής, ειδικά μέσω της ψυχικής, συναισθηματικής και συμπεριφορικής ευελιξίας και προσαρμογής στις εξωτερικές και εσωτερικές απαιτήσεις», θα πει αρχικά η ψυχολόγος. 

Μία από τις πιο εκτενείς πρόσφατες μελέτες σχετικά με την έκθεση σε τραυματικά γεγονότα (θάνατος/απώλεια, σοβαρός τραυματισμός ή σεξουαλική βία), διαπίστωσε ότι παγκοσμίως, πάνω από το 70% των ερωτηθέντων (68.894 άτομα) αναφέρθηκαν σε τουλάχιστον ένα τραυματικό γεγονός κατά τη διάρκεια της ζωής τους, με σχεδόν το ένα τρίτο να αναφέρει έκθεση σε τέσσερα ή περισσότερα τραυματικά γεγονότα. Αυτό το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό έκθεσης σε τραυματικές εμπειρίες είναι ακόμα πιο κρίσιμο όταν λαμβάνονται υπόψη άλλες δυσμενείς καταστάσεις, όπως η χρόνια παιδική κακοποίηση, η οικονομική περιθωριοποίηση, ο ρατσισμός και η κλιματική κρίση. Ωστόσο, σχεδόν το 80% των συμμετεχόντων δήλωσαν πως προσπαθούν ή έχουν καταφέρει να διαχειριστούν το τραύμα τους.

Εξετάζοντας τους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να μετριάσουν τις επιπτώσεις του τραύματος, η ψυχική ανθεκτικότητα κατέχει εξέχουσα θέση. Σύμφωνα με την κα. Χριστίδη, «Η κοινή παρατήρηση ότι δεν βιώνουν όλα τα άτομα που εκτίθενται σε τραυματικά γεγονότα και αντιξοότητες, συνέπειες που τα εμποδίζουν να προχωρήσουν στη ζωή τους, υποδηλώνει την παρουσία διαδικασιών που μπορεί να μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της έκθεσης στο τραύμα. Πράγματι, η αξιοσημείωτη ικανότητα των ατόμων να αντιστέκονται σε δυσμενείς συνθήκες ή να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα μετά από εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, είναι ο λόγος που μέχρι σήμερα μπορούμε ακόμη, για παράδειγμα, να διασκεδάσουμε (σταδιακά) σε ένα πάρτυ μετά από τον θάνατο ενός κοντινού μας ατόμου – ή την απώλεια της περιουσίας μας μετά από μια πυρκαγιά».

Πώς οι πολιτικοί έφτασαν να εκμεταλλεύονται τον όρο

Το πρόβλημα όμως ξεκινάει, όταν η αναγνώριση της ψυχικής ανθεκτικότητας γίνεται πεδίο εκμετάλλευσης. Στην περίπτωση της κυβέρνησης, φαίνεται πως ο κ. Σκέρτσος, παρέα με τους επικοινωνιακούς συμβούλους του, μελέτησε την έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας, επιχειρώντας στη συνέχεια να «αμαυρώσει» το νόημα και την αξία της. Όπως σχολιάζει σχετικά η ψυχολόγος με ειδίκευση στο τραύμα, «Συχνά, πολιτικοί επικαλούνται όρους που είναι οικείοι στο κοινό (και κατ’ επέκταση μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη) – είτε γιατί έχουν γίνει “viral” είτε διότι συνδέονται με τον τομέα της ψυχολογίας και επομένως στον πυρήνα τους έχουν στοιχεία όπως η συμπόνια και η ενσυναίσθηση. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκμετάλλευση της έννοιας της ψυχικής ανθεκτικότητας (γιατί περί εκμετάλλευσης πρόκειται), με σκοπό να μετατοπιστεί η προσοχή του κοινού από τα λάθη της κυβέρνησης, σε ένα υποτιθέμενο ενδιαφέρον για την ψυχική και σωματική του ακεραιότητα, βασίζεται ακριβώς σε αυτόν τον ανθρωποκεντρικό και ενσυναισθητικό χαρακτήρα της».

Από το «μαζί τα φάγαμε» και την «ατομική ευθύνη» που πρέπει «να συγκεραστεί με τη συλλογική», μέχρι «το χτίσιμο ψυχικής ανθεκτικότητας», οι πολιτικοί στην Ελλάδα συνηθίζουν να μετατοπίζουν τις ευθύνες του κράτους στους πολίτες, επιχειρώντας να καλλιεργήσουν τύψεις και να τους εμφυτεύσουν την εντύπωση πως ο λόγος για τον οποίο οι κρατικές αρχές και υπηρεσίες αποτυγχάνουν σχετίζεται άμεσα και με τις δικές τους ενέργειες. Φυσικά και πρέπει να προσαρμοστούμε στις κλιματικές αλλαγές, να φροντίσουμε το περιβάλλον και τη θέση μας μέσα σε αυτό, κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει πως η ατομική ευθύνη πρέπει να αντικαθιστά την πρωταρχική ευθύνη των κυβερνήσεων, ή να γίνεται επίκληση σε αυτή μετά από μια μεγάλη καταστροφή για την οποία το κράτος οφείλει να λογοδοτήσει και όχι να μας πει «να μείνουμε δυνατοί». Είναι σαν να λες σε κάποιον που ταλαιπωρείται από την αγχώδη διαταραχή, «μην αγχώνεσαι».

Όπως εξηγεί η κα. Χριστίδη, «Με αυτόν τον τρόπο, η ευθύνη του κράτους μετριάζεται, αφού “μοιράζεται” με εκείνη των πολιτών. Έτσι, η κυβέρνηση προσπαθεί να προωθήσει ένα λιγότερο υπαίτιο και εχθρικό πρόσωπο, στοχεύοντας ακόμα και στη συμπόνια των πολιτών, αφού από τη μεριά της έκανε “ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό” για να τους προφυλάξει. Ταυτόχρονα, μέσω την επίκλησης στην ψυχική ανθεκτικότητα ή στην ανάγκη για εθελοντισμό και ακτιβισμό, όπως ανέφερε ο κ. Σκέρτσος, δημιουργείται το πρόσφορο έδαφος για να αρχίσουν οι πολίτες να πιστεύουν πως με το να ανακυκλώνουν με συνέπεια, να συμμετέχουν σε αναδασώσεις και άλλες δράσεις – ή “να παραμείνουν δυνατοί” (χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει κι εμείς να ενεργούμε), υπάρχει ελπίδα για ένα “καλύτερο αύριο”, το οποίο μόνο “όλοι μαζί” μπορούμε να δημιουργήσουμε».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πολιτικοί κερδίζουν χρόνο και τιθασεύουν την κατακραυγή των πολιτών, ωσότου επέλθει μία ακόμα καταστροφή – ή ένα ακόμα νοσοκομείο μείνει υποστελεχωμένο θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή ασθενών και γιατρών. Με το να μας ζητούν να αναπτύξουμε ψυχική ανθεκτικότητα, όχι μόνο δοκιμάζουν την υπομονή και τις αντοχές μας που στην πραγματικότητα εξαντλούνται, αλλά εκμεταλλεύονται και τον σπουδαίο αυτόν ψυχικό μηχανισμό, αντιμετωπίζοντάς τον ως ανεξάντλητο και πανάκεια για όλα τα προβλήματα. Αντί να κοροϊδεύουν τον κόσμο και να παίζουν με τον πόνο του, μήπως ήρθε η ώρα να πάρουν πάνω τους την ευθύνη που τους αναλογεί, να παραδεχτούν την αδιαφορία-αποτυχία τους και να κάνουν κάτι για την αλόγιστη δόμηση και την ελλιπή πρόληψη που «φουντώνουν» τις πυρκαγιές μαζί με την κλιματική κρίση;

Λουίζα Σολομών-Πάντα