Ιδανική η συγκυρία για τη χώρα που από χθες Δευτέρα (6/7) και μέχρι τις 19 του μήνα διοργανώνει το πιο σοβαρό διεθνές ποδοσφαιρικό τουρνουά (εκτός των Ολυμπιακών του ‘04) που συνέβη στο έδαφός της εδώ και 20 χρόνια. Είναι το Euro U19ή Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων που επιστρέφει στη Βόρεια Ελλάδα. Τότε (1995), ήταν λίγο μετά από την πιο κλασική ίσως, μεγάλη ποδοσφαιρική καταστροφή, εκείνη του αμερικάνικου Μουντιάλ του 1994. Αλλά και στη σημερινή εκδοχή, ακόμα κι αν θέλεις να ξεχάσεις για λίγο το πολιτικο-κοινωνικό-οικονομικό ψυχόδραμα, το ποδοσφαιρικό ηθικό είναι πάλι στο ναδίρ, ύστερα από τα άθλια προκριματικά του Euro ’16. Μοιάζει με τυπικό κλείσιμο ενός 20ετούς κύκλου, του πιο μεγάλου και έντονου στην ποδοσφαιρική ιστορία της χώρας. Από Δευτέρα ίσως αρχίζει ένας καινούργιος.
Είναι πασίγνωστο ποιος είναι αυτός που ακολούθησε όλον αυτόν τον μεγάλο κύκλο από την αρχή ως το τέλος του: «ήμασταν μικροί, αλλά δεν είχα δει συνομήλικό μου να δείχνει τέτοιο πάθος σε ματς όπως ο Καραγκούνης», δήλωση που αποδίδεται στον Φραντσέσκο Τότι κάμποσα χρόνια μετά το ματς-πρεμιέρα της Έδεσσας (15 Ιουλίου 1995), όταν ο “Capitano dei Capitani”, μαζί με τους Πίρλο, Αμπροζίνι, Ντε Σάνκτις, τον παγκίτη Μπουφόν και αρκετούς ακόμα που έμειναν άσημοι, επιφύλαξαν ένα ψυχρό 4-1 στους Έλληνες πιτσιρίκους, που είχαν αρχηγό τον Τυπάρα, κορυφαίο πουλέν της Παιανίας λίγο προτού δοθεί δανεικός στον Απόλλωνα. Στην πορεία της διοργάνωσης οι Ιταλοί έφτασαν, αναμενόμενα, στον τελικό όπου έχασαν, επίσης αναμενόμενα (1-4), από τους Ισπανούς που είχαν τότε σαν πιο ανερχόμενο αστέρι τον Καρλίτος (με μια απλά συμπαθητική καριέρα μετά, κυρίως σε Σεβίλλη και Μαγιόρκα), αλλά αυτός που ξεχώρισε περισσότερο συνολικά ήταν ο Γκούτι. Μ’ άλλα λόγια ήταν μια φουρνιά που δεν έβγαλε φοβερά και τρομερά πράγματα.
Με κόουτς τον «Κούνελο» Ανδρέα Παπαεμμανουήλ, οι μικροί της γαλάζιας εθνικής, γεννημένοι το ’76 και ’77 (ακόμα τότε η διοργάνωση ονομαζόταν U18, αντί U19 σήμερα) βελτιώθηκαν στην πορεία, έκαναν περίπατο με τη Σλοβακία (5-1, στην Κρύα Βρύση), ήρθαν 1-1 με τη Νορβηγία (του Ίβερσεν, στη Νάουσα), τερμάτισαν 2οι στο γκρουπ και, καθότι δεν προβλέπονταν ημιτελικοί, κέρδισαν δικαίωμα για τον μικρό τελικό της Κατερίνης, όπου επιφύλαξαν το καλύτερο: ένα ξεγυρισμένο 5-0 απέναντι στους “μικρούς Οράνιε” Ολλανδούς, στη σύνθεση των οποίων ξεχώριζαν ονόματα όπως Μαρκ Φαν Μπόμελ, Βίλφρεντ Μπούμα, Μάριο Μέλχιοτ, Μπόλο Ζέντεν, Κίκι Μπουσάμπα και… Νόρντιν Βόουτερ, ένα μείγμα δηλαδή από τη μαρίδα της Αϊντχόφεν και του τρομερού Άγιαξ της εποχής. Ουσιαστικά αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη διεθνής παράσταση για τον Καραγκούνη, που πέτυχε 2 από τα 5 ελληνικά γκολ, ενώ τα άλλα 3 μπήκαν επίσης από γνωστούς και σχετικά –λίγο ή πολύ, όπως το βλέπει κανείς- καταξιωμένους (Άντζας, Σωτήρης Κωνσταντινίδης και Λάκης). Ο Ναουσαίος Βασίλης Λάκης ήταν ο μόνος, εκτός του Κάρα, που βρέθηκε στη σύνθεση της μεγάλης εθνικής στο πορτογαλικό Euro (2004), μάλιστα ήταν από τους τυχερούς που αγωνίστηκαν.
Από τα υπόλοιπα ονόματα των Έλλήνων παικτών ξεχωρίζουν εκείνα των Δημήτρηδων, Ελευθερόπουλου και Μαυρογενίδη που, μαζί με τον Άντζα, μάλλον από συγκυρίες και δικά τους λάθη έχασαν το ταξίδι στην Πορτογαλία. Υπήρχε επίσης ο αείμνηστος Παναγιώτης Κατσούρης, ακόμα τότε μέλος, μαζί με τον Λάκη, της καταπληκτικής γενιάς της Νάουσας, που έβγαλε και τους Τσιάρτα, Μάρκο, Κυζερίδη, Σαπάνη κ.ά. Υπήρχαν ακόμα, σαν τον Σωτήρη Κωνσταντινίδη, και άλλοι μετέπειτα κλασικούρες της Α’ Εθνικής, όπως οι Κόλτζος, Γκαρόζης, Κουλακιώτης, Σωτήρης Λυμπερόπουλος, Μανόλης Δερμιτζάκης. Και κάποιοι άλλοι που κυρίως έμειναν στις μικρότερες κατηγορίες και τα ερασιτεχνικά (Βασίλης Βαγενάς, Γιώργος Παπαστάμου, Μάκης Παυλίδης, Κώστας Γκουγκουλιάς).
Λίγο-πολύ νορμάλ πράγματα που συμβαίνουν με τις περισσότερες ποδοσφαιρικές φουρνιές σε κάθε χώρα και εποχή, πάντως οι συγκεκριμένοι με αυτό το χάλκινο πέτυχαν τη μεγαλύτερη ως τότε διάκριση στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής που παραδοσιακά αποκαλείται Εθνική Νέων. Έχει ακόμα σημασία ότι οι 6 πιο ξεχωριστοί (Καραγκούνης, Μαυρογενίδης, Ελευθερόπουλος, Άντζας, Λάκης, Κουλακιώτης) ήταν και η βάση στο επόμενο σκαλοπάτι, την Εθνική Ελπίδων του ’98, η οποία επίσης έφτασε στο δικό της ταβάνι, τη 2η θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χάνοντας κάπως άδοξα τον τελικό του Βουκουρεστίου, από την Ισπανία (0-1), πολύ πιο δύσκολα από την άλλη Εθνική Ελπίδων που είχε πετύχει κάτι αντίστοιχο, το 1988 (0-3 σε διπλό τελικό από τη Γαλλία).
Η ουσία είναι ότι από τότε άρχισε να γράφεται ένας κύκλος διακρίσεων για τους μικρούς Έλληνες παίκτες, σε πορεία κάπως παράλληλη με το σταδιακό ανέβασμα των μεγάλων. Έτσι μάλλον δεν ήταν τυχαίο που το 1999 η U18 Εθνική τερμάτισε 4η, αυτή τη φορά εκτός έδρας, στο μικρό Euro της Σουηδίας, και ήταν σε μεγάλο βαθμό η ομάδα που βρέθηκε και στην 8άδα του αντίστοιχου τουρνουά των Ελπίδων του 2002, όπου μάλλον απογοήτευσε. Προμήθευσε όμως στη μεγάλη εθνική παίχτες σαν τους Κατσουράνη, Χαριστέα, Σεϊταρίδη, Δημήτρη Παπαδόπουλο, Σαλπιγγίδη, Κυργιάκο, Γιάννη Αμανατίδη, Ταβλαρίδη. Βάλτε τους αυτούς μαζί δηλαδή και έχετε ένα μεγάλο κομμάτι της χρυσής ομάδας του 2004, αλλά και των πολύ πετυχημένων που ακολούθησαν.
Αλλά και στα 11 χρόνια μετά το 2004, είναι εντυπωσιακό ότι στο τουρνουά των U19 πλέον, η Εθνική Νέων ετοιμάζεται για την 6η της συμμετοχή στην ευρωπαϊκή 8άδα, έστω και σαν διοργανώτρια φέτος, ενώ στο αντίστοιχο διάστημα περισσότερες προκρίσεις έχουν μόνο οι Ισπανία (9) και Γαλλία (7), ενώ 6 έχουν επίσης οι Γερμανία και Σερβία. Όπως είναι επίσης λογικό, αυτές οι πετυχημένες μικρές ελληνικές ομάδες έδωσαν κάμποσους παίκτες στην ανδρών, αρκετοί από τους οποίους έφτασαν να παίξουν σε μεγάλες διοργανώσεις μαζί της (2005: Μανιάτης, Χριστοδουλόπουλος, Μάκος / 2007 – 2η θέση: Παπασταθόπουλος, Νίνης, Μήτρογλου /2008: Κυριάκος Παπαδόπουλος /2011: Φορτούνης, 2012 -2η θέση + πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο U20: Καπίνο). Συν αρκετούς άλλους που έχουν γράψει διεθνείς συμμετοχές (Σιόβας, Πλιάτσικας, Δημούτσος, Γιάννης Παπαδόπουλος), έως τους τωρινούς που έφαγαν τη λέζα των προκριματικών του Euro 2016 και κόλλησαν τη ρετσινιά της «γενιάς του τατουάζ» (Καρέλης, Μαυρίας, Σταφυλίδης, Κολοβός, Γιαννιώτας, Διαμαντάκος).
Κι αυτή η γενιά είναι που ίσως άρχισε να γεύεται πρώτη τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, το ξεκίνημα της οποίας θα μπορούσε να προσδιοριστεί δύο χρόνια πριν, στο Παγκόσμιο Κύπελλο των Νέων της Τουρκίας, όταν η φιλόδοξη πορεία της ελληνικής ομάδας σταμάτησε απροσδόκητα στους 16, μετά την ήττα 1-3 από τους πιτσιρίκους του Ουζμπεκιστάν. Κλασική περίπτωση του τρόμου που μας πιάνει όταν θεωρούμαστε φαβορί. Από τότε υπάρχει μια σειρά ανάποδων αποτελεσμάτων σε όλα τα επίπεδα, που δείχνουν ότι η φλόγα που άρχισε ν’ ανάβει περίπου μια εικοσαετία πριν, μοιάζει να τρεμοσβήνει, αν δεν έχει σβήσει οριστικά. Βάλτε όσα ακολούθησαν με τη σειρά: ο ένδοξος μέσα στη φτήνια του αποκλεισμός της Ανδρών από τους 8 του Μουντιάλ της Βραζιλίας, στα πέναλτι από την Κόστα Ρίκα (Ιούνιος ’14)· ο αποκλεισμός της Ελπίδων από το U21 Euro του 2015 (ενδεχόμενα και από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο) ύστερα από καραμπόλα αποτελεσμάτων, στο τελευταίο λεπτό της προκριματικής φάσης (Σεπτέμβριος ’14)· ο αποκλεισμός της Παίδων από τους 8 του U17 Euro 2015 της Βουλγαρίας, με ήττα από την αδιάφορη Γαλλία (0-1, με το γκολ να σημειώνεται στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων, Μάιος ’15). Βάλτε σε όλα αυτά και τη συνολική εικόνα των διεθνών της μεγάλης εθνικής στα προκριματικά του Euro 2016, αλλά και το σοκαριστικό 0-10 της Νέων από την Ελβετία σε ένα ξεκούδουνο φιλικό σε κάποιο ελβετικό χωριό (Οκτώβριος ’14), κι έχετε την πλήρη εικόνα για το πεφταστέρι, την ώρα που η συναστρία έφερε πλάι-πλάι τη μέτρια, κακή ή ανεπαρκή απόδοση με τη γκαντεμιά. Μ’ άλλα λόγια, πέρα από το πάθος, μας εγκατέλειψε και το φάρδος.
Η περίφημη, κατά βάση καφενειακή, κουβέντα για το κατά πόσο (δεν) αξιοποιήθηκε η «μεγάλη ευκαιρία του 2004» γι’ αυτό που λέγεται ελληνικό ποδόσφαιρο έχασε και το τελευταίο νόημά της, αν είχε ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι οι πραγματικοί άνθρωποι του ποδοσφαίρου, κυρίως δηλαδή οι παίκτες και οι προπονητές κοντά και γύρω από τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κρατήσουν αυτήν την αύρα και κληρονομιά, υιοθετώντας κατά βάση το στιλ ποδοσφαίρου που από τον Ρεχάγκελ και μετά έγινε αντιληπτό ότι μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, να φτιάξει παίκτες και –το κυριότερο- να καλουπώσει αγωνιστικές νοοτροπίες με βάση αυτό που ξέρουμε ως ντόπια ψυχοσύνθεση. Δεν είναι τυχαίο που η Εθνική Νέων, πέρα από παίκτες, άρχισε να βγάζει και κόουτς (Νίκος Νιόπλιας, Κώστας Τσάνας), που έδιναν την αίσθηση των φρέσκων ιδεών, προσαρμοσμένων στο σύγχρονο ποδοσφαιρικό καλούπι (ή την πολυθρύλητη «σχολή»), σε αντίθεση με το παρελθόν που οι θέσεις των ομοσπονδιακών κόουτς ήταν κατειλημμένες από συμπαθείς μεν, 65+ δε “προπονητάς” (sic). Τώρα που όλο αυτό σιγά-σιγά χάθηκε, με την εντατική δουλειά όλων των υπολοίπων, παραγόντων, στοιχηματζήδων, δημοσιογραφούντων, επαγγελματιών οπαδών και διαφόρων τυχάρπαστων που κατάφεραν να τοξικοποιήσουν το σύνολο του περιβάλλοντος φέρνοντάς το στα δικά τους μέτρα και καθιστώντας το έτσι ελέγξιμο, ίσως ήρθε η ώρα για μια καινούργια αρχή.
Γι’ αυτό και η αποστολή των μικρών που αγωνίζονται αυτές τις μέρες σε Βέροια, Λάρισα και Κατερίνη και γεννήθηκαν όλοι το 1996, έναν χρόνο δηλαδή μετά την αντίστοιχη σημαδιακή διοργάνωση του ’95, ίσως να είναι πιο σοβαρή από όσο οι ίδιοι νομίζουν. Το αυτό ισχύει και για τον πρωτάρη κόουτς Γιάννη Γκούμα, που ήταν παρών στον μεγάλο δοξασμένο κύκλο, έστω και κατά κανόνα από τον πάγκο…
(editor’s note: απόλαυση, κανείς δε μιλάει τα ‘δημοσιογραφικά” καλύτερα από τον, κόουτς πλέον, Γιάννη Γκούμα)