ΔΙΕΘΝΗ

Βασικά μαθήματα ιστορίας: Μια σύντομη αναδρομή στις σχέσεις Ταϊβάν, Κίνας και Αμερικής

Η Ταϊβάν υπήρξε επαρχία της Κίνας για αιώνες. Πρωτοεμφανίστηκε στα αρχεία της Κίνας το 239 μ.Χ. όταν ο τότε αυτοκράτορας έστειλε αποστολή για να εξερευνήσει το νησί (σ.σ. αυτή η ιστορική καταγραφή είναι ακόμα και σήμερα ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς της Κίνας πάνω στο θέμα της εδαφικής διεκδίκησης του νησιού). Από το 1624 έως το 1661 ήταν αποικία των Ολλανδών και μετά από μικρό πέρασμα από τα χέρια των Ισπανών, από το 1683 μέχρι το 1895 διοικούνταν από τη κινέζικη δυναστεία των Qing. Μάλιστα ήταν κομμάτι της επαρχίας Fujan της Κίνας, με τους απογόνους των μεταναστών από τη συγκεκριμένη επαρχία της ηπειρωτικής χώρας να είναι ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερη πληθυσμιακά ομάδα στην Ταϊβάν.

Το 1886 η Ταϊβάν έγινε αυτόνομη επαρχία της Κίνας, αλλά το 1895 όταν η Κίνα έχασε τον πόλεμο με την Ιαπωνία, αναγκάστηκε να παραχωρήσει το νησί στην ιαπωνική αυτοκρατορία. Για τα επόμενα 50 χρόνια η Ταϊβάν ήταν αποικία της Ιαπωνίας με το όνομα Formosa και παρέμεινε σε ιαπωνικά χέρια μέχρι το τέλος της Ιαπωνικής αυτοκρατορίας το 1945. Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είδε την Ιαπωνία ηττημένη, οπότε η Ταϊβάν επέστρεψε στα χέρια της Κίνας με τις ευλογίες των Η.Π.Α. και της Αγγλίας που ήταν οι μεγάλοι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο εκείνη και ιδιαίτερα στα χρόνια που ακολούθησαν η Κίνα δεν είχε ενωμένη κυβέρνηση και οι εσωτερικές αναταραχές της οδήγησαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Κινέζων Εθνικιστών του Chiang Kai-shek και των στρατευμάτων του κομμουνιστή Mao Zedong. Οι εθνικιστές έχασαν στον πόλεμο αυτό και οι κομμουνιστές ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του ηπειρωτικού κομματιού της Κίνας με πληθυσμό 540 εκατομμύρια κατοίκους. Τότε ο Chiang Kai-shek και οι υποστηρικτές του που αριθμούσαν παραπάνω από 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο νησί της Ταϊβάν. Τότε ουσιαστικά ξεκίνησε και το ζήτημα της Ταϊβάν που μέχρι και σήμερα μας κάνει να ανησυχούμε για έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Αρνούμενος να αποδεχτεί ότι έχασε τον πόλεμο, ο Chiang Kai-shek δήλωσε ότι αυτός ήταν που εκπροσωπεί την πραγματική κυβέρνηση της Κίνας και αποκάλεσε την Ταϊβάν ως Δημοκρατία της Κίνας, τη στιγμή δηλαδή που οι κομμουνιστές ήλεγχαν όλη την ηπειρωτική χώρα. Στην ουσία η Κίνα τότε είχε δύο κυβερνήσεις, και δυτικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να δαιμονοποιήσουν τον κομμουνισμό αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Chiang Kai-shek και όχι την κομμουνιστική κυβέρνηση της Κίνας, φτάνοντας σε σημείο να αποκαλούν την Ταϊβάν στα media της εποχής ως “Ελεύθερη Κίνα”.

Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική όσον αφορά στην ελευθερία, γιατί το στρατιωτικό καθεστώς του Chiang Kai-shek ήταν επί της ουσίας μια δικτατορία που είχε επιβάλει στρατιωτικό νόμο, ο οποίος κράτησε για δεκαετίες. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ κράτησαν ανάλογη στάση με την υπερδύναμη τότε, αναγνωρίζοντας ως Κίνα το νησί της Ταϊβάν και μάλιστα έδωσαν τη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε μέλος της κυβέρνησης του Chiang Kai-shek και όχι στην Κίνα που τελούσε υπό τη διακυβέρνηση του Πεκίνου. Αυτή η τραγελαφική και οριακά παράλογη στάση της Δύσης κράτησε μερικά χρόνια, με τον Richard Nixon την 28η Φεβρουαρίου του 1972 στη Σανγκάη να υπογράφει joint communique (κοινή δήλωση) που αναγνώριζε τους κομμουνιστές ως τους ηγέτες της Κίνας, όπως επίσης και το γεγονός ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας. Παράλληλα όμως, σε έγγραφα του υπουργείου εξωτερικών οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν την κυριαρχία της Κίνας στην Ταϊβάν, ξεκινώντας ένα status quo στρατηγικής διγλωσσίας ή στρατηγικής ασάφειας αν προτιμάτε, το οποίο κορυφώθηκε το 1979 όταν το Κογκρέσσο ψήφισε το Taiwan Relations Act, στο οποίο υπάρχει αναφορά ότι η Αμερική θα βοηθήσει την Ταϊβάν να αμυνθεί αν η Κίνα εισβάλει στο νησί, καθώς αυτό θα προκαλούσε “σοβαρή ανησυχία”, ένας νομικός όρος που εύκολα επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών. Η χρήση των λέξεων από το 1972 είναι εξαιρετικά συγκεκριμένη ώστε να ικανοποιηθεί και η πλευρά της Κίνας που θεωρούσε ότι έγγραφα σαν και αυτά αναγνώρίζαν την κυριαρχία τους στην Ταϊβάν, αλλά παράλληλα να διατηρηθεί και το status quo που επιτρέπει στην Ταϊβάν να λειτουργεί σαν ανεξάρτητο κράτος, χωρίς καν να έχει υπογράψει διακύρηξη ανεξαρτησίας. 

Το 1975 πέθανε ο Chiang Kai-shek και ο γιος του, που τον διαδέχθηκε, άρχισε να χαλαρώνει την αυστηρότητα του στρατιωτικού καθεστώτος με το τέλος των 80s να είναι κομβικό σημείο ιστορικά για την Ταϊβάν, καθώς ο στρατιωτικός νόμος έληξε και η εκδημοκράτηση του νησιού ξεκίνησε. Η Ταϊβάν από δικτατορία έγινε δημοκρατία, αλλά η σχέση της με την Κίνα ήταν και παραμένει εξαιρετικά σύνθετη και περίπλοκη. Ακόμα και οι εθνικιστές της Ταϊβάν αναγνωρίζουν ότι είναι μέρος της Κίνας -και πολιτισμικά αν το δει κάποιος άλλωστε αυτό ισχύει, όπως επίσης έχουν εξαιρετικά εκτενείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις- και μέχρι και σήμερα ο λαός της Ταϊβάν σε συντριπτική πλειοψηφία θέλει να διατηρήσει αυτό το ασαφές status quo στη σχέση του με τη γείτονα χώρα, γιατί απλά λειτουργεί για αυτούς. Σε έρευνα το 2021 του National Chengchi University της Ταϊβάν, ο κόσμος είπε ότι επιθυμεί να παραμείνει η κατάσταση ως έχει σε ποσοστό 87%, με μόλις 1,5% να επιθυμεί την επανένωση με την Κίνα και μόλις 5,6% να επιθυμεί την ανεξαρτήσια της Ταϊβάν.

Η Ταϊβάν είναι μια πλούσια χώρα, όπως και το ασιατικό κράτος με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Οπότε οι κάτοικοι της είναι λογικό να μην επιθυμούν μια πολεμική σύρραξη που θα αλλάξει το επίπεδο της ζωής τους – μια σύρραξη που είναι μάλλον απίθανο να κερδίσουν. Η Κίνα μέσω του Xi Jinping έχει εκφράσει ξανά και ξανά την επιθυμία για επανένωση του νησιού με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (σ.σ. ο Xi Jinping έχει κάνει δηλώσεις ότι δεν μπορεί αυτό το ζήτημα να μεταφέρεται ως έχει από γενιά σε γενιά), αλλά είναι κινήσεις όπως η επίσημη επίσκεψη της Pelosi -τρίτη σε ιεραρχικό βαθμό αρχηγός των ΗΠΑ- σε ένα κράτος που ούτε οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν επίσημα, που ρίχνουν πραγματικά λάδι στη φωτιά σε μία πολύ σύνθετη σχέση με τρομερά ευαίσθητες ισορροπίες και προκαλούν τις ακραίες αντιδράσεις του Πεκίνου όπως βλέπουμε τις τελευταίες μέρες.

Από το 1979 κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ ή αρχηγός κόμματος που κυβερνά στις ΗΠΑ δεν έχει επισκεφτεί την Ταϊβάν, ούτε κάποιος ηγέτης της Ταϊβάν έχει πάει στην Αμερική σε επίσημη επίσκεψη. Στην Ταϊβάν δεν υπάρχει επίσημη πρεσβεία των ΗΠΑ, αλλά ένα μέρος που ονομάζεται de facto πρεσβεία και αντίστοιχα στις ΗΠΑ δεν υπάρχει επίσημη πρεσβεία της Ταϊβάν, αλλά ένα κτίριο του κράτους που επιτελεί ό,τι κάνει μια πρεσβεία παντού στον κόσμο, αλλά δεν έχει αυτόν τον τίτλο. Στην ουσία οι ΗΠΑ έχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις μόνο με την Κίνα και όχι την Ταϊβάν και δεν αναγνωρίζουν επίσημα την ανεξαρτησία του νησιωτικού κράτους, αν και πούλησαν σε αυτό το 2020 στρατιωτικό εξοπλισμό ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η λέξη Ταϊβάν είναι από μόνη της κόκκινο πανί για την Κίνα, δεδομένου ότι σε κανέναν δεν επιτρέπεται επίσημα να αναφερέται σε αυτή με αυτό το όνομα, κάτω από τον εκφοβισμό της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων με όποιο κράτος αναγνωρίζει τη Δημοκρατία της Ταϊβάν. Η Ταϊβάν συμμετέχει στους Ολυμπιακούς αγώνες με το όνομα Chinese Taipei και μόλις δεκαπέντε χώρες παγκόσμια την αναγνωρίζουν με το όνομα Ταϊβάν. Αυτό το status quo μάλλον φαίνεται παράξενο στη Δύση, αλλά όχι στους κατοίκους της Ταϊβάν. Η χώρα έχει καταφέρει να διαπρέψει σε πολλά επίπεδα –διαβάστε εδώ την υπουργό της χώρας Audrey Tang να μιλά για την ψηφιακή δημοκρατία του νησιού– και κινήσεις που προκαλούν την αντίδραση του Πεκίνου μόνο επιβαρύνουν τη ζωή των 23 εκατομμύριων κατοίκων του νησιωτικού συμπλέγματος, οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι μπορούν οι ίδιοι να παίρνουν τις πιο σωστές επιλογές για το μέλλον τους και δεν χρειάζονται αυτόκλητους λευκούς σωτήρες από τη Δύση.

***Με πληροφορίες από το BBC, το Last Week Tonight with John Oliver και το Breakthrough News.

Γιάννης Τσιούλης

Share
Published by
Γιάννης Τσιούλης