ΔΙΕΘΝΗ

Έξι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, τι μέλλει γενέσθαι;

Ο εν αποστρατεία ναύαρχος διατύπωσε την «προφητεία» χωρίς καν να μασήσει φύλλα δάφνης: «Προβλέπω μια έκβαση σαν του Πολέμου της Κορέας, δηλαδή ανακωχή, μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη μεταξύ των δύο πλευρών, διαρκή εχθρότητα, ένα είδος παγωμένης σύγκρουσης», είπε στις 14 Ιουλίου σε συνέντευξή του ο πρώην αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ για την Ευρώπη, ναύαρχος Τζέιμς Σταυρίδης. Αναφερόταν στον πόλεμο στην Ουκρανία. 

«Να το αναμένετε σε μια περίοδο τεσσάρων με έξι μηνών. Καμία πλευρά δεν μπορεί να το συντηρήσει πολύ περισσότερο από αυτό», συμπλήρωσε. 

Πώς τελείωσε ο πόλεμος μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας (1950-1953), κατά τον οποίο η πρώην ΕΣΣΔ στήριζε την πρώτη και οι ΗΠΑ, τη δεύτερη; Με την υπογραφή ανακωχής τον Ιούλιο του 1953 και τη συνεπακόλουθη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης. Ωστόσο, οι δύο πλευρές παραμένουν τυπικά σε εμπόλεμη κατάσταση, αφού ποτέ δεν υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης.

Σε ποια φάση βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο πόλεμος στην Ουκρανία, που ξεκίνησε τις 24 Φεβρουαρίου;  

Σε φάση στασιμότητας, αδιεξόδου, επισημαίνουν οι περισσότεροι αναλυτές – και όχι μόνο οι δυτικοί: «Υπό αυτές τις συνθήκες κανείς δεν μπορεί να κερδίσει. Αυτή η ‘ειδική στρατιωτική επιχείρηση’ μπορεί να συνεχιστεί για χρόνια», εκτίμησε ο πολιτικός αναλυτής με έδρα τη Μόσχα Κονσταντίν Καλάτζεφ.

Οι «συνθήκες» -θεωρεί- είναι πως οι Ουκρανοί πολεμούν για μια πατρίδα που ο Πούτιν απορρίπτει ως ιστορική πλάνη, ενώ βλέπει τον πόλεμο ως «απάντηση» στις επεκτατικές τάσεις του ΝΑΤΟ. Το τελευταίο υποδηλώνει ότι δεν θα τον σταματήσει εύκολα. «Η Ρωσία ελπίζει να νικήσει φθείροντάς τους… Και ο χρόνος δεν είναι με το μέρος της Ουκρανίας, η οικονομία της μπορεί να καταρρεύσει», συμπλήρωνε ο Καλάτζεφ. 

Σε πλήρη σύμπνοια και ο επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στρατηγός Σερ Τζιμ Χόκενχαλ, που εκτιμά ότι καμία από τις δύο χώρες δεν θα μπορέσει να επιτύχει καθοριστική στρατιωτική δράση φέτος και η σύγκρουση θα εξελιχθεί σε μακροχρόνια. 

Μια αντεπίθεση που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα

Στα ανατολικά και τα νότια της χώρας, μεγάλο μέρος βρίσκεται υπό των έλεγχο των Ρώσων. Η Ουκρανία έτσι έχει αποκοπεί από την πρόσβαση στα λιμάνια της στη Μαύρη Θάλασσα από τα οποία γίνεται κυρίως η εξαγωγή των σιτηρών – πυλώνα της οικονομίας της. Χρειάστηκε ειδική συμφωνία Μόσχας-Κιέβου με τη μεσολάβηση ΟΗΕ και Τουρκίας για να μπορέσουν να φύγουν στις 23 Αυγούστου τα πρώτα 33 πλοία με σιτηρά από τρία λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. 

Η Ρωσία από την άλλη φαίνεται ότι μπορεί να αντέξει το κόστος ενός μακροχρόνιου πολέμου: το εμπάργκο της Δύσης δεν έχει πετύχει προς το παρόν τον στόχο του και τα έσοδα της Μόσχας από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν – «πέρα από κάθε προσδοκία» μάλιστα, όπως αναφερόταν στο France24.

Μάλιστα, ο κορυφαίος Ρώσος διπλωμάτης Γενάντι Γκατίλοφ το δήλωσε στις 23 Αυγούστου ορθά-κοφτά: Η Μόσχα δεν βλέπει ο πόλεμος να μπορεί να τελειώσει με διπλωματική λύση και είναι προετοιμασμένη για μακροχρόνια σύγκρουση.  

Η Μόσχα δεν θα σταματήσει να επελαύνει λοιπόν –τουλάχιστον όχι σύντομα- παρόλο που οι επιθέσεις της συνεχίζονται με μειωμένη ένταση, ειδικά στα ανατολικά και στην περιοχή του Ντονμπάς. 

Η κατάσταση στο έδαφος είναι τόσο αβέβαιη, που ακόμα και τα δημοψηφίσματα τα οποία ετοιμάζει η Ρωσία στις κατεχόμενες περιοχές, σε μια προσπάθεια «νομιμοποίησης» της κυριαρχίας της εκεί, ενδέχεται να αναβληθούν, υποστηρίζει ο Guardian. 

Ενδεικτικό της δυσκολίας αυτού του πολέμου είναι το γεγονός ότι το μέτωπο της πρώτης γραμμής είναι πολύ μεγάλο, εκτείνεται περίπου στα 1.000 χλμ. 

Και οι δύο πλευρές υπολογίζεται ότι έχουν βαριές απώλειες, όσο κι αν είμαστε επιφυλακτικοί με τα νούμερα που δίνονται στη δημοσιότητα καθώς, όπως είχε πει ο Πρώσος στρατιωτικός θεωρητικός Καρλ Φον Κλαούσεβιτς, «οι αναφορές των θυμάτων σε κάθε πλευρά δεν είναι ποτέ ακριβείς, σπάνια αληθείς, ενώ τις περισσότερες φορές είναι σκόπιμα παραχαραγμένες». 

Διαλυμένες μετά από έξι μήνες πολέμου, εκτιμάται ότι οι δυο χώρες βρίσκονται σε φάση αναδιοργάνωσης δυνάμεων. 

Εκ των πραγμάτων, βέβαια, η Ρωσία υπερέχει, καθώς διαθέτει περισσότερο στρατό και οπλικά συστήματα, ενώ επιστρατεύει κατοίκους από τις κατεχόμενες περιοχές, Ουκρανούς, ειδικά από το ανατολικό τμήμα της χώρας και το Ντονμπάς. Κάποιοι φιλορώσοι από τις «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντονέσκ και του Λουχάνσκ καταγράφονται ως πιο πρόθυμοι να επιστρατευτούν, ωστόσο οι περισσότεροι φέρονται να εξαναγκάζονται. 

Κι ενώ καλλιεργείται έντονα η φημολογία ότι ο ουκρανικός στρατός ετοιμάζει δριμεία αντεπίθεση μέσα και γύρω από την πόλη της Χερσώνας στον νότο, αυτή δεν έχει ξεκινήσει. Μπορεί οι Ουκρανοί να έχουν καταστρέψει τις περισσότερες γέφυρες που ενώνουν την πόλη με κατεχόμενα από τους Ρώσους εδάφη, απομονώνοντας τις ρωσικές δυνάμεις στα δυτικά του ποταμού Δνείπερου, όμως τα επιτυχημένα χτυπήματα δεν συνοδεύτηκαν από αντίστοιχη προώθηση των χερσαίων δυνάμεων. Οι τελευταίες φέρονται καθηλωμένες από ρωσικούς βομβαρδισμούς. 

Παρά την αισιοδοξία κάποιων Ουκρανών αξιωματούχων ότι μπορεί να έχουν απελευθερώσει τη Χερσώνα μέχρι το τέλος του χρόνου η κατάσταση εκτιμάται πιο δύσκολη, σύμφωνα με τον Economist. Η Ρωσία συγκεντρώνει περισσότερα στρατεύματα στην περιοχή, ενώ το αντάρτικο πόλης στο οποίο επιδίδονται οι Ουκρανοί αποδίδει αργά και στοιχίζει και σε αυτούς που το πραγματοποιούν και στους αμάχους: «Η Ρωσία κατέκτησε τη Μαριούπολη, το Σεβεροντονέσκ και άλλες ουκρανικές πόλεις γιατί δεν είχε ενδοιασμούς να τις καταστρέψει κατά τη διαδικασία. Η Ουκρανία θα προτιμούσε να μείνει η Χερσώνα ως έχει. Μια αποτελεσματική ουκρανική αντεπίθεση θα μοιάζει μάλλον περισσότερο με μια παρατεταμένη εκστρατεία πολιορκίας και φθοράς παρά με blitzkrieg (πόλεμο-αστραπή) στη στέπα», σημείωνε ο Economist.   

Στη δε προσαρτημένη το 2014 από τους Ρώσους Κριμαία, τελευταία σημειώνονται «μυστηριώδεις» εκρήξεις. Σύμφωνα με ανώτατο Ουκρανό αξιωματούχο, οι εκρήξεις είναι αποτέλεσμα το έργου μιας επίλεκτης ουκρανικής στρατιωτικής ομάδας. Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας χαρακτήρισε τις εκρήξεις «ενέργειες σαμποτάζ», αναγνωρίζοντας στην ουσία ότι ο πόλεμος εξαπλώνεται σε εδάφη που η Ρωσία θεωρεί δικά της.   

Τέλος, μια νέα ρωσική επίθεση στο Κίεβο φαντάζει προς το παρόν απίθανη. 

Αναλυτές όπως ο Χόκενχαλ εκτιμούν ότι η Δύση πρέπει να παρακολουθεί στενά τον Πούτιν όσον αφορά την προοπτική χρήσης πυρηνικών όπλων. Ο Ουκρανός δημοσιογράφος Roman Ganchorekno ωστόσο διαφαίνεται πιο ψύχραιμος: «Νομίζω πως δεν είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί πιστεύω ότι οι Ρώσοι δεν είναι τρελοί, ξέρουν ότι αν κάτι σοβαρό συμβεί, θα υποφέρουν και οι ίδιοι – η κατεχόμενη Κριμαία δεν είναι μακριά ούτε η Ρωσία», θα πει στη Deutsche Welle. 

Ο «ομφάλιος λώρος» με την ξένη βοήθεια

Καθώς η Ρωσία υπερέχει συντριπτικά σε αριθμό στρατευμάτων, η Ουκρανία προσπαθεί να αντισταθμίσει με περισσότερο εξοπλισμό. Στην ουσία, το Κίεβο εξαρτάται απόλυτα από τη βοήθεια της Δύσης. 

Κι εδώ, τα πράγματα περιπλέκονται.  

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει υποσχεθεί βοήθεια στη χώρα «για όσο χρειαστεί». Από τις 24 Φεβρουαρίου μέχρι την 1η Ιουλίου, οι ΗΠΑ είχαν δώσει 23,8 δισ. ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια, επιτρέποντας στην Ουκρανία να πολεμά με έναν αμυντικό προϋπολογισμό δεκαπλάσιο από τον δικό της, σημείωνε το New Statesman. Τον Μάιο, το Κογκρέσο ενέκρινε συμπληρωματικά 40 δισ. δολ. (ποσό που υπερβαίνει τον ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών) για βοήθεια στην Ουκρανία και αντιμετώπιση των παγκόσμιων συνεπειών του πολέμου. 

Στις 8 Αυγούστου οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποστολή του μεγαλύτερου φορτίου όπλων στο Κίεβο, που περιλαμβάνει και το οπλικό σύστημα Himars (εκτοξεύει πολλαπλές ρουκέτες) με το οποίοι οι Ουκρανοί έχουν καταφέρει σοβαρά πλήγματα εναντίον των Ρώσων – καθώς και να «παγώσουν» την επέλαση των Ρώσων στο Ντονμπάς. Μόλις στις 19 Αυγούστου, η Ουάσιγκτον ανακοίνωνε νέο φορτίο όπλων για το Κίεβο. 

«Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο εξοπλισμός θα σταλεί πριν από την πολυσυζητημένη αντεπίθεση, αν και η καθυστέρηση στην πραγματοποίησή της έχει κάνει αρκετούς να αναρωτιούνται αν θα συμβεί», σχολίαζε το Politico. 

Έχουν επενδύσει πολλά οι ΗΠΑ σε αυτόν τον πόλεμο, περιλαμβανομένης της «αναγέννησης» του ΝΑΤΟ, όμως η συνέχιση της αμερικανικής βοήθειας εξαρτάται και από παραμέτρους ανεξάρτητες από τις γεωπολιτικές βλέψεις τους. Ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι λιγότερο δημοφιλής από ό,τι ήταν ο Τραμπ στο αντίστοιχο σημείο της προεδρίας του, σημειώνει ο Economist. Ο πληθωρισμός καλπάζει και επιπλέον νιώθει την ανάσα των Ρεπουμπλικανών πίσω του: στις μεσοπρόθεσμες εκλογές του Νοεμβρίου, αναμένεται να κερδίσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ίσως και τη Σύγκλητο.

Ταυτόχρονα, ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, που ακόμα ασκεί μεγάλη επιρροή στο κόμμα του και στους ψηφοφόρους, αποδοκίμασε την επιπλέον βοήθεια στο Κιέβο: «Οι Δημοκρατικοί στέλνουν άλλα 40 δισ. στην Ουκρανία, ενώ οι Αμερικανοί γονείς παλεύουν να ταΐσουν τα παιδιά τους», δήλωσε. 

Ναι, είναι πιθανό η αμερικανική κοινή γνώμη να αρχίσει να αντιδρά στα τεράστια ποσά που στέλνονται στην Ουκρανία. Πόσο μάλλον αν αρχίσει να διαφαίνεται ότι πρόκειται για έναν πόλεμο που θα κρατήσει «για πάντα». Έχουν πικρή εμπειρία από τέτοιους πολέμους που ξεκίνησε ή στήριζε η Ουάσιγκτον εξάλλου. Γι’ αυτό ίσως η αμερικανική κυβέρνηση παίζει όλα τα χαρτιά της τώρα: Είναι κρίσιμο οι Αμερικανοί πολίτες να δουν να καταγράφεται κάποια πρόοδος στο πολεμικό μέτωπο.  

Η βοήθεια από την Ευρώπη, που έτσι κι αλλιώς είναι μακράν μικρότερη, μοιάζει ακόμα πιο επίφοβη: από το φθινόπωρο κιόλας η Γηραιά Ήπειρος αναμένεται να αντιμετωπίσει οξυμένη ενεργειακή κρίση και κρίση τροφίμων. Είναι εξαιρετικά πιθανό ο Ρώσος πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν να μειδιά κρυφά υπολογίζοντας ότι το κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο υπέρ της Ουκρανίας θα εμφανίσει ρωγμές όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα έχουν να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών τους που θα δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έρευνα στη Γερμανία τον Ιούλιο, μόνο το 33% των ερωτώμενων υποστήριζε πια το μποϊκοτάζ στο ρωσικό φυσικό αέριο, από 44% ενάμιση μήνα νωρίτερα. 

Το «χέρι» των Ευρωπαίων ηγετών έχει μάλλον «σφίξει» ήδη. Όλο τον Ιούλιο οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες  (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Πολωνία) δεν υπέγραψαν νέες διμερείς στρατιωτικές συμφωνίες με την Ουκρανία. Ήταν ο πρώτος μήνας που συνέβη αυτό από την αρχή του πολέμου, αποκάλυπτε το Kiel Institute for the World Economy. 

Ωστόσο, σε συνάντηση στην Κοπεγχάγη στις 11 Αυγούστου, 26 δυτικές χώρες και η ΕΕ συμφώνησαν για την παροχή 1,5 δισ. δολ. σε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. 

Η υποστήριξη πάντως αναμένεται να φθίνει, όσο κι αν Ευρωπαίοι ηγέτες όπως ο πρόεδρος Μακρόν έχουν αρχίσει να προετοιμάζουν τους πολίτες τους λέγοντας ότι ο πόλεμος θα τραβήξει πολύ και πως η Γαλλία θα συνεχίσει να υποστηρίζει το Κίεβο μέχρι τη νίκη. 

Η ουσία του προβλήματος βέβαια βρίσκεται στο ότι δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα τι θα συνιστά νίκη. Όπως σημειώνει το Politico, Γαλλία και Γερμανία «εξακολουθούν να έχουν σοβαρές αμφιβολίες τόσο για το τι θα συνιστά νίκη για την Ουκρανία, όσο και για το αν ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί χωρίς να κλιμακωθεί με την πιθανή άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ ή τη χρήση μη συμβατικών όπλων από τη Ρωσία». Στον αντίποδα, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης επιθυμούν πιο επιθετική προσέγγιση, στάση με την οποία δεν αναμένεται να αντιπαρατεθούν ανοιχτά το Βερολίνο και το Παρίσι όσο οι ΗΠΑ συνεχίζουν να στηρίζουν το Κίεβο, συμπληρώνει το περιοδικό. Η αντιπαράθεση θα διαφανεί ίσως στις επόμενες συνομιλίες με θέμα αν θα σκληρύνουν ή όχι τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. 

Ο ναύαρχος της εισαγωγής πιθανόν να επαληθευτεί, και ο πόλεμος στην Ουκρανία να εξελιχθεί σαν τον πόλεμο στην Κορέα. Εκτός των άλλων, η χώρα είναι αναμφισβήτητα πεδίο σκληρού γεωπολιτικού παιχνιδιού μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. 

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο πόλεμος αυτός ήδη μετρά χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ αυτών και πολλούς αμάχους. Καλό είναι να θυμηθούμε ότι ο Πόλεμος της Κορέας υπήρξε από τις πιο καταστροφικές συγκρούσεις στη σύγχρονη ιστορία, με σχεδόν τρία εκατομμύρια απώλειες και (αναλογικά με τον πληθυσμό της) περισσότερους άμαχους νεκρούς από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η χώρα ισοπεδώθηκε.     

Σε κάθε περίπτωση, κάτι τέτοιο νίκη δεν θα είναι (με τον πιθανό αριθμό των θυμάτων υπερπολλαπλάσιο στην περίπτωση που εμπλακεί απευθείας το ΝΑΤΟ). Τουλάχιστον, όχι για τους λαούς.   

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου