Για πολλά χρόνια αντάμωνα τις Αφρικανές γυναίκες κυρίως στα καλοκαιρινά αντιρατσιστικά φεστιβάλ. Μου άρεσαν τα χτενίσματα τους, τα ρούχα τους, οι μουσικές τους, τα φαγητά τους. Προσπαθούσα να τις χαζέψω διακριτικά. Δεν ήθελα το ενδιαφέρον μου να εκληφθεί ως εξωτικό, γιατί δεν ήταν τέτοιο.
Στο βλέμμα του εξωτισμού λανθάνουν πάντα σχέσεις εξουσίας, καθώς αναζητούνται στον «Άλλον» εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν παγιωμένα και αδιαφοροποίητα «Άλλον», που θες να περιεργαστείς, να σχολιάσεις, ενδεχομένως και να συμπαθήσεις, όχι όμως να συνυπάρξεις ισότιμα. Για μένα ήταν μια διαδικασία αποκαλυπτική. Αποκαλύπτονταν μπροστά μου εκδοχές υποκειμενικότητας που ήθελα να γνωρίσω και να αλληλεπιδράσω.
Τον υπόλοιπο χρόνο, όμως, εξαφανίζονταν. Σπάνια συναντούσα αυτές τις θηλυκότητες σε χώρους δουλειάς, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας ή ακόμα και σε χώρους φεμινιστικής διεκδίκησης. Μπορεί να ζουν δεκαετίες ολόκληρες στην Ελλάδα, να δουλεύουν, να πληρώνουν φόρους, να γεννάνε και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους, εντούτοις η ορατότητα και η συμπερίληψη τους είναι δραματικά περιορισμένη.
Οι ταυτότητες που φέρουν – της μαύρης, φτωχής, γυναίκας, μετανάστριας – σε μια κοινωνικοπολιτική σφαίρα θωρακισμένη με στερεότυπα και πασαλειμμένη με ρατσισμό, αντιστοιχούν σε πολύ συγκεκριμένες και αυστηρά οριοθετημένες συνθήκες ύπαρξης, οι οποίες εκτός από μυωπικές είναι και άδικες.
Πριν κάμποσο καιρό, λοιπόν, μου δόθηκε μια πολύτιμη ευκαιρία να βρεθώ με γυναίκες που συμμετέχουν στην Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών της Αφρικής, να συνομιλήσω μαζί τους και να διαπιστώσω πόσο το αποικιοκρατικό παρελθόν της Δύσης – ως μήτρα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των μαύρων υποκειμένων και των φυλετικών διακρίσεων – δεν έχει ξεριζωθεί από τις σύγχρονες κοινωνίες, επιμένει να εμφιλοχωρεί στις δομές και τις ιδεολογίες, διαμορφώνοντας περιβάλλοντα χωρίς οξυγόνο.
Η εργασία, ας πούμε, διαπερνάται και αναπαράγει τις έμφυλες, ταξικές και φυλετικές ιεραρχήσεις. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι αν είσαι μαύρη γυναίκα στην Ελλάδα ανεξάρτητα από το μορφωτικό σου επίπεδο, την κατάρτιση σου, τις δεξιότητες σου, την εμπειρία σου, κατά πάσα πιθανότητα θα δουλέψεις στον τομέα της καθαριότητας και της οικιακής φροντίδας και οι όροι δουλειάς σου θα είναι τέτοιοι που θα κουρελιάζουν φανερά και συστηματικά ό,τι έχει απομείνει από την εργατική νομοθεσία.
«Είμαι στην Ελλάδα 25 χρόνια. Εργαζόμουν για μεγάλο διάστημα σε ένα σπίτι. Τα πρώτα πέντε χρόνια ήμουν εντελώς ανασφάλιστη. Μετά επειδή έπρεπε να φτιάξω τα χαρτιά μου για να βρίσκομαι στη χώρα και απαιτούνταν ασφάλιση, της είπα ότι πρέπει να μου βάλει ένσημα. Θεωρούσα ότι το είχε κάνει. Όταν ήρθε η ώρα να ανανεώσω την κάρτα μου διαπίστωσα ότι είχε δηλώσει πως δούλευα πέντε μέρες το μήνα, ενώ εγώ δούλευα κάθε μέρα από τις επτά το πρωί έως τις επτά το απόγευμα. Απαίτησα να το διορθώσει άμεσα, στην αρχή αρνήθηκε, μετά της είπα ότι θα πάω σε δικηγόρο και υποχώρησε. Έπρεπε, λοιπόν, να πληρώσει αναδρομικά τις ασφαλιστικές εισφορές και μου ζήτησε να μοιραστούμε το ποσό. Εννοείται πως αρνήθηκα. Επίσης, τα πρώτα πέντε χρόνια εργαζόμουν αδιάκοπα από Γενάρη μέχρι Δεκέμβρη.
Μετά με ενημέρωσε μια φίλη μου ότι δικαιούμαι κάποιες μέρες πληρωμένης άδειας και πάλι χρειάστηκε να το διεκδικήσω. Ακόμα και το επίδομα Χριστουγέννων προσπάθησε να μου το δώσει μισό. 16-17 χρόνια δούλευα εκεί, χωρίς ελεύθερο χρόνο να ξεκουράζομαι» διηγείται η Έστα.
«Όταν ψάχνεις δουλειά, αν είσαι μαύρη γυναίκα, δεν τους νοιάζει τι πτυχίο έχεις. Βλέπουν μπροστά τους μια υπηρέτρια ή καθαρίστρια και σε ορισμένες περιπτώσεις μαγείρισσα. Στα γραφεία ευρέσεως εργασίας επιλέγουν πάντα τις χειρότερες δουλειές για τις μαύρες γυναίκες και λειτουργούν χωρίς κανέναν έλεγχο από τις αρχές. Γενικά το κράτος αδιαφορεί για εμάς. Δεν τσεκάρουν αν τηρούνται τα δικαιώματα μας, ούτε καν εάν έχουμε ασφάλιση. Κινδυνεύουμε να γεράσουμε και να μη μπορούμε να συνταξιοδοτηθούμε» συμπληρώνει.
Αν το σκεφτείς, ο τομέας της έμμισθης οικιακής εργασίας απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες μετανάστριες, σαν μια επαγγελματική ιδιότητα που ενεργοποιείται αυτόματα και συλλογικά στη συγκεκριμένη σύζευξη φύλου και φυλής. Πρόκειται για μια δουλειά που περιβάλλεται με συμφραζόμενα κοινωνικής απαξίωσης λες κι είναι εύκολο πράγμα να στέκεσαι ώρες ατελείωτες όρθια, να σκύβεις, να κουβαλάς, να τρίβεις, να πηγαινοέρχεσαι από τους ατμούς του σίδερου στους ατμούς του μαγειρέματος, κι από το θόρυβο του πλυντηρίου στο βουητό της ηλεκτρικής σκούπας, να ανακατεύεσαι συνέχεια με χλωρίνες και καθαριστικά. Και να το κάνεις κάθε μέρα. Γιατί όλες το κάνουμε μια στο τόσο και ξεφυσάμε μπουχτισμένες και ξεθεωμένες. Αλλά κάθε μέρα. Να είσαι ψύχραιμη και συνεπής. Να μη πονάς και να μην αρρωσταίνεις.
Είναι κουρασμένες. Γενικά οι θηλυκότητες στην καπιταλιστική πατριαρχία κουράζονται, γιατί επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος των διαδικασιών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτές ακόμα περισσότερο. Η κούραση ποτίζει τα κύτταρα τους. Γι’ αυτό, μεγαλώνουν με το στρες της ασφάλισης και της σύνταξης.
Το είπε η Έστα, το επιβεβαιώνει και η Αντάμα, από τα πιο φρέσκα μέλη της ομάδας: «Αντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες στη δουλειά. Εγώ δούλευα συχνά στα νησιά, σε ξενοδοχεία. Δεν καταβάλλουν ολόκληρες τις ασφαλιστικές εισφορές. Δουλεύουμε πολλές ώρες την ημέρα, κάθε μέρα και μας βάζουν τα μισά ένσημα. Δεν είμαστε πια νέες. Ζούμε στην Ελλάδα για 25 χρόνια και θέλουμε σύνταξη. Γι’ αυτό εργάζομαι τόσο σκληρά, για να πάρω μια σύνταξη»
«Τότε σήκωσα το καρότσι μου που ήταν άδειο ψηλά και του φώναξα ότι είμαι μια γυναίκα από την Αφρική, δεν είμαι καμία τεμπέλα, πριν βάλει το μαχαίρι το σώμα μου, θα του σπάσω το κεφάλι. Έτσι με άφησε. Αλλά ξέρεις τι μου έκανε εντύπωση; Υπήρχαν άτομα που του φώναξαν «τι κάνεις; Τρελάθηκες;». Δεν τον εμπόδισαν, όμως. Ήταν τόσο τρομακτικό.»
Η Αντάνα, όμως, έχει να μοιραστεί κι άλλη μια ιστορία ρατσιστικής συμπεριφοράς, από αυτές που θέλουμε να πιστεύουμε ότι δε συμβαίνουν αλλά συμβαίνουν και καταδεικνύουν πόσο μπορεί να κλονιστεί η αίσθηση ασφάλειας μιας μαύρης θηλυκότητας μέρα μεσημέρι, πόσο μόνη μπορεί να αισθανθεί ανάμεσα σε πολλούς άλλους και η μοναδική της ασπίδα να είναι το ένστικτο αυτοσυντήρησης: «Είχε έρθει η κόρη μου από την Αμερική και πήγαμε στη λαϊκή για ψώνια. Σταμάτησα σε έναν πάγκο με λαχανικά. Ρώτησα την τιμή, μου είπε και ζήτησα να μου βάλει μερικά. Όταν τα ζύγισε έβαλε διαφορετική τιμή. Διαμαρτυρήθηκα. Του είπα ότι δεν έχω λεφτά να πληρώσω και έφυγα. Αυτός τότε πήρε ένα μαχαίρι και με κυνήγησε. Ήμουν γυρισμένη και δεν το είχα αντιληφθεί. Ευτυχώς με προειδοποίησε ένα άλλο άτομο, πάλι αφρικάνικης καταγωγής. Γύρισα και τον είδα με το μαχαίρι. Τότε σήκωσα το καρότσι μου που ήταν άδειο ψηλά και του φώναξα ότι είμαι μια γυναίκα από την Αφρική, δεν είμαι καμία τεμπέλα, πριν βάλει το μαχαίρι το σώμα μου, θα του σπάσω το κεφάλι. Έτσι με άφησε. Αλλά ξέρεις τι μου έκανε εντύπωση; Υπήρχαν άτομα που του φώναξαν «τι κάνεις; Τρελάθηκες;». Δεν τον εμπόδισαν, όμως. Ήταν τόσο τρομακτικό. Η κόρη μου είχε σοκαριστεί».
Μας έχουν τριβελίσει τα’ αφτιά από πιτσιρίκια με το μύθο της «λευκής υπεροχής». Ενδεχομένως να μη ξεστομίζεται τόσο ρητά πλέον, όσο τις εποχές της θεσμοθετημένης φυλετικής ανισότητας ή του απαρτχάιντ – εκτός από τις συμμορίες της ακροδεξιάς που θρέφονται από το μίσος τους – αλλά πρόκειται για βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις που επιβιώνουν έστω και υπόρρητα.
Η αλαζονεία της «λευκής υπεροχής» ενίοτε εκφράζεται με ατόφιο και πηχτό ρατσισμό που οδηγεί σε αποκλεισμούς, προσβλητικές συμπεριφορές, πράξεις φυσικής ή ψυχολογικής βίας. Είναι η πιο αποκρουστική μορφή αλλά δεν είναι η μόνη. Η υποτίμηση των μαύρων υποκειμένων, ακόμα κι όταν τυλίγεται με λύπη, είναι εξίσου ρατσιστική. Εκκινεί από τη στρέβλωση ότι μια θηλυκότητα, επειδή είναι μαύρη είναι εκ προοιμίου και εσαεί ανήμπορη και άρα δυστυχισμένη.
Η Αουα ζει 30 χρόνια στην Ελλάδα κι έχει απηυδήσει με τον στενόμυαλο ελιτισμό της περιφρόνησης. «Υπήρξαν καταστάσεις που ένιωσα ντροπή και αγανάκτηση, που με πείσμωσαν και είπα μέσα μου ότι δε θα με κάνουν να μετανιώσω για το χρώμα μου. Ένα απλό παράδειγμα θα αναφέρω μόνο. Ήμουν στην αγορά και δεν ξέρω για ποιο λόγο, μια γυναίκα άρχισε να με αποκαλεί «καημένη». Δεν είμαι καημένη. Ίσως η ζωή μου να είναι καλύτερη από τη δική σου. Επειδή βλέπεις ότι είμαι μαύρη, αμέσως με ταυτοποιήσεις ως ξένη και με χαρακτηρίζεις καημένη. Πόσο κομπλεξική στάση; Εγώ δεν έχω κόμπλεξ, επειδή είμαι μαύρη ή επειδή εσύ είσαι λευκή. Μπορεί σε ένα δωμάτιο να είμαι η μόνη μαύρη. Ωστόσο, νιώθω ότι είμαστε ένα γιατί δε βλέπω το χρώμα. Βλέπω την ψυχή και τα μάτια των ανθρώπων. Αν νομίζεις ότι είμαι κατώτερη είναι δικό σου πρόβλημα. Δεν είμαι. Κάθε μέρα το αντιμετωπίζουμε αυτό, στα λεωφορεία, στο δρόμο, παντού. Ακόμα και μετανάστριες/ες από άλλες χώρες φέρονται μερικές φορές στα άτομα από την Αφρική υποτιμητικά. Ασυνείδητα μάλλον. Ζεις σε μια χώρα που μαθαίνεις να ρωτάς τον άλλον από πού είναι, γίνεσαι κομμάτι της κουλτούρας της. Μόνο όταν βγεις απ’ έξω, θα συνειδητοποιήσεις ότι φέρεσαι σαν Ελληνίδα. Πήγαμε με μια φίλη μου σε ένα σουπερ μάρκετ για δουλειά στο ταμείο. Είχε τα τυπικά προσόντα. Ο διευθυντής το παραδέχτηκε. «Το χρώμα σου …» είπε. Όταν είσαι μαύρη δεν επιτρέπεται να είσαι μπροστά, να φαίνεσαι. Πρέπει να δουλεύεις μόνο πίσω, στην κουζίνα, στη λάντζα. Είναι μέθοδος ψυχολογικής κακοποίησης. Σε μειώνουν για να σε πείσουν ότι είσαι κατώτερη και να εξασθενήσει η δύναμη σου. Ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να μη το επιτρέπουν. Εφόσον αναπνέω δεν είμαι καημένη» λέει.
Βλέπεις, το σινιάλο των διακρίσεων το εκπέμπει πρώτα η ίδια η Πολιτεία. Οι περισσότερες ζουν χρόνια στην Ελλάδα αλλά δεν έχουν ελληνική ιθαγένεια, γιατί προσκρούουν σε αραχνιασμένες νομολογιακές νοοτροπίες για το δικαίωμα του πολίτη. Αυτό δημιουργεί διαρκώς φραγμούς και περιορισμούς. Δυσχεραίνει την καθημερινότητα γιατί τα αυτονόητα γίνονται ένα βουνό γραφειοκρατίας. Επιπλέον, στερεί δυνατότητες. Η Νουρ πολύ εύστοχα επισημαίνει στην κουβέντα μας το ζήτημα της εκπαίδευσης: «Ούσα φτωχή, Αφρικανή και μη Ελληνίδα δεν έχω πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θέλω να κάνω μεταπτυχιακό αλλά δεν έχω τους πόρους να το πληρώσω. Από την άλλη δεν έχω ελληνική ιθαγένεια και άρα δεν έχω πρόσβαση ούτε σε εκπαιδευτικά ιδρύματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών».
Η Νουρ κουβαλάει άλλη μια εμπειρία, τραυματική και πληγωτική, αυτή της έμφυλης βίας που δεν έχει σύνορα, πατρίδες και φυλές. Είναι επιζώσα έμφυλης βίας. Η Οργάνωση στάθηκε δίπλα της στον αγώνα απεγκλωβισμού που έδωσε, τη στήριξε οικονομικά στα δικαστικά έξοδα που απαιτούνταν για την ποινική διευθέτηση της υπόθεσης της και συναισθηματικά. Η αίσθηση ότι δεν ήταν μόνη της, ότι είχε μια ανθρώπινη αλυσίδα γύρω της, ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη για να τα καταφέρει. Η προσπάθεια συγκρότησης ενός κοινοτισμού που δε βιώνονται μοναχικά τα προβλήματα γιατί διογκώνονται, που δεν αφήνει την απελπισία να αναπαυτεί στο κέντρο του ψυχισμού και να δράσει παραλυτικά, είναι ενδυναμωτική. Τους δίνει πίσω κομμάτια της κλεμμένης τους περηφάνιας. Τις βοηθάει εξερευνήσουν τη δύναμη τους, να νιώσουν όμορφα με την ταυτότητα τους και την κουλτούρα τους. Η Οργάνωση το κάνει αυτό. Γίνεται καταφύγιο και εφαλτήριο μαζί. Τα λόγια της Μάργκαρετ το πιστοποιούν: «Είμαι πολύ περήφανη που είμαι μαύρη γυναίκα στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι είμαι ξεχωριστή γιατί είμαι διαφορετική. Τις προκλήσεις με τις οποίες αναμετριέμαι εξαιτίας του χρώματος ή της καταγωγής μου, προσπαθώ να τις ξεπεράσω. Ξέρω ποια είμαι και πως μπορώ να αγωνιστώ. Όλα αυτά με κάνουν να κοιτάω στο μέλλον. Θέλω, λοιπόν, να ενθαρρύνω κάθε μαύρη γυναίκα – ή και κάθε γυναίκα ανεξαρτήτου φυλής και εθνικότητας -, σε όποιο μέρος του πλανήτη κι αν κατοικεί, να είναι δυνατή».
Είναι εντυπωσιακό και αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι οι συνομιλήτριες μου δεν αντανακλούν ηττοπάθεια. Από τη μια δεν έχουν εγκολπώσει καθόλου τη ντροπή που επιχειρεί να τους εμφυσήσει ο λευκός ηγεμονισμός, από την άλλη δεν εργαλειοποιούν το τραύμα τους. Δεν το αγνοούν. Κάθε άλλο. Είναι ενσώματο. Το χουν ψηλαφίσει δεκάδες φορές με τα χέρια τους αλλά δεν το εργαλειοποιούν. Αρνούνται να θυματοποιήσουν οι ίδιες τις εαυτές τους. Αναγνωρίζω αυτό το μοτίβο σκέψης στο μαύρο φεμινισμό, που παρότι συνιστά ένα ρηξικέλευθο πεδίο οξύνοιας, γνώσης και στοχασμού, παραμένει σε πολλές χώρες (και στην Ελλάδα) παραγκωνισμένο και αναξιοποίητο. Οι μαύρες γυναίκες δε βρήκαν χώρο στην πατριαρχία αλλά δυστυχώς για πολλά χρόνια δεν έβρισκαν χώρο ούτε στο φεμινισμό. Ο φεμινισμός μίλαγε και ενέπλεκε τις μεσοαστές λευκές γυναίκες. Το σύστημα της δουλοκτησίας, οι πολιτικές του φυλετικού διαχωρισμού, η αποικιοκρατική κουλτούρα, ο σύγχρονος ρατσισμός έχουν κάνει τις μαύρες γυναίκες να υποφέρουν με τρόπους που οι λευκές γυναίκες δεν έχουν βιώσει.
Το 1851 η Σοτζέρνερ Τρουθ έκανε τη μνημειώδη ομιλία στο Συνέδριο των Γυναικών στο Οχάιο με τίτλο «Δεν είμαι εγώ γυναίκα;», για να φωτίσει στις λευκές σουφραζέτες ότι η δική της εμπειρία ως πρώην σκλάβας δεν ταυτιζόταν με τις δικές τους. Τότε πολλές γυναίκες από το ακροατήριο την προέτρεψαν να σιωπήσει για να μην εκτραπεί η συζήτηση από το δικαίωμα ψήφου. Οι μαύρες γυναίκες αναζήτησαν και βρήκαν τη δική τους φωνή. Το ρεύμα του μαύρου φεμινισμού ανέδειξε πως η τάξη, η φυλή και το φύλο διαπλέκονται στη συγκρότηση σχέσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης και εισήγαγε την έννοια της διαθεματικότητας. Σίγουρα ο φεμινισμός θα ήταν πιο φτωχός χωρίς την Άντζελα Ντέιβις ή την Όντρει Λόρντ, χωρίς τις χιλιάδες μαύρες θηλυκότητες που έριξαν το βίωμα τους στη λίμνη για να σταματήσει να είναι τόσο ατάραχη.
Η Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής είχε προσκαλέσει εκείνες τις μέρες στην Αθήνα την Carole Boyce Davies, Καθηγήτρια Αφρικάνικων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Cornell:
«Ο μαύρος φεμινισμός είναι ένα θεωρητικό πεδίο στην ακαδημία αλλά είναι ταυτόχρονα πολιτική, διανόηση, κινούμενη από την κοινότητα που συγκεντρώνει τα ερωτήματα και τις αγωνίες των μαύρων γυναικών. Πατάει στο αποτύπωμα των μαύρων γυναικών της ιστορίας που πάλεψαν για την αναγνώριση της ταυτότητας τους. Υπήρξαν πολλές τέτοιες γυναίκες στη Γκάνα, στη Νιγηρία, στο Σουδάν πρόσφατα θυμίζω ότι είχαν κεντρικό ρόλο. Το να είσαι μαύρη γυναίκα σήμερα στο δυτικό κόσμο σημαίνει ότι πάντα πρέπει να διεκδικείς και να αγωνίζεσαι κατά κάποιας εκδοχής της υπόταξης. Πρέπει ακόμα να αγωνίζεσαι ενίοτε και κατά των μαύρων ανδρών που αντιγράφουν τις επιθυμίες των λευκών ανδρών για κυριαρχία. Κωδικοποιούμε ως γυάλινο ταβάνι το όριο της κοινωνικής ανέλιξης των γυναικών που θέτει η πατριαρχία. Κάποιες λευκές γυναίκες μπορούν να σπάσουν το ταβάνι. Για τις μαύρες γυναίκες είναι σαν τσιμέντο. Δε μπορείς να περάσεις. Είναι δύσκολο να υπερβείς τις κοινωνικές αναπαραστάσεις για το τι πρέπει να είσαι κι αυτό που νομίζουν ότι πρέπει να είσαι σχετίζεται με την υπηρεσία, πρέπει να υπηρετείς την οικογένεια, το σύζυγο, το αφεντικό, την κοινότητα, το έθνος αλλά όχι εσένα. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να είσαι λεσβία ή τρανς μαύρη θηλυκότητα. Έχουμε νέα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα μαύρων γυναικών και όχι μόνο. Παρατηρώ τις στρατηγικές φυσικής ή συμβολικής εξόντωσης τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι δε θέλουν να γίνουν πρόσφυγες ή μετανάστριες. Προτιμούν να κάτσουν στη χώρα τους και να ζήσουν τη ζωή τους. Οι άνθρωποι φεύγουν επειδή υπάρχει λόγος. Η κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει νέες ροές. Πρέπει, λοιπόν, να αποδεχτούμε ότι θα ζούμε σε έναν κόσμο που οι άνθρωποι θα πρέπει να μετακινούνται για να ζήσουν και να τους βοηθήσουμε σε αυτό» υποστηρίζει.
Κι εδώ που ζουν χιλιάδες μαύρες θηλυκότητες από παλιότερα και νέα μεταναστευτικά ρεύματα είναι αναγκαίο να φτιαχτούν τόποι συνάντησης. Να ακούσουμε και να μάθουμε, να μπούμε στο γοητευτικό παιχνίδι της ανταλλαγής και της αλληλεγγύης, να ανοίξουμε. «Το ερώτημα είναι πάντα τι είδους άνθρωπος θες να είσαι; Αν θες να δίνεις χώρο» καταλήγει η Carol.