«Η συναγωγή για εμάς δεν είναι ο οίκος του θεού, αλλά ο οίκος των ανθρώπων που προσεύχονται σε αυτόν». Αυτή είναι η πρώτη περιγραφή που αντιλαμβάνομαι για τη Μπεθ Σαλώμ καθώς περνάω την είσοδο της συναγωγής με την μαρμάρινη πρόσοψη. Στα στασίδια της οι γυναίκες που έχουν την ευθύνη της παιδείας, κρατούν τις παραδόσεις και μεταφέρουν τις αξίες της ιουδαϊκής θρησκείας στους απογόνους, κατεβαίνουν, όπως σε κάθε μεγάλη γιορτή, από τον γυναικονίτη και παρακολουθούν την απογευματινή προσευχή καθισμένες δεξιά των αντρών που φορούν το απλό ή περίτεχνα κεντημένο κιπά στην κορυφή της κεφαλής και οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την προσευχή και την ευλογία.
Την περασμένη Κυριακή στον αριθμό 5 της οδού Μελιδώνη, εκτυλισσόταν μια διαφορετική μυσταγωγία από αυτές που έχει συνηθίσει η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού να αντικρίζει τον τελευταίο μήνα κάθε έτους.
Χανουκά στα εβραϊκά σημαίνει εγκαίνια και γιορτάζεται την 25η μέρα του μήνα Κισλέβ, συμβολίζοντας την αντίσταση των Μακκαβαίων απέναντι στον Αντίοχο τον Επιφανή όταν εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει το ναό Μπετ Αμιγκντάσς της Ιερουσαλήμ προκειμένου να επιβάλει την αρχαία ελληνική θρησκεία. «Οι Ιουδαίοι έμειναν κλεισμένοι εντός του ναού έχοντας ελάχιστο λάδι που κανονικά δε θα έφτανε για το άναμμα της Μενορά. Από θαύμα όμως κατόρθωσαν να κρατήσουν άσβεστη τη φλόγα της επί οχτώ ημέρες και να αντισταθούν στην πολιορκία και στις δυνάμεις που προσπαθούσαν να επιβάλουν τον σκοταδισμό». Ο πρόεδρος της επιτροπής θρησκευτικών υποθέσεων της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών, Βίκτωρ Ελιεζέρ, μου διευκρινίζει πως η γιορτή που συμβολίζει τη νίκη απέναντι στο σκότος δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της δικής του κοινότητας, αλλά έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα και γι’ αυτό το λόγο με ρωτά ευγενικά αν επιθυμώ να ανάψω στη συνέχεια ένα από τα κεριά της χανουκιγιά που συνάντησα φτάνοντας στον μικροσκοπικό πεζόδρομο του Θησείου.
Μετά το πέρας της προσευχής τα λόγια του Ραβίνου που γυρίζει για πρώτη φορά ανφάς μου λύνουν την απορία σχετικά με την απαλή, σχεδόν ανεπαίσθητη, κίνηση που κάνει ο κάθε Εβραίος την ώρα που προσεύχεται. Είναι ένας τρόπος για να μιμηθεί το σώμα τη φλόγα ενός κεριού η οποία τρεμοπαίζει ελαφρά θέλοντας να πλησιάσει μια πυρκαγιά. «Η πυρκαγιά για εμάς είναι ο δημιουργός όλων μας, τον οποίο προσπαθούμε να φτάσουμε κάνοντας αυτή την κίνηση. Ανάβουμε λοιπόν ένα κερί την ημέρα ώστε η φλόγα να απλώνεται, να μεταφέρεται και να μεγαλώνει. Η χανουκιγιά λάμπει ολάκερη, κανένα κομμάτι σκότους δεν την εμποδίζει και είμαστε όλοι εδώ να γιορτάσουμε αυτό το φως και να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας πως, αν και τελειώνει σήμερα η γιορτή, θα κρατήσουμε αυτές τις φλόγες μέσα μας για να μας θυμίζουν το θαύμα και να διώχνουμε τα προσωπικά μας σκοτάδια και τις δυσκολίες».
Ο νεαρός ιερέας που προΐσταται της κοινότητας καλεί τα οχτώ μέλη του συμβουλίου της μπροστά από το ιερό όπου φυλάσσεται η πεντάτευχος προκειμένου να φωταγωγίσουν από δεξιά προς τα αριστερά χρησιμοποιώντας το «σαμάς» -το βοηθητικό κερί που βρίσκεται τοποθετημένο σε ειδική θέση ψηλότερα από τα άλλα της Χανουκιγιά- μια μικρογραφία της εξωτερικής εφτάφωτης λυχνίας, ψάλλοντας ρυθμικά.
Καθώς η εσωτερική τελετουργία φτάνει στο τέλος της, πληροφορούμαστε από τον γενικό γραμματέα της κοινότητας Ζοζεφ Μιζάν πως τιμήθηκε φέτος η εβραϊκή γιορτή των φώτων ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο Μπαράκ Ομπάμα άναψε τα κεριά εντός του Λευκού Οίκου σε μια κίνηση καταπολέμησης του αντισημιτισμού και κάθε άλλης μορφής διάθεση για μισαλλοδοξία, όπως δήλωσε κατά τη συνάντηση του με τον πρόεδρο του Ισραήλ. Στην Αγγλία η τελετή φιλοξενήθηκε στο κοινοβούλιο, στο Βέλγιο ο εορτασμός πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της αντιπροέδρου της ευρωπαϊκής επιτροπής ενώ στη Γερμανία πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε μπροστά από την πύλη του Βρανδεμβούργου όπου για 14η συνεχή χρονιά άναψε η μεγαλύτερη χανουκιγιά της Ευρώπη. Στην Ελλάδα, ο σχετικά μικρός αριθμός πιστών που παρευρίσκεται στον εορτασμό κινείται προς τον προαύλιο χώρο για την ολοκλήρωση της γιορτής που εντελώς τυχαία συμπίπτει με τα Χριστούγεννα και την στολισμένη Αθήνα.
Ακριβώς απέναντι από την Μπεθ Σαλώμ, η συναγωγή Ετς Χαΐμ που χτίστηκε το 1904 και οι γηραιότεροι αποκαλούν γιαννιώτικη σε συνδυασμό με έναν εύθυμο σκοπό που τραγουδούν οι παρευρισκόμενοι στα Λαντίνο μου υπενθυμίζει πως η ελληνική εβραϊκή κοινότητα χωρίζεται σε δύο μεγάλες ομάδες, στους ελληνόφωνους Ρωμανιώτες και τους καταγόμενους από την Ισπανία Σεφραδίτες που έφτασαν στην Ελλάδα διωκόμενοι από την βασίλισσα Ισαβέλλα κατά τον 15ο αιώνα.
«Η μεγαλύτερη κοινότητα είναι αυτή της Θεσσαλονίκης, εκεί αναπτύχθηκε ο εβραϊκός πολιτισμός, εκεί ιδρύθηκε και το πρώτο μας εργατικό συνδικάτο. Σε κάθε περίπτωση ο εβραϊσμός στην Ελλάδα εξοντώθηκε σε ένα ποσοστό της τάξης του 92% κατά την περίοδο της κατοχής. Παρότι χάθηκαν περισσότεροι από 60.000 Εβραίοι σε όλη την Έλλαδα, σήμερα προσπαθούμε να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας σαν μια ομάδα πολιτών με διαφορετικό θρήσκευμα» εξηγεί ο Βίκτωρ Ελιεζέρ καθώς μου παραχωρεί τον καφέ του και μου προσφέρει δύο σουφγκανιότ, που δε μπορούσαν να είναι τίποτα άλλο πέρα από τηγανητούς λουκουμάδες που υπενθυμίζουν με τον τρόπο παρασκευής τους το θαύμα του Χανουκά. Λίγο πριν αποχωρήσω από τη σύντομη, λιτή αλλά γεμάτη ζεστασιά γιορτή τους και καθώς περιεργάζομαι ένα λεύκωμα αφιερωμένο στο μνημείο του ολοκαυτώματος της Αθήνας, ένας άντρας χτυπά φιλικά την πλάτη του συνομιλητή και ξεναγού μου ρωτώντας τον αν πηγαίνουν όλα καλά. «Μια χαρά. Δόξα τω Θεώ» του απαντά, κάνοντας με να χαμογελάσω στη σκέψη πως αυτή η φράση μου είναι κάπως γνώριμη.
Δείτε όλο το φωτορεπορτάζ