Categories: FeaturedSTAR WARS

Ο JJ Abrams δεν επανεφηύρε μόνο το φωτόσπαθο

Μια απ’ τις μεγαλύτερες γκρίνιες που ακολούθησαν τις πρώτες προωθητικές εικόνες του καινούριου, επερχόμενου Star Wars: The Force Awakens, ήταν αυτή γύρω απ’ την ασέβεια με την οποία ο JJ Abrams, ένας απ’ τους παραγωγικότερους παραγωγούς και σκηνοθέτες του σύγχρονου Hollywood, άλλαξε το φωτόσπαθο από εκείνο το λιτό κι ευθύβολο, φονικό φωτοσωλήνα των συλλογικών μας αναμνήσεων, σ’ αυτό το κόκκινο σταυρωτό πράγμα που έχει τις τελευταίες μέρες κατακλύσει τα profile pics του μισού Facebook. Βέβαια, ο Jeffrey Jacob Abrams όπως είναι το πλήρες του βαφτιστικό, χρειάστηκε πρώτα να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τηλεόραση, κι ύστερα τον τρόπο που αντικρίζουμε το κινηματογραφικό υπερθέαμα, για να μπορέσει να φτάσει στο σημείο να αλλάξει το φωτόσπαθο. Οπότε, ποιος ξέρει, ίσως αξίζει να του δώσουμε μια κάποια αβάντα πριν του το βάλουμε στο λαιμό.

George Lucas και JJ Abrams.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως, ένας απ’ τους βασικούς λόγους που η saga του Star Wars παραμένει ακόμη και σήμερα ένα απ’ τα πιο ακλόνητα, σεβάσμια και άσπιλα μνημεία, το πιο διαχρονικό και επιδραστικό ποπ φαινόμενο στην ιστορία της ποπ κουλτούρας, είναι πως στα 38 χρόνια που έχουν περάσει απ’ την πρώτη φορά που οι κόκκοι της ερήμου Tatooine απλώθηκαν σε οθόνη, ο κάθε ένας απ’ τα δισεκατομμύρια των θεατών που κράτησαν την ανάσα τους κάθε φορά που ο Luke Skywalker κρατούσε τη δική του, αισθάνεται αυτό το μεγαλοπρεπές ταξίδι ενός πιτσιρικά προς το πεπρωμένο του, ως δικό του ταξίδι. Και κάθε στροφή, ανατροπή, και μεγαλειώδης αποκάλυψη της διαστημικής οπερέτας του George Lucas, τη νιώθει σα να του ανήκει. Το ερώτημα που ανακύπτει λοιπόν, είναι το πώς παίρνεις κάτι που ανήκει σε όλους, και το κάνεις δικό σου.

Ας πάμε όμως 38 χρόνια πίσω, σε μια γειτονιά πολύ, πολύ μακριά, στα προάστια της Καλιφόρνια. Εκεί που ένα ατσούμπαλο, διοπτροφόρο πιτσιρίκι κολλημένο στη γκρίζα ζώνη ανάμεσα στους μάγκες και τα σπασικλάκια, περνούσε το χρόνο των σχολικών διαλειμάτων χαζεύοντας τον μικρόκοσμο της σχολικής αυλής, μέσα από την οθόνη που δημιουργούσε βάζοντας τα δάχτυλα μπροστά στα μάτια του. Ένας μικρόκοσμος περιορισμένης ευρηματικότητας, τον οποίο καμιά φορά εμπλούτιζε τρέχοντας κατά μήκος του με μια κόκκινη μπέρτα στην πλάτη, ή αναστάτωνε κραδαίνοντας μια αυτοσχέδια προσθετική ουλή στο μπράτσο του, και συνεχώς εφευρίσκοντας τρόπους να προσθέσει λίγη μαγεία στο ρεαλισμό της. Απ’ αυτή τη μαγεία που γέμιζε το παιδικό του δωμάτιο, με ράφια και ντουλάπες να ξεχειλίζουν υλικά για παιδικά ταχυδακτυλουργικά, στίβες από βιβλία φαντασίας, πολύχρωμα περιοδικά με εικόνες από άλλους γαλαξίες, και πυργάκια από φίλμ για αυτοσχέδιες ταινίες. Ο κόσμος στον οποίο κατέφευγε ο JJ Abrams, κι απ’ τον οποίο αντλούσε έμπνευση για να αλλάξει τον δικό του.

Μέχρι τα 15 του, ο Abrams είχε μαζέψει γύρω του μια παρέα σταθερών συνεργατών, φίλους, συμμαθητές και μεγαλύτερα παιδιά, της γειτονιάς και των τριγύρω της, που μοιράζονταν το πάθος του για το χειροποίητο σινεμά. Όχι αυτό με τα οικογενειακά πάρτυ και τις παιδικές φάρσες: το κανονικό σινεμά.

Πρωτότοκος εγγονός της οικογένειάς του, ο Abrams μεγάλωσε πρακτικά υπό την εποπτεία του παππού του, ενός πωλητή ηλεκτρικών ειδών με ιδιαίτερη έφεση στην αποσυναρμολόγηση, και απεριόριστη υπομονή για τον γεμάτο απορίες εγγονό του. Τον οποίο κακομάθαινε με βόλτες στα παιχνιδάδικα με εξειδίκευση στα ταχυδακτυλουργικά, και χρηματοδοτώντας τα διάφορα χόμπι του, στα οποία έδινε πάντα άλλοθι η γιαγιά, συγκρίνοντάς τα με τα ναρκωτικά –γιατί, βέβαια, οτιδήποτε είναι καλύτερο απ’ το να μπλέξει το παιδί με τα ναρκωτικά. Έτσι, πριν ακόμη φτάσει την εφηβεία, ο μικρός JJ είχε εξασφαλίσει μια κάμερα Super 8, μια ολόδική του μονταζιέρα, και μια ατέλειωτη παροχή από φρέσκα, άγραφα φιλμάκια –ένα μικρό οικιακό στούντιο που δεν συγκρινόταν βέβαια σε κόστος με τα επαγγελματικά, αλλά δεν ήταν δα και αρκετά οικονομικά για να βρίσκονται σε όλα τα προαστιακά αμερικανικά σπιτικά. Ο JJ όμως τα είχε, έτοιμα να απαθανατίσουν τα ατέλειωτα σενάρια που σκαρφιζόταν ο μικρός, χρησιμοποιώντας για πρωταγωνιστές τους φίλους του, τους γείτονες, τους συγγενείς, και κυρίως την αδερφή του.

Μέχρι τα 15 του, ο Abrams είχε μαζέψει γύρω του μια παρέα σταθερών συνεργατών, φίλους, συμμαθητές και μεγαλύτερα παιδιά, της γειτονιάς και των τριγύρω της, που μοιράζονταν το πάθος του για το χειροποίητο σινεμά. Όχι αυτό με τα οικογενειακά πάρτυ και τις παιδικές φάρσες: το κανονικό σινεμά. Αυτό που έβλεπαν κάθε βδομάδα στις αίθουσες μιας περιόδου που το Hollywood κρατούσε ακόμη τους δεσμούς του με ταινίες όπως το Σιωπηλό Μάρτυρα του Alfred Hitchcock ή το Philadelphia Story του George Cukor, αλλά την ίδια ώρα περνούσε την κοσμογονική μεταμόρφωση που θα το έκανε το μαγικό μέρος όπου θα μπορούσαν να γεννηθούν σκηνοθετικά οράματα όπως αυτά του Steven Spielberg στα Σαγόνια του Καρχαρία και τον ET τον Εξωγήινο, του John Carpenter στο Dark Star και την Ομίχλη, ή, βέβαια, του George Lucas στον Πόλεμο των Άστρων.

Αυτό το προεφηβικό τους πάθος, ήταν για τον Abrams κάτι παραπάνω από καταλυτικό: το 1982, σ’ έναν κύκλο προβολών στο Los Angeles με τον ευθύβολο τίτλο «Οι Καλύτερες Εφηβικές Super 8 Ταινίες του ‘81», Abrams πρόβαλε το High Voltage, μια κωμωδία με μπόλικη δράση και ειδικά εφέ, η οποία ήταν αρκετή για να τον φέρει στο επίκεντρο ενός αφιερώματος των Los Angeles Times, με τη φάτσα του κάτω απ’ τον τίτλο «Τα Άμουσα Θαύματα του Κινηματογράφου» -μια ευθεία αντιπαράθεση με τους μουσάτους φρουρούς του Hollywood, που εκείνη την περίοδο χαιρέτιζε ως βασιλείς του τους Spielberg, Lucas, Coppola και Scorsese.

Το άρθρο, παρ’ ότι επικεντρωνόταν κυρίως στον Abrams, που είχε αρκετό τσαγανό για να πει πως «βλέπω όλα αυτά που κάνουν ο Steven Spielberg κι ο John Carpenter, και θέλω να τα κάνω κι εγώ», αναφερόταν και σε ονόματα όπως αυτά του Larry Fong, του Peter DeLuise και του Matt Reeves. Ο DeLuise έγινε διάσημος δίπλα στον Johnny Depp στο 21 Jump Street, ο Larry Fong αυτήν την περίοδο κάνει τη διεύθυνση φωτογραφίας στο Kong: Skull Island, το sequel της αναβίωσης του King Kong από τον Peter Jackson, ο Matt Reeves κι ο JJ Abrams όμως, λίγες μέρες μετά το άρθρο των Times, δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν ο Steven Spielberg.

«Δε βγάζει κανένα νόημα ο Steven Spielberg να εμπιστευθεί τις ανεκτίμητες αυθεντικές κόπιες των παιδικών του ταινιών, τις μοναδικές του κόπιες, σε δυο πιτσιρίκια, απλά επειδή διάβασε εκείνο το άρθρο» θα έλεγε αργότερα ο Abrams, όμως εκείνο το άρθρο ήταν ικανό να κεντρίσει το ενδιαφέρον της Katlhyn Kennedy, βοηθού του Spielberg, και να προτείνει στον άνθρωπο που είχε τότε επανεφεύρει το αμερικανικό σινεμά, να καλέσει τους πιτσιρικάδες και να τους αναθέσει την συντήρηση και την αρχειοθέτηση μιας κούτας γεμάτης με τις δικές του, οικιακές, παιδικές Super 8 ταινίες. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι Ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία απ’ αυτές που δε βλέπεις ούτε στο σινεμά. Ο Spielberg, η Kennedy, κι ο Abrams μαζί με τον Reeves, τον Larry Fong και τον ηθοποιό Greg Grunberg, θα γινόντουσαν οι Ιππότες γύρω απ’ τη Στρογγυλή Τράπεζα που, στο πέρασμα των χρόνων, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, αν δεν άλλαζε, σίγουρα θα άφηνε το στίγμα της στην ενήλικη διασκέδαση. Κι όλα, βέβαια, θα ξεκινούσαν με τον Abrams.

Στις δεκαετίες που πέρασαν απ’ τα μέσα των ‘80s μέχρι σήμερα, ο Abrams κατάφερε να μπολιάσει την τηλεόραση αυτοτελών επεισοδίων με στιβαρό μακρόπνοο δράμα στο Alias με σεναριογράφο τον Drew Goddard, και με ιντριγκαδόρικες, high-concept φιλοδοξίες στο Felicity, με συνδημιουργό τον Matt Reeves. Έτσι, θα έστρωνε το δρόμο για τη σειρά που όχι απλώς έβγαλε τον τηλεοπτικό κολοσσό του ABC απ’ το δημιουργικό τέλμα, αλλά αποτέλεσε τον σπινθήρα για την έκρηξη της αφηγηματικής φόρμας της αμερικανικής τηλεόρασης των τελευταίων ετών, όταν συνδύασε την επίγευση των reality παιχνιδιών τύπου Survivor με το πάθος του για το μυστικιστικό μυστήριο στο Lost, που θα γύριζε με τον Larry Fong πίσω απ’ την κάμερα. Τρεις σειρές στις οποίες ρόλο θα κρατούσε σταθερά ο Greg Grunberg, πριν γίνει κλείσει ραντεβού με το φαινόμενο των Heroes –ένα τηλεοπτικό φαινόμενο που πιθανότατα ακόμη θα έψαχνε χώρο στις συχνότητες, αν η παραπάνω παρέα δεν είχε στήσει τα θεμέλια αυτού του νέου, μαγευτικού τηλεοπτικού κόσμου, που μεγάλωσε τη μικρή οθόνη αρκετά, για να μπορέσει να φτάσει σήμερα να ανταγωνίζεται εκείνη του σινεμά.

Σε όλη την πορεία του όμως, απ’ το σπασικλάκι που κοίταζε τους συμμαθητές του βάζοντας τα δάχτυλα μπροστά στα μάτια του, στον άνθρωπο που έχει δώσει ένα νέο πρόσωπο στην κινηματογραφική και τηλεοπτική διασκέδαση, o Abrams έχει κρατήσει ένα κοινό, σταθερό στοιχείο: τους ανθρώπους γύρω του.

Κι όσο ο Abrams μεγάλωνε την τηλεόραση, έφερνε τους συντελεστές της πιο κοντά στο πραγματικά μεγάλο όνειρο της πραγματικά μεγάλης οθόνης: σε παραγωγή του Abrams, ο Drew Goddard έγραψε το Cloverfield που σκηνοθέτησε ο Matt Reeves, πριν ο πρώτος γράψει (με τον Joss Whedon) και σκηνοθετήσει το Cabin in the Woods, κι ο δεύτερος αναλάβει τα ηνία του Dawn of the Planet of the Apes και του επερχόμενου sequel. Και την ίδια ώρα, ο Abrams θα επανασυνδεόταν με τους σεναριογράφους του Alias, τον Alex Kurtzman και τον Roberto Orci, για να περάσουν μαζί στην ύστερη, πιο εκρηκτική φάση της καριέρας τους: το τρίο, μέσα σε δύο μόλις χρόνια, αναβίωσε το κλινικά νεκρό franchise του Tom Cruise (και εν μέρει τον ίδιο τον Tom Cruise) σκηνοθετώντας το Mission Impossible III (το οποίο απέκτησε πνοή και όραμα για δύο ακόμη sequels σε παραγωγή του Abrams), και μετέτρεψε σε παγκόσμιο φαινόμενο το Star Trek, μεταμορφώνοντάς το από Ιερό Δισκοπότηρο σκληροπυρηνικών φανατικών, σε ένα νέο, ολόφρεσκο και ολοκαίνουριο κινηματογραφικότατο franchise με κοινό στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη κι ίσως και μερικών πλανητών ακόμα.

Σε όλη την πορεία του όμως, απ’ το σπασικλάκι που κοίταζε τους συμμαθητές του βάζοντας τα δάχτυλα μπροστά στα μάτια του, στον άνθρωπο που έχει δώσει ένα νέο πρόσωπο στην κινηματογραφική και τηλεοπτική διασκέδαση, o Abrams έχει κρατήσει ένα κοινό, σταθερό στοιχείο: τους ανθρώπους γύρω του. Φίλοι, σύντροφοι και συνοδοιπόροι, αυτή η συνεχής επαναφορά των ίδιων συνεργατών στο έργο του, δίνει στο Abrams μια ποιότητα Κασαβετική. Κι ύστερα γιατί να μην το πεις: σ’ ένα βαθμό, ο Abrams έκανε για το mainstream υπερθέαμα, ό,τι κι ο Κασαβέτης για το ανεξάρτητο σινεμά. Γέννησε ένα νέο είδος blockbuster, τιγκαρισμένο στη δράση και το σασπένς βέβαια, φινιρισμένο με μια φρέσκα, μοντέρνα, αναπολογητική και ισορροπημένη αισθητική, αλλά και ποτισμένο με αληθινή καρδιά, συναίσθημα, και το πιο σημαντικό πράγμα που είχε παραπέσει στη μετακόμιση του Hollywood απ’ τις ταινίες σκηνοθετών, στις ταινίες των λογιστών: το ανθρώπινο στοιχείο. Κι ύστερα, έζησε ακριβώς τη σωστή εποχή, κι ακριβώς με την σωστή ζέση, ώστε να μην είναι σήμερα απλά ο νέος δημιουργός του Star Wars, αλλά κι απότοκος όλης της κουλτούρας που αυτό δημιούργησε, 38 χρόνια πριν.

Οπότε, αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να επανεφεύρει το Star Wars, ένα franchise που κόντεψε να στείλει στον άλλο κόσμο ο George Lucas πνίγοντάς το ακριβώς σ’ αυτή τη λογική της χολιγουντιανής λογιστικής με τα prequels και τους ψηφιακούς Jar Jar Binks, τότε αυτός πιθανότατα είναι ο JJ Abrams. Κι αν χρειάζεται να επανεφεύρει και το φωτόσπαθο στην πορεία, ε χαλάλι του.

Το έβδομο επεισόδιο του Star Wars θα προβληθεί στις 24 Δεκεμβρίου στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης