Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Μπορείς Ακόμα να Χαθείς την Εποχή του Google Maps;

Βρίσκομαι σε μια πόλη, όχι σε μια οποιαδήποτε, βρίσκομαι στην πόλη μου. Συχνά θέλω να πάω κάπου για πρώτη φορά ή ακόμα, θέλω να ξαναβρεθώ σε ένα σημείο που έχω ήδη πάει. Την ώρα που θα πληκτρολογήσω τη διεύθυνση η σκέψη μου κινείται μεταξύ της αυστηρής επίπληξης «στο κέντρο δουλεύεις, θα έπρεπε να ξέρεις πως να φτάσεις μερικά στενά πιο κάτω» και της εύκολης δικαιολογίας «είναι όμως και η δόμηση της Αθήνας από το Σύνταγμα μέχρι το Θησείο άναρχη». Τη λύση στο να σταματήσω να κρίνω τον εαυτό μου ή το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης δίνει το κινητό. Ανοίγω Google Maps, βάζω ακουστικά για να ακούω εγώ (και μόνο εγώ) τις οδηγίες και κατευθύνομαι προς τον προορισμό.

Μόλις πατήσω έναρξη γίνομαι μία από αυτούς που ξεκινούν να περπατούν προς μια κατεύθυνση και αμέσως  στρίβουν 180 μοίρες γιατί πρέπει να πάνε προς την αντίθετη.  Μια από σας δηλαδή, μην κρυβόμαστε. Η πιο ακατανόητη οδηγία που μπορείς να μου δώσεις είναι να μου μιλάς με σημεία του ορίζοντα, «κατευθυνθείτε βορειοανατολικά» (μια από σας είπαμε). Ευτυχώς για μένα, στην Αθήνα είναι ανθρωπίνως αδύνατο να χαθείς απελπιστικά, το «ρωτώντας πας στην πόλη» που γέννησε ο θυμόσοφος λαός ισχύει παντού και πάντα.   

Με αυτό το μπρος-πίσω προκειμένου να βρεθώ εκεί που εμφανώς μου δείχνει το βελάκι νιώθω ότι ανήκω σε μια άτυπη ομάδα «αστικά αμήχανων»: πώς ήταν εκείνοι που εμφανίστηκαν μαζί με τα handsfree κάνοντας συχνά τους γύρω τους να αναρωτιούνται αν μιλάνε μόνοι τους; Όμως, μου φαίνεται κι αδιανόητο πλέον το πώς ταξιδεύαμε χωρίς ψηφιακούς χάρτες σε άγνωστα μέρη, ότι που με το που φτάναμε σε μια πόλη αναζητούσαμε τις τουριστικές πληροφορίες για να πάρουμε χάρτη του κέντρου της, ακόμα κι ότι έχω κάνει δώρο χάρτη για κάποιον μακρινό προορισμό σαν παρακίνηση για να το πάρει κάποιος απόφαση και να πάει.

Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλίδης/ FOSPHOTOS

Σε μια περίοδο τέτοιας τεχνολογικής προόδου, που η μεγαλύτερη εταιρεία διαδικτυακών υπηρεσιών μας λέει ότι βάζει την πλατφόρμα κι εμείς βάζουμε την εμπειρία ώστε να βελτιώσουμε την καθημερινότητά μας στις πόλεις, σε μια τέτοια εποχή που οι χάρτες μας μιλάνε κυριολεκτικά, ποιοι επιμένουν να τους αγοράζουν σε έντυπη μορφή; Σίγουρα όσοι επισκέπτονται το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ανάβαση στην οδό Βουλής που δημιουργήθηκαν το 1998, τυπώνουν χάρτες οδικούς και νησιωτικούς, αλλά το βασικό τους προϊόν είναι οι πεζοπορικοί χάρτες.  

«Ένας πεζοπορικός χάρτης έχει θεματική πληροφορία που δεν έχουν οι χάρτες Google, έχει στοιχεία για το τοπίο όπως είναι τα αλώνια, οι μύλοι, οι εκκλησίες, έχει τα μονοπάτια που θα οδηγήσουν κάποιον στο βουνό,  έχει αναλυτική κλίμακα, και ισοϋψείς καμπύλες για να καταλάβεις ποια σημεία βρίσκονται στο ίδιο υψόμετρο, αποτυπώνει το ανάγλυφο και το υδρογραφικό κομμάτι. Όλα τα παραπάνω σε βοηθούν να κατανοήσεις το τοπίο που βρίσκεσαι ώστε ακόμα κι αν χαθείς ή αν σε πάρει η νύχτα, να έχεις μια εικόνα προς τα που μπορείς να κινηθείς πιο εύκολα». Η Ήβη Αδαμακοπούλου που εξηγεί τα παραπάνω έχει ανοίξει έναν χάρτη του Ολύμπου ο οποίος είναι «πολύ χαρακτηριστικός» για την ίδια, ενδεικτικός για τη χρησιμότητα ενός αναλογικού προϊόντος στην ψηφιακή εποχή. Πριν την εμφάνιση του Google Maps θυμάται ότι πελάτες ήταν κάθε οικογένεια που προγραμμάτιζε μια εκδρομή και ήθελε να έχει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου έναν χάρτη, για ασφάλεια. Όσον αφορά τους χάρτες εξερεύνησης ενός μέρους, οι εκδόσεις ξεκίνησαν με μια μικρή σειρά για τη Στερεά Ελλάδα και σιγά – σιγά προστέθηκαν κι άλλοι προορισμοί, κι άλλα νησιά, κι άλλα βουνά «το κοινό έγινε πιο συγκεκριμένο, είναι άνθρωποι από το εξωτερικό που θέλουν να μάθουν έναν νέο τόπο περπατώντας τον, μας επισκέπτονται πεζοπόροι που έχουν ήδη δυο – τρεις οδηγούς για ένα μέρος αλλά θα πάρουν και τον χάρτη».

Φωτογραφία: Αγγελική Κορωναίου/ FOSPHOTOS

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για εκείνη, όταν σχεδιάζεις ένα ταξίδι ο τρόπος για να το κάνεις σωστά είναι πάντα με έναν ανοιχτό χάρτη μπροστά σου «οπτικοποιείς έναν τόπο και τον αποθηκεύεις στο μυαλό σου, αυτό δίνει ένα άλλο νόημα στο ταξίδι». Δεν είναι δικό της, όπως λέει, αλλά στο μάθημα «Λογοτεχνία και Χαρτογραφία» που διδάχτηκε κατά την περίοδο των σπουδών της στη Γαλλία είχε διαβάσει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση που αφορά το θέμα μας: «από τις τρεις διαστάσεις που μπορούμε να αντιληφθούμε σε μια πόλη περάσαμε στο δισδιάστατο χαρτί και πλέον βρισκόμαστε στη μία διάσταση του κινητού αφού η μόνη πληροφορία που θεωρούμε κρίσιμη είναι αυτή της μετακίνησης».

Στον χάρτη του Ολύμπου αποκαλύπτεται ένας κάμπος, κάποιες μεγάλες χαραδρώσεις, οι κορυφώσεις του βουνού και οι κοιλάδες, τα ρέματα μη μόνιμης ροής, ο εθνικός δρυμός της περιοχής, τα διοικητικά σύνορα. «Ένας πεζοπόρος που θα κρατήσει τον χάρτη θα αναζητήσει την αφετηρία που είναι για τον ίδιο ιδανική προκειμένου να φτάσει στον στόχο του». Οι χάρτες των εκδόσεων μπαίνουν τόσο σε κινητά όσο και σε GPS, άρα, γιατί να επιλέξει κάποιος το χαρτί; Αρχικά, γιατί δεν μπορείς να σχεδιάσεις πάνω στο κινητό, είναι μια μικρή οθόνη και η δυνατότητα σου να καταλάβεις και να προβάλεις τη διαδρομή είναι πάρα πολύ περιορισμένη. «Όταν είσαι στο πεδίο πλέον όλα είναι χρήσιμα, χρειάζεσαι τόσο το αναλογικό όσο και το ψηφιακό, το δεύτερο θα σε βοηθήσει να βρεις που είσαι και το πρώτο να έχεις μια ευρύτερη εικόνα του που βρίσκεσαι. Παράλληλα, ένα βουνό με το υψόμετρο και τις θερμοκρασίες του δεν βοηθούν στη χρήση του κινητού, η συσκευή δεν βρίσκεται στο περιβάλλον για το οποίο έχει σχεδιαστεί και είναι κάπως αναξιόπιστη». Το έντυπο αποτελεί μαρτυρία για την Ήβη Αδαμακοπούλου. «Αντικρίζεις ένα βουνό, έναν όγκο που μοιάζει απροσπέλαστος, δεν είναι το πρώτο σου ένστικτο να χαθείς μέσα του. Τα μονοπάτια που βλέπεις πάνω στον χάρτη σου επιβεβαιώνουν ότι γίνεται, ότι κάπου θα σε βγάλει».

Πόσες φορές έχει σταματήσει κάποιο αμάξι δίπλα σας για να σας ρωτήσει πώς θα πάει στο x μέρος; Είναι κάτι που συμβαίνει. Ο Μάνος Πολέντας οδηγεί ταξί πάνω από 15 χρόνια, δεν χρειάζεται πλέον να ρωτάει περαστικούς, όμως, έχει ζήσει την εποχή που ο δύσχρηστος οδικός χάρτης έκτασης Πόλεμος και Ειρήνη ήταν πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου. «Πήγαινες κάπου χρησιμοποιώντας την εμπειρία σου και τις σημειώσεις που έκανες γιατί οι λεπτομέρειες του χάρτη ήταν λίγες, είχαμε φτάσει σε σημείο όταν έπαιρνε κάποιος σύνταξη να πουλάει τον χάρτη με τις σημειώσεις του». Πλέον, ακόμα και να γνωρίζει τον δρόμο χρησιμοποιεί πάντα πλοηγό, «έχει γίνει συνήθεια, το ζητάνε και οι πελάτες. Δεν είναι λίγες οι φορές που τους εξηγώ ότι δε θα μας πάει πιο γρήγορα και στο τέλος δίνουν τα διπλάσια λεφτά, ο πλοηγός επιλέγει δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και δεν μπορεί να έχει την εμπειρία ενός επαγγελματία οδηγού».

«O πλοηγός επιλέγει δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και δεν μπορεί να έχει την εμπειρία ενός επαγγελματία οδηγού»

Εγώ είμαι βέβαιη ότι στην πόλη δεν μπορείς να χαθείς, εκείνος έχει τις ενστάσεις του, σίγουρα μπορείς να μπερδευτείς. «Αν πας να κινηθείς στην Πλάκα, στο Μοναστηράκι, στο Κολωνάκι, όταν οδηγείς σε σημεία γεμάτα στενάκια μπορεί και να χαθείς για αρκετή ώρα. Όσο βγαίνεις από την Αθήνα και το κέντρο υπάρχουν και πολλά αχαρτογράφητα μέρη, όπως στην περιοχή της Βάρης και στα Βόρεια Προάστια από την Σταμάτα και πάνω. Επίσης, παραδίδονται καινούριες εθνικές οδοί και ο πλοηγός δεν ανανεώνεται άμεσα και κάποιοι δρόμοι έχουν αλλάξει όνομα, λέει κανείς την Πατησίων, 28η Οκτωβρίου ή τη Λεωφόρο Συγγρού, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου;».

Φέρνει ένα νοσταλγικό παράδειγμα για να περιγράψει τον τρόπο που με τον οποίο κινούμαστε, πεζοί και οδηγοί. «Κάποτε γνωρίζαμε δεκάδες τηλεφωνικούς αριθμούς απ’ έξω, των φίλων και της οικογένειας μας, αυτή τη στιγμή υπάρχουν κι εκείνοι που δεν γνωρίζουν το ίδιο τους το κινητό. Πλέον, αν μας πάνε μια φορά κάπου δεν μπορούμε να επαναφέρουμε τη διαδρομή στο μυαλό μας τόσο εύκολα ώστε να πάμε μόνοι μας, πράγμα που δεν ισχύει μόνο για τους πελάτες αλλά και για τους οδηγούς». Η πρόσβαση που έχουμε όλοι στην ψηφιακή πληροφορία γίνεται μερικές φορές για εκείνον ενοχλητική συνήθεια. «Μπαίνει ο πελάτης στο ταξί κι ενώ εγώ έχω τον δικό μου πλοηγό που είναι επαγγελματικός και τον εμπιστεύομαι, εκείνος θα ανοίξει το κινητό και θα μου πει ότι ο χάρτης του δείχνει να πάμε από άλλον δρόμο. Έναν επαγγελματία το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να πάει γρήγορα τον πελάτη στον προορισμό του και έπειτα να μεταφέρει τον επόμενο, δεν κερδίζει με το να κόβει κύκλους».

Φωτογραφία: Παύλος Σβορώνος/ FOSPHOTOS

Παίρνοντας πάλι τα βουνά, το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων αριθμεί 25.000 μέλη, έχει ιστορία 109 χρόνων επικεντρωμένη στην επαφή με τη φύση. «Στόχος της Προσκοπικής Κίνησης είναι να φέρουμε τα παιδιά και τους νέους σε επαφή με τη φύση και να τους μάθουμε να διαβιώνουν μέσα σε αυτήν, να ντύνονται με τα κατάλληλα ρούχα-εξοπλισμό για να ανταποκριθούν στις καιρικές συνθήκες και γενικότερα να ανταποκρίνονται σε κάθε τερέν πεδινό ή ορεινό, στη θάλασσα αλλά και στον αέρα» μου περιέγραψαν τη δραστηριότητά τους. 

Όλα τα Ενήλικα Στελέχη των Ελλήνων Προσκόπων ξεκινούν την εκπαίδευσή τους με μία διήμερη εκδρομή στην ύπαιθρο, συνήθως σε ορεινό πεδίο, έχοντας στόχο την κατάλληλη προετοιμασία τους, έτσι ώστε όταν θα έρθει η ώρα να συνοδεύσουν μικρά παιδιά σε εκδρομές, να είναι έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο.  Ένα από τα κομμάτια της εκπαίδευσής τους, εκτός από τις πρώτες βοήθειες, τους κόμπους και τις συνδέσεις με σχοινιά και ξύλα -με τα οποία φτιάχνουν από τραπεζαρίες και σακιδιοθήκες, μέχρι και πρόχειρα καταλύματα για διανυκτέρευση- είναι και ο προσανατολισμός στη φύση. «Εκτός από τους τρόπους προσανατολισμού που μας παρέχει η φύση, όπως οι μυρμηγκοφωλιές, τα βρύα και οι λειχήνες στα δέντρα, η θέση του ήλιου και φυσικά με τον πολικό αστέρα την νύχτα, χρησιμοποιούμε και πυξίδες, σκοπευτικές και ψηφιακές, μέχρι και GPS. Ένας Πρόσκοπος, μπορεί με τη βοήθεια ενός χάρτη και μιας πυξίδας να περπατήσει άνετα σε ένα άγνωστο ορεινό πεδίο δίχως να κινδυνεύσει να χάσει τον δρόμο του».

«Από τις τρεις διαστάσεις που μπορούμε να αντιληφθούμε σε μια πόλη περάσαμε στο δισδιάστατο χαρτί και πλέον βρισκόμαστε στη μία διάσταση του κινητού αφού η μόνη πληροφορία που θεωρούμε κρίσιμη είναι αυτή της μετακίνησης»

Σε ειδικές εκπαιδεύσεις που είναι γνωστές και ως «Σχολή Βουνού» θα γίνει και παρουσίαση χρήσης GPS, όχι των συνηθισμένων των IX οχημάτων φυσικά. «Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται χρήση και των Google maps οι οποίοι εμπεριέχουν πολλές πληροφορίες, έχουν σαφείς αποτυπώσεις και είναι ικανοί να μας δείξουν τον δρόμο, τόσο σε αστικό πεδίο όσο και σε ορεινό. Παρόλα αυτά στο ορεινό πεδίο, προτιμάμε τα επαγγελματικά GPS ή απλά χρήση πυξίδας και χάρτη, εργαλεία τα οποία ορισμένες φορές είναι πιο αξιόπιστα, στα χέρια ενός γνώστη του αντικειμένου. Η χρήση χάρτη και πυξίδας, είναι μέρος εκπαίδευσης και στα ανήλικα μέλη μας -μάλιστα, πριν την ηλικία των δέκα- με αποτέλεσμα η χρήση και η εμπέδωση αυτών των μέσων προσανατολισμού, να γίνονται κτήμα στις γνώσεις των ανήλικων μελών μας από πολύ μικρή ηλικία».

Όπως υπάρχουν πολλών ειδών ταξιδιώτες, έτσι υπάρχουν και πολλών ειδών χρήστες του Google Maps όπως φαίνεται, για κάποιους αποτελεί εργαλείο απαραίτητο για να εργαστούν πράγμα που τους κατατάσσει στην κατηγορία «των έμπειρων». Ο Φώτης Βαλλάτος είναι ο ταξιδιωτικός συντάκτης του περιοδικού Blue κι έχει προλάβει τόσο την εποχή που έπρεπε να ανακαλύπτει μια πόλη άγνωστη με χάρτη… χάρτινο, που (αν θυμάστε) τον ανοιγοκλείνεις διαρκώς, θα τον διπλώσεις σίγουρα μια φορά στραβά, μπορεί να βραχεί, να φθαρεί και μετά να τον κουβαλάς σε τόμους.

Φυσικά, στην περίπτωση του, τα θετικά ενός ψηφιακού χάρτη είναι προφανή: δεν πιάνει χώρο, δεν σκίζεται, σε καθοδηγεί σε όλο τον κόσμο, προσφέρει μια αδιανόητη ευκολία που ούτε θα τη φανταζόμασταν πριν μερικά χρόνια. Τα αρνητικά που μπορεί να απαριθμήσει ένας έμπειρος χρήστης του; «Ένα σημαντικό του μειονέκτημα είναι πως καθώς πρόκειται για οpen source application δίνει το δικαίωμα σε όλους να δημιουργήσουν ένα στίγμα στον χάρτη, έτσι, κάποιοι είτε για “πλάκα” είτε για δολιοφθορά σημειώνουν ότι ένα εστιατόριο βρίσκεται σε άλλη διεύθυνση από την πραγματική του, σε εντελώς άλλη περιοχή κι αυτό είναι κάτι που χωρίς να δεν ελέγχει κανείς. Μου έχει συμβεί λοιπόν να βρεθώ σε λάθος σημείο χάνοντας άσκοπα ώρες και αυτομάτως κάνω report, αλλά έχω ήδη ταλαιπωρηθεί και καθυστερήσει σε ένα ραντεβού για δουλειά. Από την άλλη και όσον αφορά τη συγκεκριμένη του πτυχή, αν υπήρχε μια “επισημότητα” στο πώς μπαίνουν οι διευθύνσεις στο χάρτη θα χανόταν πληροφορία. Ένας μεγάλος άνθρωπος που δουλεύει ένα καφενείο σε ένα απομακρυσμένο χωριό δεν θα βάλει τη διεύθυνσή του, θα το κάνει ο επισκέπτης που τον ανακάλυψε».

Πριν βρεθεί στο μέρος που πρέπει να εξερευνήσει ώστε να προτείνει στους αναγνώστες τον τρόπο και τα ιδανικά must see μέρη για να γνωρίσουν μια πόλη αποθηκεύει εκείνα που φαίνεται ότι τον ενδιαφέρουν και πρέπει σίγουρα να επισκεφθεί. Εκεί αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, λίγο πιο σύνθετο και εξειδικευμένο. «Πρόκειται για μια εταιρεία που διαχειρίζεται δισεκατομμύρια πληροφορίες και παρόλα αυτά δεν επιτρέπει στον χρήστη να κάνει το ίδιο. Μια μέρα κι ενώ βρισκόμουν σε ταξίδι κατάλαβα ότι έλειπαν κάποια από τα αποθηκευμένα μέρη και ήταν πολλά, αναρωτήθηκα πως γίνεται να έχω αποθηκεύσει εκατό και εμφανίζονται τριάντα;». Αναζήτησε την απάντηση σε διάφορα forum, εν τέλει δεν μπορείς να έχεις πάνω από 500 αποθηκευμένα μέρη στους χάρτες Google.

Φωτογραφία: Γεράσιμος Δομένικος/ FOSPHOTOS

Συμφωνεί ότι στην πόλη δεν μπορείς να χαθείς, τουλάχιστον σε μια δυτική πόλη. «Πρόσφατα ήμουν στο Μαρακές, στη λαβυρινθώδη Μεντίνα δεν υπήρχε περίπτωση πριν από μερικά χρόνια να βρεις το ξενοδοχείο σου. Σε έβλεπαν χαμένο και ντόπιοι προσφέρονταν να σε βοηθήσουν, σε πήγαιναν στο σημείο που ήθελες και έπειτα σου ζητούσαν χρήματα. Με το Google Maps έχει μειωθεί κατά πολύ αυτή η τακτική, εξακολουθεί όμως το ποσοστό των διαδρομών σε μια τέτοια πόλη να πέφτει σε λάθη, όμως τώρα αντί για π.χ. δέκα φορές θα χαθείς δύο, πάλι σωτήριο είναι δηλαδή».

Ας περιηγηθούμε όμως και στα ελληνικά νησιά. «Εκεί δεν μπορείς να ξέρεις τι ποιότητας είναι ο χωματόδρομος που σου προτείνει, μπορεί να σε βγάλει σε γκρεμό αφού δεν μπορεί να προβλέψει αν ο χειμώνας έφερε βροχές και νεροφαγώματα στην περιοχή, μπορεί να σε οδηγήσει σε δρόμους που δεν περνάει ούτε τρακτέρ, το πλάτος του δρόμου δεν καταγράφεται με αποτέλεσμα να φτάνεις στο σημείο και να είναι τόσο πυκνά τα δέντρα που να μην περνάει αυτοκίνητο. Τέτοιου είδους χαρτογράφηση επικεντρωμένη στο τοπίο και στο κατά πόσο μπορείς να το προσεγγίσεις έχει ακόμα μόνο το χαρτί».

Για παράδειγμα, μια ενδιαφέρουσα δουλειά ελληνικών ταξιδιωτικών οδηγών και χαρτών ήταν η σειρά για την Ελλάδα από τις εκδόσεις Road που είχε δημιουργήσει ο Στέφανος Ψημένος γυρίζοντας κάθε μέρος για το οποίο έχει γράψει με μηχανή. Σε έναν από αυτούς τους οδηγούς, στον «Ανεξερεύνητη Θεσσαλία και Βόρεια Στερεά» που έπεσε στα χέρια μου, στη σελίδα με τις ευχαριστίες του συγγραφέα αναγράφεται μια προειδοποίηση. «Η Road επένδυσε πολλά εκατομμύρια και πολύ χρόνο για να συλλέξει το υλικό για τους ταξιδιωτικούς οδηγούς και τους χάρτες της. Για να προστατέψει αυτή την επένδυσή της, εσκεμμένα συμπεριέλαβε στις εκδόσεις της ορισμένες ανακριβείς και ψευδείς πληροφορίες (αποδεικτικά στοιχεία κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον εντοπιστούν σε άλλες εκδόσεις). Ελπίζουμε ότι οι αναγνώστες μας θα τις αντιμετωπίσουν με χαμόγελο και κατανόηση κάθε φορά που θα τις εντοπίζουν στα ταξίδια τους».

Όσο χρησιμοποιούσαμε ακόμα αναλογικούς χάρτες, στο τέλος της ημέρας τους βάζαμε μπροστά μας δίνοντάς μας συγχαρητήρια για τις αποστάσεις που κάναμε – τουλάχιστον στη δική μου παρέα, συζητούσαμε ότι«είδαμε κι αυτό το κομμάτι, κι εκείνο, και τα δίπλα στενά», ουσιαστικά χαιρόμασταν που χαθήκαμε εσκεμμένα. Σήμερα, το Google Maps είναι ένας από μηχανής θεός εκείνη τη στιγμή που έχεις περπατήσει τόσο ώστε να αναζητάς την πιο γρήγορη διαδρομή, την πιο κοντινή στάση λεωφορείου και μετρό, ακόμα και το πόσο θα σου κοστίσει ένα ταξί για να σε πάει στον στόχο σου.  Αλλά μπορείς να το ακουμπήσεις σε εκείνο το καφέ και το μπαρ που θα ξεκουραστείς ώστε να θαυμάσεις τον εαυτό σου για τις ταξιδιωτικές του δεξιότητες; Δεν μπορείς. 

Φωτογραφία: Παύλος Σβορώνος/ FOSPHOTOS

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αφού συναποφασίσαμε ότι σήμερα είναι δύσκολο να χαθείς, σε γνωστή ή άγνωστη πόλη, να χαθείς τόσο ώστε να απελπιστείς και να αναζητάς διέξοδο, μάλλον το ερώτημα είναι άλλο. Το χαρτί μπορεί να χαθεί; Οι εκδόσεις Ανάβαση έχουν δύο χάρτες για την πόλη της Αθήνας, ο ένας απεικονίζει  την τοπογραφία της αρχαίας πόλης, από που περνούσαν τα ποτάμια, τις γειτονιές που γκρεμίστηκαν. Ο δεύτερος χάρτης παρουσιάζει σύγχρονα μνημεία που είναι σκορπισμένα στο κέντρο της πόλης. «Όσο πιο πολύ στρεφόμαστε στις ψηφιακές λύσεις τόσο πιο πολύ θα δημιουργείται η ανάγκη για το χαρτί με έναν δημιουργικό μάλιστα τρόπο», εξηγεί η Ήβη Αδαμακοπούλου. «Εκτός από χάρτες ο κόσμος μας ζητάει τετράδια για σημειώσεις ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να έχουμε σταματήσει να γράφουμε σε χαρτί. Προφανώς έχουμε τόσο πολύ ανάγκη να κάνουμε κάτι με τα χέρια μας, το να κυκλώσεις σε έναν χάρτη αποτελεί κομμάτι της εμπειρίας. Οι δικοί μου χάρτες είναι γεμάτοι μουτζούρες και σημειώσεις, θέλω να επηρεάσω το υλικό και να μην το υπηρετώ μόνο κάτι που πιστεύω ότι το νιώθουν πολλοί».

Πέρα από την αέναη διαμάχη του χαρτιού με την ηλεκτρονική μορφή των πραγμάτων, της αναλογικής με την ψηφιακή ζωή, και τη συνεργασία τους τελικά εν έτει 2019, καταλήγω στο ότι ο μόνος τρόπος για να κάνεις πλέον άσκοπους κύκλους σε ένα μέρος είναι γιατί δεν έχεις τη θέληση να προσανατολιστείς με τα εργαλεία που έχουν πλέον μέγεθος όσο η παλάμη σου, όπως μου συμβαίνει συχνά, όπως κάνει ένας φίλος όταν κάθε φορά που δίνουμε ραντεβού σε ένα μαγαζί και του στέλνω το Facebook pin μου απαντά «γιατί μου στέλνεις χάρτη, πειρατές είμαστε;». Τελικά, τις περισσότερες φορές αργεί γιατί χάνεται.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.